Το «άπιαστο» ή αλλιώς «άπιστο» ραντεβού
Η
κυρία Μένια ήταν μια ξεχωριστή ύπαρξη στη γειτονιά του κέντρου της Αθήνας που
ζούσε. Πλησίαζε τα πενήντα οκτώ, μα τα χρόνια της ποτέ δεν τα ομολογούσε. Κάθε
πρωί μάζευε τα μαλλιά της σε ένα κλασικό χτένισμα, φορούσε κόκκινο κραγιόν,
ντυνόταν με το νοσταλγικό στυλ της δεκαετίας του ’60 –ταγιεράκι, μεταξωτό
μαντήλι στο λαιμό, χαμηλό τακούνι και μικρή δερμάτινη τσάντα, και πήγαινε στο
γυμνάσιο να διδάξει φιλολογικά. Ω, πόση μαγεία ‘κρύβαν οι λέξεις που ξεπηδούσαν
από την ποίηση του Καβάφη, του Σεφέρη του Σικελιανού. Πόση τόλμη και λυρισμό
ξεχείλιζαν τα Ομηρικά κείμενα. Όταν οι όμορφες φράσεις κυλούσαν σαν δοξασμένα,
καθάρια λόγια μέσα στα αποσπάσματα αρχαίων συγγραμμάτων, πόσο χαρά ένιωθε, μα
και πόση λύπη για τα ιδεώδη ενός θαυμαστού πολιτισμού σαν τον δικό μας που
χάθηκε γρήγορα. Τίποτα το σπουδαίο, το μεγάλο και το ιδανικό δεν μπορούσε να
βρεί σε αυτόν εδώ τον κόσμο, γι’ αυτό και έμεινε γεροντοκόρη. Ήταν
προσκολλημένη στην ιδέα πως ήταν γεννημένη για άλλα θαυμαστά και μεγαλειώδη
πράγματα, όχι ποταπά και καθημερινά.
Η
μόνη της επαφή με τον σύγχρονο κόσμο και την καθημερινότητα που “έτρεχε” σε
γοργούς ρυθμούς, ήταν ο γιός της ξαδέρφης της Έλλης, ο Στέλιος.
«Αμάν
βρε θεία! Πήγαινε και συ παρέα με τα γεγονότα. Ωραία η κλασική σου παιδεία, μα
ο κόσμος προχωράει.»
«Δεν
σε εννοώ Στέλιο μου.»
«Ε
να! Mπες λίγο στο ίντερνετ να μάθεις πέντε πράγματα, ν’ ανοίξει
το μυαλό σου. Τι στο χάρισα το παλιό μου λάπτοπ!»
«Τι
να μου κάνει το ίντερνετ χρυσό μου παιδί; Δεν έχω όρεξη για χάσιμο χρόνου.»
«Πώς;
Θα διευκολύνει τη ζωή σου. Εκεί που θα στήνεσαι στην ουρά να πληρώνεις το φόρο
σου θα το κάνεις μέσω διαδικτύου.»
«Αυτά
είναι για τους μικρούς. Εγώ πηγαίνω στην τράπεζα να πληρωθώ κάθε μήνα και μια
χαρά τα καταφέρνω.»
«Σε
ποια τράπεζα;»
«Στην
εθνική φυσικά. Ούτως ή άλλως μόνο αυτήν εμπιστεύομαι, σαν τον πατέρα μου τον
στρατηγό.»
«Θεία
σύνελθε. Ο στρατηγός αν ζούσε θα ήταν εκατό χρονών.»
«Ε
και τι θέλεις να πεις τώρα; Ν’ αλλάξω
τράπεζα;»
«Όχι
καλή μου. Εθνική θες, εθνική. Πήγαινε κάνε ένα e-banking να
μην στήνεσαι κάθε τρείς και λίγο στην ουρά να πληρώσεις ΔΕΗ, ΟΤΕ, εφορεία.»
«Τι
λες;», έκανε ένα μορφασμό έντονης απορίας η κυρία Μένια, «Και τι είναι το e-banking;»
«Εμ
βέβαια πού να ξέρεις.», είπε και χαμογέλασε περιπαιχτικά ο Στέλιος, και συνέχισε:
«Καλά πήγαινε εσύ όποτε έχεις κενό να πάρεις αυτοπροσώπως τους κωδικούς, και θα
‘ρθω εγώ να σου δείξω με το λάπτοπ τι θα πει ευκολία. Θα σε εκσυγχρονίσω εγώ!»
«Πού
να πάω δηλαδή;»
«Αμάν
βρε θεία! Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό! Στην Εθνική θα πας! Με το που θα μπεις
αριστερά στην είσοδο, όχι στα ταμεία, θα ζητήσεις να κάνεις e-banking. Έτσι
ακριβώς όπως θα στο γράψω εγώ τώρα σε ένα χαρτάκι. Με την ταυτότητά σου. Και
μετά θ’ αναλάβω εγώ. Δεν είναι τίποτα. Θα σου δείξω τι θα πει
τεχνολογία, πολιτισμός!», δήλωσε με στόμφο ο Στέλιος.
Την
επόμενη μέρα η κυρία Μένια λοιπόν ντύθηκε, στολίστηκε και κίνησε για την
αγαπημένη της Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Μπήκε από την κεντρική είσοδο και
έκανε αριστερά όπου βρίσκονταν δύο γραφεία. Στο ένα καθόταν μια νεαρή κοπέλα
και στο άλλο ένας καλοφορμισμένος κύριος. Φορούσε ποντικί μάλλινο κουστούμι και στρογγυλά γυαλάκια στο πρόσωπο. Είχε γκρίζο
μαλλί, σπαστό, χτενισμένο στο πλάι σε μια αυστηρή χωρίστρα γυαλισμένη από το
προϊόν που συμμάζευε τις τρίχες της κεφαλής του.
«Καλημέρα
σας.» είπε γλυκανάλατα η κυρία Μένια, ανακόπτοντας το προσηλωμένο ύφος του
κυρίου που χανόταν ανάμεσα σε δεκάδες έγγραφα.
«Ω
δεσποινίς! Καθίστε! Συγγνώμη ήμουν απορροφημένος.» είπε και υπέδειξε μια μαύρη
υφασμάτινη καρέκλα μπροστά από το γραφείο του.
«Καταλαβαίνω.»
«Σε
τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Να
ένας ευγενικός άνθρωπος με τρόπους, σκέφτηκε η κυρία Μένια. Και την αποκάλεσε
και δεσποινίς, πράγμα που έκανε τα μάγουλά της ελαφρώς να κοκκινίσουν.
«Ξέρετε…»,
κόμπιασε για λίγο «Θα ήθελα να κάνω e-banking.»
«Έκτακτα.
Βλέπω εκτός από ιδιαίτερα όμορφη είστε και ενημερωμένη με την νέα τεχνολογία.»
«Ο
αα..ανιψιός μου με παρότρυνε.», τραύλισε από την αναπάντεχη φιλοφρόνηση η κυρία
Μένια. «Είπε ότι θα με διευκολύνει.» κατέληξε τη φράση της κοφτά.
«Σαφώς.»,
την επιβεβαίωσε ο κύριος, «Και εγώ είμαι εδώ για να σας υποδείξω το πώς.»
«Μάλιστα.»
γέλασε φιλάρεσκα η κυρία Μένια.
«Θα
μπορούσατε παρακαλώ να μου προσκομίσετε τα απαραίτητα έγγραφα για να σας βγάλω
τους κωδικούς;»
«Δηλαδή
ποια έγγραφα χρειάζεστε;»
«Δελτίο
ταυτότητας, εκκαθαριστικό σημείωμα και αποδεικτικό εργασίας ή έγγραφο
μισθοδοσίας.»
«Ω!
Μα δεν τα έχω μαζί μου. Μόνο το βιβλιάριο της Εθνικής από όπου πληρώνομαι κάθε
μήνα έχω.»
«Για
φέρτε το! Μάλιστα. Θα το βγάλει ο μικρός μια φωτοτυπία. Παντελή! Πάρε σε
παρακαλώ παιδί μου.» είπε και έδωσε το βιβλιάριο σε έναν νεαρό που κατέφθασε
γρήγορα στο γραφείο του και συνέχισε: «Όσο για το άλλο μην ανησυχείτε, σας
περιμένω αύριο.»
«Αύριο;»
ρώτησε έκπληκτη η κυρία Μένια.
«Ναι
αύριο την ίδια ώρα. Αν σας βολεύει.»
«Μάλλον
ναι αφού έχω μάθημα στις εννιά. Δε θ’ αργήσουμε πολύ έτσι;»
«Διδάσκετε;»
ρώτησε με θαυμασμό ο κύριος σηκώνοντας τα γυαλάκια του και κοιτώντας την κυρία
Μένια κατάματα.
«Είμαι
φιλόλογος.»
«Α,
τότε θα ‘χουμε πολλά να πούμε!»
«Βρίσκετε;»
«Μα
βεβαίως!» απάντησε ενθουσιασμένος και μετά πιο εγκρατής χαμηλώνοντας τον τόνο
της φωνής του είπε: «Μην ανησυχείτε ωστόσο. Δε θα στερήσω από τους μαθητές σας
την γοητευτική σας παρουσία ούτε λεπτό.»
Σηκώθηκε
από την καρέκλα του και έκανε μια μικρή υπόκλιση προς τα εμπρός.
«Ο
ρεβουάρ λοιπόν δεσποινίς μου. Τα λέμε αύριο την ίδια ώρα.»
«Γεια
σας.» χαιρέτησε και έφυγε καμαρωτή η κυρία Μένια.
Στο
δεκάλεπτο περίπατο μέχρι το σπίτι της σκεφτόταν ευχάριστα αναστατωμένη πόσο
ευγενικός και ιδιαίτερος ήταν αυτός ο κύριος. Και πόσο σπανίζουν οι
προσωπικότητες με ανάλογη καλλιέργεια τη σήμερον ημέρα. Πάντα έλεγε πως ήθελε
να ζει στο παρελθόν όπου θα ήταν πιο εξευγενισμένες, πιο ανυστερόβουλες οι
σχέσεις. Ο έρωτας είχε λυρισμό και οι νέοι είχαν αξίες. Ήξεραν να πλησιάσουν
μια ξεχωριστή γυναίκα σαν και αυτήν. Αλλά τα χρόνια πέρασαν και τώρα είναι μια
μεσήλικας. Όμως αυτός ο κύριος τη συγκίνησε βαθύτατα με τους τρόπους του που
θυμίζουν άλλη εποχή. Μα τι την ήθελε άραγε την ταυτότητα. Για να αποκαλύψει την
ηλικία της; Α, όχι δεν θα το επέτρεπε αυτό. Θα πήγαινε όμως αύριο πάλι στις
οχτώ γιατί ήθελε να τον δει.
Την
άλλη μέρα στις οχτώ, αυτή τη φορά πιο προσεγμένη στο κάπως αναχρονιστικό της
ντύσιμο, κατέφθασε στην τράπεζα. Ο κύριος την καλωσόρισε χαμογελαστός. Φορούσε
ένα μάλλινο, σκούρο μπλε παντελόνι και από πάνω μπλε πουλόβερ με καρό
σχήματα σε ροζ και άσπρο χρώμα που διαχωρίζονταν
από κόκκινες, διάστικτες, λεπτές γραμμές. Σηκώθηκε για να της τραβήξει την
καρέκλα να κάτσει.
«Καλημέρα
σας δεσποινίς μου, σας περίμενα.»
Το
δέρμα του ανέδυε ένα κλασικό άρωμα, από λεμονανθούς από ότι οσμίστηκε η κυρία
Μένια. Θα μπορούσε βέβαια να είναι και η κολόνια “Μυρτώ” που αγόραζαν χύμα οι
παππούδες τη δεκαετία του ‘80 από τα φαρμακεία.
«Ω,
μα είστε πολύ ευγενής.»
«Αλίμονο
σε μια τέτοια παρουσία αν δεν φερθώ καταπώς πρέπει.»
Στη
συνέχεια ο κύριος έκατσε στη γνωστή του θέση, τακτοποίησε πάνω στη μύτη του τα
στρογγυλά γυαλάκια του και τη ρώτησε:
«Λοιπόν
μου φέρατε τα χαρτιά;»
«Βεβαίως,
εδώ τα ‘χω.» είπε και άνοιξε τη μικρή τσάντα της από καφέ καστόρ, όπου τα είχε
διπλωμένα στα τέσσερα.
«Ωραία.
Το εκκαθαριστικό , η μισθοδοσία…και η ταυτότητα;»
«Αλήθεια
τι την θέλετε την ταυτότητα κύριε…πως σας είπαμε;»
«Παύλος
Φωτόπουλος, χαίρω πολύ.»
«Και
‘γω αλλά δε μου είπατε τι την θέλετε την ταυτότητα.» επέμενε η κυρία Μένια.
«Ω,
μα γλυκύτατή μου δεσποινίς για να επιβεβαιώσω τα στοιχεία σας. Δε με
εμπιστεύεστε;» την αφόπλισε με το πιο γοητευτικό του χαμόγελο.
«Μα
ναι. Αλλά τα στοιχεία μου μπορείτε να τα βρείτε και από το σύστημα σωστά;»
«Σωστά.
Αλλά ο προϊστάμενος μου επιμένει σε αυτή την τυπική διαδικασία. Λυπάμαι που σας
ταλαιπωρώ. Θα κάνω μόνο ένα λεπτό, σας διαβεβαιώ. Δεν έχω άλλη επιλογή όπως
καταλαβαίνετε.»
«Καλώς.
Αλλά μετά θα μου δώσετε τους κωδικούς και δεν θα μου ζητήσετε ο,τιδήποτε άλλο.»
«Ω,
μα φυσικά.»
Η
κυρία Μένια έβγαλε την ταυτότητα από την τσέπη του σακακιού του ταγιέρ της και
την άπλωσε διστακτικά στο κύριο Παύλο Φωτόπουλο. Δεν τον κοιτούσε καθόλου όσο
επεξεργαζόταν τα στοιχεία. Αισθανόταν πολύ άβολα καθώς αργούσε πολύ.
«Γεσθημανή
σας λένε; Μα τι υπέροχο όνομα!»
«Σας
ευχαριστώ.»
«Δεν
έχω συναντήσει κάτι τόσο ποιητικό, και πιστεύω συνάδει απόλυτα με την ποιότητα
της προσωπικότητάς σας.»
«Το
πιστεύετε;»
«Μα
και βέβαια. Έτσι σας φωνάζουν;»
«Όχι.
Μένια.»
«Θα
μου επιτρέψετε εγώ να σας φωνάζω Γεσθημανή;» είπε κάνοντάς της τα γλυκά μάτια
ενώ ταυτόχρονα της παρέδιδε την πολυπόθητη ταυτότητα.
«Εντάξει
κύριε Φωτόπουλε. Τελειώσαμε;»
«Παύλος
για σας. Ξέρετε υπάρχει μια έλλειψη αυτές τις μέρες στα μηχανάκια των κωδικών.
Θα μπορούσατε να περάσετε αύριο;»
«Θα
το έχετε;»
«Θα
εξασφαλίσω ένα για σας οπωσδήποτε. Επίσης είναι μια καλή ευκαιρία να σας
ξαναδώ. Αύριο την ίδια ώρα λοιπόν;»
«Εντάξει.»
«Θα
σας περιμένω.» είπε και σηκώθηκε να της τραβήξει την καρέκλα.
«Ω,
ευχαριστώ δεν είναι ανάγκη, μπορώ και μόνη μου.»
«Ευχαρίστησίς
μου!»
Η
κυρία Μένια απομακρύνθηκε μπερδεμένη. Δεν είχαν μηχανάκια; Το κεντρικότερο
υποκατάστημα της συνοικίας που εξυπηρετούσε τόσο κόσμο είναι δυνατόν να μην
είχε στοκ; Τέλοσπαντων της άρεσε το φλερτ του κυρίου Παύλου Φωτόπουλου οπότε
δεν είναι ν’ αναρωτιέται και πολύ για την πραγματοποίηση της αυριανής συνάντησης.
Την
επόμενη μέρα ίδια ώρα, ο κύριος Παύλος
Φωτόπουλος την περίμενε καρτερικά στο πόστο του, αυτή τη φορά φορούσε τουίντ
καφέ κοστούμι. Της κυρίας Μένιας της φάνηκε πιο επίσημος και προσεγμένος
σήμερα. Και αυτός πρόσεξε το συνδυασμό κόκκινου μαύρου στα ρούχα της που τον
έκανε να νιώσει αντιμέτωπος με ηρωίδα κλασικού κινηματογράφου.
«Καλωσήλθατε…Γεσθημανή.
Μου επιτρέπετε να σας μιλάω στον ενικό;»
«Ασφαλώς.»
«Πώς
είσαι σήμερα; Σε τι οφείλω αυτήν την επίσκεψη; Ε, συγγνώμη, ήθελα να πω πόσο
χαίρομαι που σε βλέπω.»
«Παρομοίως.»
είπε χαμογελώντας αμήχανα η κυρία Μένια.
«Συγχώρεσέ
με αγαπητή μου, μα σήμερα είσαι τόσο εξαίσια ντυμένη που χάνω τα λόγια μου.»
«Μην
μου πείτε.»
«Στον
ενικό, παρακαλώ μίλα μου στον ενικό.»
«Μάλιστα.
Από ότι μου είπες εχτές σήμερα θα είχες τον εξοπλισμό για το e-banking.»
«Ω,
μα φυσικά!»
«Ωραία
τότε μπορώ επιτέλους να το έχω, να προχωρήσω και εγώ με τις αποπληρωμές μου πιο
εύκολα;»
«Μα
βεβαίως!»
Η
κυρία Μένια συνέχισε να κοιτάει αμήχανα μέσα στα μάτια τον κύριο Παύλο
Φωτόπουλο. Μα τι έπαθε αυτός αναρωτήθηκε. Κεραυνός τον χτύπησε;
«Λοιπόν;»
ρώτησε επίμονα και τσιριχτά η κυρία Μένια.
«Ναι,
ναι βεβαίως κάπου εδώ βρίσκεται.» είπε και άρχισε να ψάχνει μανιωδώς τα
συρτάρια του πλάγια της καρέκλας του. «Παντελή, για έλα εδώ σε παρακαλώ.»
φώναξε τον μικρό που τον εξυπηρέτησε χτες και μόλις αυτός εμφανίστηκε του
ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί. Ο Παντελής ήρθε ξανά μετά από μισό λεπτό σαν σίφουνας
και αυτή τη φορά ψιθύρισε αυτός κάτι στον κύριο Παύλο Φωτόπουλο.
«Μάλιστα.
Γεσθημανή μου λυπάμαι πολύ. Μας τα πήραν όλα.»
«Μα
πότε πρόλαβαν; Είναι μόλις 8 η ώρα το πρωί.»
«Έχεις
δίκιο. Αλλά κι όμως έχουν μεγάλη ζήτηση.»
«Μπα!»
έκανε ένα μορφασμό δυσπιστίας η κυρία Μένια.
«Πίστεψε
με είσαι η απόλυτη μου προτεραιότητα επί του θέματος. Μα σήμερα κατέστη
αδύνατο.»
«Δυσκολεύομαι
να το πιστέψω.»
«Ω,
Γεσθημανή είσαι γλυκύτατη, δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεσαι τις ευγενέστατες
προθέσεις μου στο πρόσωπό σου.»
«Με
κολακεύεις. Αν και δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου.» είπε περιπαιχτικά η κυρία
Μένια ενώ τα μάγουλά της ήδη άρχισαν αμυδρά να κοκκινίζουν.
Ο
κύριος Παύλος Φωτόπουλος πετάχτηκε τότε με μιας από τη θέση του και σε στάση
προσοχής έδωσε κοφτά την απολογία του.
«Σου
δίνω το λόγιο της τιμής μου. Αύριο θα το ‘χω το μηχανάκι. Να μην με λένε Παύλο
Φωτόπουλο.»
«Αλίμονο!»
«Αν
δεν το έχω αύριο και αθετήσω την υπόσχεσή μου σου δίνω το ελεύθερο να με επιπλήξεις, και να πιστέψεις τα χειρότερα για
μένα.»
«Μαααα…»
«Επιμένω.
Να μην με λένε Παύλο Φωτόπουλο αν δεν το έχω.» είπε και έδωσε μια τυπική
αποχαιρετιστήρια χειραψία στην κυρία Μένια. Η δεύτερη αν και σαστισμένη από την
ξαφνική επισημότητα βρήκε το θάρρος να απαντήσει.
«Αύριο
δεν μπορώ να έρθω οκτώ. Το μάθημα αρχίζει νωρίς. Εννιά με δέκα έχω κενό.»
«Εννιά
με δέκα λοιπόν. Θα σε περιμένω το δίχως άλλο.»
«Καλώς.»
Η
κυρία Μένια σηκώθηκε με το ύφος μιας σταρ και αναπτερωμένο ηθικό, χαμογέλασε
ψυχρά και αποχώρησε.
Ξημέρωσε
η αυριανή μέρα και γύρω στις 7.30 το πρωί η κυρία Μένια ήταν ακόμα στο κρεβάτι
της όταν ένιωσε μια αδιαθεσία. Στροβιλίστηκε δυο τρεις φορές στα σκεπάσματά της
και σκέφτηκε γιατί όχι, σήμερα ας πάρει μια αναρρωτική. Σηκώθηκε μπουσουλώντας,
σχημάτισε με το δάχτυλο στις στρογγυλές εγκοπές τον αριθμό του σχολείου στο
παλιό της τηλέφωνο από μέταλλο και όνυχα, και δήλωσε ασθένεια στον κύριο
διευθυντή. Ξανάπεσε στο κρεβάτι και αποφάσισε να πάει στην τράπεζα
καθυστερημένη. Ωστόσο από τις 9.30 και μετά ένας επίμονος θόρυβος από το
πεζοδρόμιο αναστάτωνε τον ύπνο της. Κάποιο κομπρεσέρ ίσως. Αδύνατο βέβαια ν’
αλλάξει γνώμη και να πάει στην ώρα του ραντεβού στην τράπεζα. Εξάλλου αν ο
κύριος Παύλος Φωτόπουλος ήθελε τόσο να την δει ας έκανε υπομονή μέχρι τη μία,
δε χάλασε ο κόσμος.
Μία
παρά τέταρτο η κυρία Μένια ήταν στο πεζοδρόμιο στην πορεία της προς την τράπεζα
και ανίχνευε την πηγή