To meet….Τζέρεμυ
Ο αγαπημένος ηθοποιός της Πέγκυ
(και δεν εννοώ της σταρ του Muppet Show, αν και το σώμα της, το δέρμα της,
και το χρώμα των μαλλιών της, από τότε που στα πέντε της πρωτοκοίταξε τον εαυτό
της στον καθρέπτη του πατρικού της στο Παγκράτι, δεν διέφερε πολύ από το
αντίστοιχο της ομώνυμης ηρωίδας.) ήταν ο Τζέρεμυ. Ναι ο Τζέρεμυ. Ούτε ο Μπράντ,
ούτε ο Λεονάρντο, ούτε ακόμη ακόμη ο Τζόνυ, που όλα τα κορίτσια στο σχολείο
πάθαιναν πλάκα με το χίππικο, εναλλακτικό του στυλ.
«Μα καλά βρε Πέγκυ, ο Τζέρεμυ;», αναρωτιόντουσαν οι φίλες
της ανάμεσα σε γρήγορες ψαλιδιές, χαχανητά, κόλες uhu και αναστεναγμούς, καθώς
ετοίμαζαν η καθεμιά τους το δικό της φωτοκολλάζ από αφίσες της “Μανίνας” και
της “Κατερίνας” με τον αντίστοιχο ηθοποιό- γόη που ήταν ερωτευμένες. Το κολλάζ
έπαιρνε τη θέση του στον τοίχο, στο σημείο όπου κολλούσε από τη μία πλάγια πλευρά το
κρεβάτι της η κάθε έφηβη που σεβόταν τον εαυτό της, ακριβώς πλάγια από το προσκέφαλο. Για να είναι το στραβολαίμιασμα και το αλληθώρισμα αναπότρεπτο. Έτσι, για αβάσταχτα,
ατελείωτα «αχ!» και βασανιστικές ονειροπολήσεις ερωτικών περιπτύξεων με χολιγουντιανό
αέρα λίγο πριν παραδοθούν στις αγκάλες του Μορφέα. Το δωμάτιο της Πέγκυς,
βαμμένο σε κλασσικό μπεζ, δε διέθετε κάτι τέτοιο φυσικά. “Πάλι καλά!”,
σιγομουρμούριζε η μάνα της ανακουφισμένη. Πού να ξέρει βέβαια πόσο σπάνιζαν οι φωτογραφίες
του Τζέρεμυ, στα ελληνικά χαζο-κοριτσίστικα περιοδικά!
Ωραίες εποχές τότε, ανέμελες. Αρχές
γυμνασίου, όλες οι κοπέλες ήταν ερωτευμένες με έναν σταρ, και οι συμμαθητές
τους φάνταζαν στα μάτια τους μπούληδες, μαμάκηδες και μπουταλάδες. Εκείνες οι
μέρες όμως έφυγαν ανεπιστρεπτί, και όσο οι τάξεις του γυμνασίου έπαιρναν την
ανιούσα, ένα ένα τα κορίτσια έβρισκαν κάποιο “κακέκτυπο” του αγαπημένου τους
σταρ, ή έτσι τουλάχιστον το παρουσίαζαν στις φίλες τους. Η Γιάννα βρήκε το Νίκο
από το Γ2 που είχε τα μάτια του Τραβόλτα. Η Μαίρη τα ‘φτιαξε με τον Πέτρο από τ’ αγγλικά που έμοιαζε σαν παλιός σταρ του
ελληνικού κινηματογράφου –συγκεκριμένα η μητέρα της τον παρομοίαζε με τον Αλέκο
Αλεξανδράκη. Και η Τάνια έβγαινε απογευματινές βόλτες με τον μοναδικό Πολωνό
μαθητή της Α1 Λυκείου, που οι χορευτικές του δεινότητες έμοιαζαν με εκείνες του
Πάτρικ Σουέζ στο “Dirty Dancing”. Τα κολλάζ στους τοίχους των
εφηβικών δωματίων σκίστηκαν και πετάχτηκαν κακήν κακώς στα μεταλλικά καλαθάκια,
αυτά που πάντα έβρισκαν τη γωνιά τους κάτω από το στενάχωρο παιδικό ξύλινο
γραφείο. Τη θέση τους πήραν πολλά αρκουδάκια και μαξιλαράκια καρδούλες επί των
κλινοσκεπασμάτων – δώρα από τα ρομαντικά αγόρια των εφηβικών ζευγών, ή
φωτογραφίες του έτερου ήμισυ κρυμμένες καλά κάτω από το μαξιλάρι μην τυχόν τ’ ανακαλύψει
η μαμά. Ή σε περίπτωση που το ήξερε η μαμά, μην τυχόν τ’ ανακαλύψει ο
καχύποπτος και τάχα αυστηρός μπαμπάς. Και δώσ’ του τα στιχάκια στα θρανία από
Πυξ-Λαξ και Κατσιμιχαίους, τα συνθήματα «Γιώργο θα σ’ αγαπώ για πάντα» και
«Ε+Τ= L.F.E.», που με το πρώτο καβγαδάκι σβήνονταν μανιωδώς με αλεπάλληλες
στρώσεις μπλάνκο. Τα περισσότερα μετά από βδομάδες ξαναγράφονταν από πάνω, και εφόσον
είχαν μεσολαβήσει κλάματα, μικροσπασίματα σε κοινά πάρτυ με άλλες επίδοξες
κοπελιές, αναπάντητες κλίσεις στο σταθερό, κρυφά φασώματα στο άλσος κλπ. Γράφονταν
με ανεξίτηλο μαρκαδόρο αυτή τη φορά, και είχαν περιεχόμενο του τύπου «Κ+Ν=L.F.E.U.D» (Κλαίρη+ Νικόστρατος= αγάπη για
πάντα μέχρι θανάτου, “until death” για όσους δε γνωρίζουν τα τελικά
αρχικά.)
Όλα αυτά
για όλα τα υπόλοιπα κορίτσια εκτός από την Πέγκυ. Δεν είναι ότι ήταν τόσο
χοντρή, υπήρχαν πολύ χειρότερες που βρήκαν τον παιδοβούβαλό τους, ούτε τόσο
αποκρουστικά άσχημη, -που να δεις την σπυριάρα του Β2 που έπιασε γκόμενο
πρωτοετή φοιτητή παρακαλώ, ούτε φυτό, ούτε ακοινώνητη (μέχρι και πρόεδρος τάξης
και μέλος δεκαπενταμελούς είχε διατελέσει). Δεν είναι επίσης ότι δεν
εμφανίστηκαν οι αντίστοιχες ευκαιρίες που εμφανίζονται ακόμα και στην πιο
κοινότοπη ζωή μιας έφηβης. Η Πέγκυ έχει να θυμάται άπειρες στιγμές που ένας πιθανός
εφηβικός έρωτας, απλά και ηθελημένα της “ξεγλιστρούσε” από τα χέρια: Οι διακοπές
με γονείς και φιλικό ζευγάρι με συνομήλικα αγοράκια στην Πελοπόννησο. Τα καλοκαίρια
στον Άγιο Ανδρέα, λόγω του παππού της του στρατιωτικού, όπου όλο και κάποιο
ατσούμπαλο παιδί αξιωματικού ξεροστάλιαζε για παρέα και για φλερτ για να ‘χει
να λέει στους συμμαθητές του το Σεπτέμβρη. Συνήθως την έστηνε στον πεζόδρομο ανάμεσα
στην παραλία και στο εστιατόριο. Πέρναγε το χρόνο του ανάμεσα στα δύο πιο
πολυσύχναστα μέρη για να κερδίσει εντυπώσεις, πότε κάνοντας αδέξια κανό και
πότε σαβουριάζοντας –παρ’ όλο που δεν ήξερε να φάει καλά καλά το παγωτό μηχανής
και πασαλείβονταν σαν μπέμπης. Έχει να θυμάται άπειρα βράδια Σαββάτου στις
εφηβικές καφετέριες της Υμμητού όπου το μπανιστήρι πήγαινε σύννεφο. Και μετά ερχόταν
ο Ιούλιος στην Αθήνα, όπου σε κάθε μικρή πλατεία τυχαία «έσκαγε» μια μπάλα ή τσόφλια από σπόρια στα μαλλιά της κοριτσοπαρέας
από μαθητές άλλου σχολείου, αφορμή για περαιτέρω γνωριμίες. Η τριήμερη στην
Ύδρα στην Γ’ Γυμνασίου. Η μεγαλύτερη τάξη που παρακολουθούσε στα Αγγλικά με
πληθώρα αγοριών του Λυκείου, καθώς είχε κάνει υπερεντατικά και είχε διαπηδήσει
δυο τάξεις και έτρεχε μπρος ολοταχώς για το Proficiency. Η πενταήμερη στη Ρόδο. Και άλλα
πολλά που έχουν θαφτεί αιωνίως στον “σκληρό” του εγκεφάλου της.
Εξάλλου και
η Πέγκυ- Miss Piggy του Muppet Show, ήταν κοκέτα και ποθητή από όλους
στο πάνελ, είχε προσωπικότητα και δυναμισμό, ήταν σέξυ μέσα στις καμπύλες της,
και μπορούσε να είχε όποιον θέλει και ας έτρωγε λίγο παραπάνω το φαί της, σαν
και αυτήν. Το θέμα λοιπόν δεν ήταν αυτό. Το θέμα ήταν ο Τζέρεμυ. Ήθελε έναν
άντρα σαν και αυτόν. Ακριβώς σαν και αυτόν.
Η μεγάλη
καταστροφή ήρθε το 1997 με την ταινία “Λολίτα”. Η Πέγκυ πήγαινε τότε Β’
Λυκείου. Αχ, ο Τζέρεμυ ήταν όπως ακριβώς θα ήθελε έναν άντρα. Κομμένος και
ραμμένος στα μέτρα της. Μέτριο ανάστημα, λυγερόκορμος, κομψός, και κατά πολύ μεγαλύτερός της. Νιώθοντας ασφάλεια στα
έμπειρα χέρια του, θα μπορούσε να τον φτάσει στους εφτά ουρανούς με τη νιότη
και το μπρίο της. Και ας πάθαινε εμμονή μαζί της δεν είχε πρόβλημα. Τον έβλεπε
συχνά στον ύπνο της ειδικά τη περίοδο των Πανελληνίων που ήταν άκρως αγχωτική. Μια
μέρα πριν δώσει Μαθηματικά τον είδε, με τα στρογγυλά κοκάλινα γυαλάκια του, να
την ταχταρίζει στα πόδια του ενώ της έλυνε ασκήσεις στο παλιό ξύλινο γραφείο
του από μαόνι. Ξύπνησε καταϊδρωμένη μέσα στη νυχτιά αναζητώντας τον με αγωνία:
«Τζέρεμυ, Τζέρεμυ!!!»
Η μαμά της πετάχτηκε έντρομη από το δωμάτιο των γονιών:
«Ποια είναι η έρμη;
Τι έπαθες;»
«Τίποτα, τίποτα, φέρε μου ένα ποτήρι κρύο νερό.»
Στα Μαθηματικά την επόμενη μέρα έγραψε 19 και είχε απόλυτη
διαύγεια μεγάλης διάρκειας ικανή για την άριστη επίλυση όλων των ασκήσεων. Αυτή
η επιτυχία της ήταν και το εισιτήριο για
το Πολυτεχνείο. Και όλα αυτά χάρη στον Τζέρεμυ. Δεν πειράζει που η μητέρα της δεν
καταλάβαινε και με κάθε ευκαιρία σχολίαζε μπροστά της, με ή χωρίς κοινό
συγγενών και φίλων:
«Μα καλά ολόκληρο Πολυτεχνείο ένας, ένας άντρας δε βρέθηκε
να σε συγκινήσει;», και κουνούσε απειλητικά το δείκτη της για να τονίσει τη
μοναδιαία ποσότητα των απαιτήσεων της ως μάνα, απέναντι στους εκατοντάδες
πιθανούς υποψήφιους γαμπρούς-φοιτητές μηχανικούς για την κόρη της.
Βέβαια η κυρία Βούλα δεν είχε και
άδικο εδώ που τα λέμε να διαμαρτύρεται. Σε όλη της τη φοιτητική της ζωή η Πέγκυ,
μόλις και μετά βίας κατάφερε να κρατήσει κάποια σχέση οριακά στο χρονικό
περιθώριο των τριών μηνών με κάποιον από τους
φοιτητές του Πολυτεχνείου. Τι να κάνουμε; Δεν ήταν όλοι ώριμοι σαν τον
Τζέρεμυ. Τα φοιτητικά χρόνια τέλειωσαν γρήγορα, με εξόδους, παρέες, εκδρομές,
και πτυχίο 6,5, και η Πέγκυ με το που αποφοίτησε απορροφήθηκε στην τεχνική
εταιρεία του θείου της ένα χιλιόμετρο μόλις με τα πόδια από το σπίτι της, στην
περιοχή του Καλλιμάρμαρου. Ερχόταν κυρίως αυτή σε επαφή με τους πελάτες των
έργων, λόγω της έντονης κοινωνικότητάς της και της καπατσοσύνης της. Πουθενά
κάποιος σαν τον Τζέρεμυ όμως.
Και ύστερα εμφανίστηκε η σειρά
«Βοργίες», το 2010 και κάτι ψιλά. Και να σου πάλι ο Τζέρεμυ, πιο γερασμένος από
ποτέ, μα με το κύρος του Πάππα Βοργία και τη σεξουαλικότητα του Δον Ζουάν παρά
τα ψαρά του μαλλιά, τη δυναμικότητα και την ίντριγκα ενός κοφτερού μυαλού
ικανού να εξουσιάζει αλλά και να εξουσιάζεται από τα πάθη του. Και πώς να
ξεκολλήσει τώρα το Πεγκουλίνι; “Αυτοί είναι άντρες!”, να λέει από μέσα της, ”Με
την ωριμότητα, το κύρος, την μεστωμένη συμπεριφορά. Όχι σαν κάτι παιδαρέλια που
μας το παίζουν της πιάτσας και κάτι σαραντάρηδες που παριστάνουν τα τζόβενα με
κολλητό τζιν και μπλουζάκι τύπου V!”, συνέχιζε το παραμιλητό.
Και να ‘μαστε λοιπόν μια μέρα της
ανοίξεως, μετά από τρείς μήνες σχεδόν απανωτές επαναλήψεις στο λάπτοπ της
Πέγκυς όλους του κύκλους των «Βοργίων», για να εμπεδώσει τη φανταστική φιγούρα
του Πάπα- Τζέρεμυ. Η λεγάμενη ανηφόριζε την Ερατοσθένους, ξαναμμένη από τη
ενισχυμένη με εσωτερική επένδυση μπεζ καμπαρτίνα που κακώς επέλεξε να φορέσει σήμερα
με τέτοια λιακάδα, με πορεία από το γραφείο προς το σπίτι της. Οι λουστρινέ, μαύρες μπαλαρίνες της με λίγο
τακουνάκι δε βοηθούσαν την ανάβαση, και το όλο κλίμα της ασφυξίας μεγάλωνε
καθώς ήταν καινούριο ζευγάρι και την έσφιγγε στα δάχτυλα. Το αποκορύφωμα;
Διασχίζει την Ερατοσθένους από το απέναντι πεζοδρόμιο ένας κυριούλης ίδια κοψιά
με τον Τζέρεμυ, και με το βάδισμά του φτάνει σχεδόν μισό μέτρο μπροστά της
προπορευόμενος. Η Πέγκυ κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Μαλλάκι γκριζωπό σε ύψος
λίγο πιο κάτω από το αυτί, πυκνό και ενιαίο σε ένα μήκος. Γυαλί στρογγυλό και
γκρίζο, γένι αξύριστο πέντε ημερών, όσο πρόλαβε να τον δει πριν της γυρίσει από
προφίλ, πλάτη για να την προσπεράσει στο πεζοδρόμιό της. Λυγερόκορμος, αν και
με καθαρή φόρμα εργασίας αντί για κομψά ρούχα, και με μια βαριά, κόκκινη,
πλαστική βαλιτσούλα στο δεξί χέρι, σαν αυτή των τοπογράφων (έχουν τέτοιες στη
δουλειά για την προφύλαξη των
μηχανημάτων των εν λόγω μηχανικών) περπατούσε. Και έτσι πως έγερνε από το βάρος
του φορτίου, παίρνει μια στροφή στα δεξιά και μπουκάρει, (μάλλον δε μπουκάρει η
Πέγκυ μπούκαρε τρελαμένη από πίσω του), μπαίνει λοιπόν στον φούρνο που
βρίσκεται στα μισά της οδού.
«Παρακαλώ τι θα πάρετε;» τον ρωτάει η χαζοχαρούμενη
υπάλληλος.
«Γεια σας.»
Είναι και ευγενικό το πουρό μου, ( ε, ναι εδώ δεν
ταιριάζει το μωρό μου , ή το τεκνό μου), σκέφτεται η Πέγκυ, ενώ τον καρφώνει με
τα μάτια της χωρίς να την πάρει είδηση.
Αφήνει λοιπόν ο σωσίας των ονείρων της κάτω την κόκκινη βαλίτσα
και λέει:
«Θα ήθελα ένα τυρόψωμο, παρακαλώ πολύ.»
“Α το βλάχο, τι
είναι αυτό που παρήγγειλε; Καλά στο σπίτι του δεν είχε τίποτα καλύτερο να φάει;
Χάθηκε να πάρει κάτι πιο σικ ρε παιδί μου; Τίποτα παστάκια σοκολάτας; Μια
αραβική πίτα; Κανά κέικ; Ένα κουλούρι έστω; Μα κοτζαμάν Τζέρεμυ; Είναι δυνατόν;” Βούλιαξε στην απογοήτευση η
Πέγκυ. Αμέσως μετά όμως συμμάζεψε τον εαυτό της, ενώ αυτός έψαχνε τα ψιλά στις
τσέπες του για να πληρώσει –μα καλά ούτε
πορτοφόλι δεν κουβαλάει; τα λεφτά έτσι χύμα; από πού μας ήρθε ; πέρασαν στο
μεταξύ αστραπιαία από το μυαλό της τα ερωτήματα. Έπρεπε ωστόσο η
κεραυνοβολημένη Πέγκυ να κάνει τον κόπο να τον δει ενφας, για να πει αν άξιζε
τον κόπο τελικά ή όχι.
«Στο χέρι το θέλετε κύριε;» συνέχισε η υπάλληλος.
«Όχι τυλίχτέ το μου. Θα το πάρω μαζί μου.»
«Ορίστε παρακαλώ.»
«Σας ευχαριστώ. Χαίρετε.»
Και εκεί είναι που τα δευτερόλεπτα παγώνουν και η Πέγκυ με
το στόμα ανοιχτό, και τα σάλια να μην τρέχουν, καθώς και το σάλιο της είχε
σταματήσει προς στιγμήν ν’ αναπαράγεται λόγω της γενικής κολούμπρας, περιμένει
να δει το πρόσωπό του. Και έχει λάβει ευθαρσώς την κατάλληλη θέση εντός του
φούρνου, στη μέση του διάφανου πάγκου με τα σου και τα κοκ, ανάμεσα στο ταμείο
και την έξοδο έτσι ώστε όταν γυρίσει να φύγει ο νυμφίος- Τζέρεμυ να τον κοιτάξει
κατάματα, ίσως και να τον βουτήξει, ανάλογα το θέαμα. Και πως κάνει ο έρημος ο
άνθρωπος να γυρίσει κατά τα αριστερά του, ανασηκώνοντας το βαρύ βαλιτσάκι με το
δεξί, έρχεται και ετοιμάζεται να σαβουριαστεί μπρος τα πόδια της. Τον μάτιαξε η
άτιμη! Και όχι τίποτα άλλο θα συνέπαιρνε μαζί του και τον διάφανο πάγκο με τα
σου και τα κοκάκια και τα εκλέρ, τις τάρτες και δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Το
φαντάζεσαι να λουζόταν με σοκολάτες, καραμέλες, κρέμες και σορόπια από τα μικρά
γλυκίσματα ολόκληρος Τζέρεμυ; Και το Πεγκουλίνι παρέμενε σαν στήλη άλατος, ούτε
ένα χέρι βοηθείας να προτάξει, ήταν μεγάλο σοκ το πόσο ανθρώπινος τελικά ήταν
αυτός ο Τζέρεμυ. Για καλή του τύχη ο άνθρωπος τα κατάφερε να ισορροπήσει μόνος
του, χωρίς έκτροπα. Και σιάζοντας την γκρι φόρμα του, μαζί με την ασορτί
ζακέτα, ενώ η Πέγκυ τον έκοβε από πάνω ως κάτω αποτυπώνοντας την κάθε
ενδυματολογική λεπτομέρεια (άσπρο φανελάκι Palco μέσα από τη ζακέτα, παπούτσια
μαύρα άρβυλα της δουλειάς, λερωμένα, δυο- τρία βραχιολάκια από μαύρο κορδόνι
και πετσί στ’ αριστερό καρπό μαζί μ’ ένα παλιομοδίτικο ρολόι.), την κοίταξε,
χαμογέλασε αμήχανα χωρίς να πει λέξη και έφυγε. Στα δευτερόλεπτα όπου
διασταυρώθηκαν οι ματιές τους, η Πέγκυ πρόλαβε να αποτυπώσει τις ρυτίδες στα
μάτια από την πλευρά των κροτάφων, τις διάσπαρτες άσπρες τρίχες στο γένι και τα
φρύδια, τα εκφραστικά σπασίματα του προσώπου καθώς της χαμογέλασε. Μπα, όχι,
όχι, δεν ήταν τόσο όμοιος με τον Τζέρεμυ, ούτε τόσο κούκλος, πως θα μπορούσε
άραγε;
«Θα πάρετε κάτι;», την διέκοψε η χαζοχαρούμενη υπάλληλος
καθώς την έβλεπε πίσω από την πόρτα ν’ αγναντεύει το υπερπέραν.
«Να σας ρωτήσω…», είπε με περιπαιχτικό ύφος, «Τον κύριο
που μόλις έφυγε τον γνωρίζετε;»
«Όχι.»
«Δηλαδή δεν ξέρετε που μένει;»
«Ούτε.»
«Και πρώτη φορά έρχεται στο φούρνο σας;»
«Έχει έρθει τέσσερις, πέντε φορές. Πρέπει να δουλεύει μαζί
με το συνεργείο απέναντι στην πολυκατοικία που σηκώνεται.»
«Ποια πολυκατοικία τούτη εδώ;», έδειξε με το χέρι της μέσα
από το τζάμι του φούρνου ξαφνιασμένη η Πέγκυ.
«Ναι μάλιστα. Αυτή δίπλα από το μελλοντικό μουσείο.»
«Α, μα αυτή είναι δικιά μας! Εμείς την χτίζουμε!»
«Δικιά σας; Την χτίζετε; Συγγνώμη δεν καταλαβαίνω.»
«Χμ, δεν πειράζει.»
«Τελικά θα πάρετε κάτι; Ή μπήκατε μόνο για τον κύριο;»
«Φυσικά και θα πάρω!», είπε όλο περιφρόνηση και καμάρι η
Πέγκυ, «Μια σοκολατόπιτα του κιλού.»
«Με επικάλυψη μερέντα ή σκέτη;»
«Με επικάλυψη εννοείται! Θα τα κάψουμε απόψε!»
«Γιορτάζετε;»
«Είσαι πολύ έξυπνη τελικά! Το βρήκες!» είπε μ’ ένα
ειρωνικό γελάκι. Και σκέφτηκε, ε ναι
λοιπόν θα το κάψουμε, δεν πειράζει που δεν είναι ίδιος, του μοιάζει, άσε που
έφτασα 30+ μ ’αυτά και μ’ αυτά, και
τελικά ως πότε θα τον περιμένω;
«Θα πάρετε και τίποτα άλλο; Πόσα άτομα θα είστε;» την ξαναδιέκοψε
η υπάλληλος.
“Θα πάρω τον Τζέρεμυ.
Εγώ και αυτός θα είμαστε. Κανείς άλλος!”, ήθελε να απαντήσει αλλά αρκέστηκε σ’ ένα ξερό όχι.
Μετά βούτηξε τη σακούλα με τη σοκολατόπιτα και με βήμα
γοργό και το μυαλό απογειωμένο, ανηφόρισε για το πατρικό της. Αύριο θα είναι η
μέρα της, θα τη στήσει από το πρωί στο εργοτάξιο, θα πει στο θειό της ότι θέλει
να φρεσκάρει λίγο τις γνώσεις της στην εφαρμογή της μελέτης και την κατασκευή.
Μα πως της διέφυγε τόσο καιρό; Μέσα στα
πόδια της να τριγυρνάει ο Τζέρεμυ και να μην τον πάρει χαμπάρι; Tώρα όμως τέρμα οι
αναβολές! Ως εδώ ήταν!
«Τζέρεμυ σου
‘ρχομαι! Αύριο. Και είμαι ολόδικιά σου!»
ανακοίνωσε σχεδόν δυνατά καταμεσής στην οδό Βρυάξιδος μουγκρίζοντας, καθώς
έγλειφε ηδυπαθώς τα δάχτυλά της που είχε ήδη βουτήξει λαίμαργα στην επικάλυψη
μερέντας της σοκολατόπιτας.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου