Αγαπημένη θεία Σωτηρούλα,
Σου γράφω από ‘δω που βρίσκομαι τι μας συνέβη, γιατί αυτά δε
λέγονται, ούτε ομολογούνται τηλεφωνικώς. Φοβάμαι ακόμα να τα ξεστομίσω. Όπως
έμαθες από τη μάνα, είχα κοντά ένα μήνα άρρωστο τον άντρα μου τον Βασίλη,
ταβλιασμένο στο κρεβάτι από υπερκόπωση. Μπήκαν, βγήκαν γιατροί στην κάμαρά του,
‘δώσαν βιταμίνες ακόμα και βοτάνια, ο Βασίλης τίποτα. Ακούνητος και
κοιμισμένος.
Είπα να φτιάξω μία σούπα πριν μια βδομάδα ακριβώς, την Κυριακή
που ‘χε ο μήνας 13, αυτή με τον τριμμένο κιμά μέσα, τη δυναμωτική, από συνταγή
της γιαγιάς Μάρως, πρέπει να την ξέρεις και συ. Μου ΄ρχεται φαεινή ιδέα
να βάλω μέσα και τον γάλο που έστειλες με την μάνα μου από το χωριό. Όταν μου
τον παρέδωσε η μάνα πριν 2 βδομάδες, με τις φούριες του σπιτιού και τον Βασίλη
άρρωστο, τον έχωσα στην κατάψυξη χωρίς καν να τον καθαρίσω. Σκέφτηκα μέσα μου
όταν θα ‘ρθει η ώρα θα τον καθαρίσω, τώρα δεν προφταίνω. Μου ‘πε όμως η μάνα :
«Η θεία σου η Σωτηρούλα σου στέλνει τον πιο διαολεμένο γάλο του κυρ-Βαγγέλη του
κοτοπουλά, που αν τον μαγειρέψεις ανασταίνει ακόμα και πεθαμένους!». Δεν έδωσα τότε
σημασία. Που να ΄ξερα!
Ξεκινάω τώρα να σου εξιστορήσω τι έγινε λοιπόν! Ξημερώματα της
Κυριακής βάζω το τσουκάλι στη φωτιά, κόβω κρεμμύδια από τον κήπο, τα βράζω στο
νερό, τρίβω τον κιμά, βάζω σέλινο, μαϊντανό, ανοίγω μετά την κατάψυξη και βγάζω
τον κοκαλωμένο γάλο.
«Μωρ’ σαν ζωντανός είναι ο άτιμος!», σκέφτομαι ενώ τον
ξεπουπουλιάζω με καυτό νερό. Κάθε φτερό και πούπουλο που ‘βγαζα το νεκρό πουλί
τιναζόταν. Μα δεν λογάριασα τίποτα καθότι ήμουν άυπνη και σκασμένη που δεν
σηκώνεται ο Βασίλης από το κρεβάτι. Βάζω τον γάλο που λες μετά κάτω από τη
βρύση να τον καθαρίσω, αυτός τίναζε τα γυμνά φτερά του λες και ήταν ζωντανός
και πλατσούριζε αχόρταγα στο νερό! Μήστιτί μου κύριε! Του κόβω το λειρί, ακούω
ένα άγριο κρώξιμο και βλέπω δυο κοράκια να στέκονται στην πόρτα της κουζίνας
και να κάνουν χάζι. «Ξούτ παλιόπουλα από ‘δω χάμω!», τα διώχνω συγχυσμένη.
Ξανακοιτάω το γάλο, μου φαίνεται πια το κεφάλι του μεγάλο σαν παιδιού και τα
μάτια του ανοιχτά , ενώ θυμόμουν πως από την στιγμή που τον έβγαλα και άρχισα
να καταπιάνομαι με αυτόν, ήταν κλειστά. «Α να χαθείς διαολόπραμα, δε θα με
τρελάνεις εσύ εμένα!», σκέφτομαι και με πιάνει νευρικό γέλιο. Κόβω το ‘να
φτερό, πλημμύρα τα αίματα στο νεροχύτη λες και ήταν ζωντανό το πουλί και το
πετσόκοβα. Ρίχνω το κομμένο φτερό βιαστικά στη σούπα. Kόβω και το δεύτερο μάνι
μάνι το ρίχνω και αυτό μέσα. Aπό το υπόλοιπο σώμα πετιόταν σαν πίδακας το αίμα
λερώνοντάς μου το πρόσωπο και τα μαλλιά. Η σούπα έγινε πορφυροκόκκινη. Ανοίγω
το συρτάρι να πάρω το μεγάλο κουζινομάχαιρο και μέχρι να πάω πίσω στο νεροχύτη
ο γάλος είχε γυρίσει από μπρούμυτα, ανάσκελα. «Παναγιά μου!» ξεφώνισα. Δεν
φοβήθηκα όμως. Άρχισα να του κόβω αποφασιστικά ένα ένα τα δάχτυλα πριν τον
ξεποδαριάσω τελείως. Κόβω το πρώτο δάχτυλο του δεξιού ποδιού, γαντζώνονται τ’
άλλα με μια κίνηση σπασμωδική και μου γρατσουνάνε βαθιά το χέρι, πάνω από την
παλάμη. «Αααα!», ούρλιαξα. «Γυναίκα τι γίνεται, τι αλυχτάς πρωϊνιάτικα στην
κουζίνα;», αναστήθηκε στο μεταξύ ο άρρωστος σύζυγός μου από την φασαρία και
ρωτούσε. «Δε θα με ξεκάνει εμένα το διαολόπουλο», σκέφτηκα οργισμένη. Παίρνω
που λες το κλαδευτήρι από τον πάγκο της κουζίνας και του κλαδεύω τα υπόλοιπα
δάχτυλα καθώς αυτός με γρατσουνάει και με ματώνει παντού στα χέρια. Τρομάρα
του! Αρχίζει να κουνιέται ολόκληρος πριν του κόψω τα μπούτια από τη ρίζα και το
κεφάλι του γίνεται ακόμα πιο μεγάλο. Παίρνω το κουζινομάχαιρο και του το
καρφώνω στην καρδιά. Πετιέται τότε και γραπώνεται με τα πόδια του που δεν
πρόλαβα να του εξαρθρώσω και με όλο του το κορμί στα μαλλιά μου! «Αααα» τρέχω
στο Βασίλη γεμάτη αίματα « Βγάλ΄τον από πάνω μου!». Ο Βασίλης πετάγεται πάνω
από τα σκεπάσματα και τον ξεμπλέκει με δυσκολία από τα μαλλιά μου. Του δίνουμε
μια και γλιστράει στο πάτωμα και κατευθύνεται στη εξώπορτα. Ανοίγω την πόρτα με
το κεφάλι μεσ΄τα αίματα και πριν προλάβω να τον κλωτσήσω κατρακυλάει μόνος του
από το πλατύσκαλο στη σκάλα και φτάνει στην αυλή. Τρέχει ο σκύλος μας ο Μπομπ
και πριν καλά καλά το καταλάβω αρπάζει με τα δόντια του ένα μπούτι και το
καταβροχθίζει στη στιγμή λαίμαργα. Καταφτάνουν και τα κοράκια από την πόρτα της
κουζίνας που στο μεταξύ έχουν πολλαπλασιαστεί, και έτσι πως είναι ο γάλος
κυλισμένος μεσ΄τα χώματα, ματωμένος και με το κεφάλι του να κάνει σπαστικές
κινήσεις ενώ χτυπιέται για να σωθεί, τον κατατρώνε ζωντανό! «Κρααα, κραα!»,
χαλασμός Κυρίου γίνηκε. Πάω μέσα στο τσουκάλι, βγάζω τις φτερούγες, τις δένω
σφιχτά σε μια σακούλα και τις πετάω με κλειστά μάτια στην ρεματιά που είναι
κάτω από το σπίτι μας. Ταραγμένη από το επεισόδιο μπαίνω στο μπάνιο, πλένω
γρήγορα το κεφάλι μου και μαζεύω ότι έχει απομείνει από τον γάλο, φτερά και
κομμένα δάχτυλα, και τα πετάω στα κοράκια που τον είχαν ήδη εξαφανίσει, ενώ
αναζητούσαν και άλλο από το ξέφρενο φαγοπότι κάνοντας σαν αφηνιασμένα. Περιττό
να σου πω πως καταβρόχθησαν και τα τελευταία απομεινάρια του γάλου βγάζοντας
άναρθρα κρωξίματα.
Το μεσημέρι δίνω τη σούπα στο Βασίλη. Την άλλη μέρα το πρωί
σηκώνεται νωρίς νωρίς να πάει στη δουλειά του τόσο εύρωστος, φτου φτου Παναγιά
μου, όπως δεν τον έχω ματαδεί ποτέ μου. Μα και τόσο νευρικός συνάμα. Σπάει δυο
φλυτζάνια του καφέ πάνω στη βιάση του πριν φύγει. Από τότε είναι περδίκι,
ακούραστος και με τα νεύρα τσιτωμένα. Όταν γυρνάει από τη δουλειά
σβαρνίζει ολημερίς όλα τα δωμάτια και την αυλή και μαστορεύει, μα κάνει και
πολλές ζημιές ταυτόχρονα. Πάει το δώρο του θείου του Τάκη από την Κίνα, έγινε
κομμάτια στα χέρια του Βασίλη τούτο το ακριβό βάζο. Και η κρυστάλλινη
φοντανιέρα της θείας Κίτσας είχε την ίδια τύχη. Αν πεις και για τα ασημένια
κουταλάκια της θείας Πηνελόπης, πήρε να τα γυαλίσει μια μέρα και αυτά, μετά από
μισή ώρα που τα είχε απλώσει πάνω στο τραπέζι, άρχισαν να στραβώνουν ένα ένα. Ο
Μπομπ προχθές έπαθε κρίση, άρχισε να χτυπιέται ανάσκελα και να βγάζει αφρούς,
αλλά το ξεπέρασε γρήγορα και γενικά έχει εξελιχθεί σε πολύ άγριος φύλακας. Στο
σημείο που φάγανε τα κοράκια τον γάλο, ξαναφύτρωσε η φλαμουριά που ΄χα
ξεριζώσει πέρσι γιατί ήταν άρρωστη και θα μου κολλούσε αρρώστεια τα λάπατα του
κήπου. Και στη ρεματιά από κάτω που ‘χει το χαμόσπιτό της η κυρά Στέλλα,
εμφανίστηκε ξαφνικά γάργαρο νερό και πλημμύρισε η αποθήκη της στα καλά του
καθουμένου. Τι να πω! Θεός φυλάξοι! Άλλο κακό να μην μας βρει.
Να με συμπαθάς μα έπρεπε να στα πω για να ξέρεις και συ. Αυτός ο
κυρ- Βαγγέλης ο κοτοπουλάς είναι καλός χριστιανός; Και τα πουλιά του είναι
σίγουρα πλάσματα του Θεού ή….Παναγιά μου βόηθα!
Κλείνω βιαστικά γιατί ο Βασίλης κάτι βροντάει μέσα στο μπάνιο.
Σε ασπάζομαι στο όνομα του Χριστού και της Παναγίας και των 12 αποστόλων μέρες
που είναι. Άλλο τέτοιο πουλί να μην μου ξαναστείλεις.
ΥΓ. Έφερα και τον πάτερ να μας κάνει ευχέλαιο. Το μόνο που έγινε
μετά είναι να σκάσει ο ηλεκτρικός θερμοσίφωνας και να καεί η τηλεόραση.
Η ανιψιά σου
Κατίνα
Περιστέρι, 20 Απριλίου 1971
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου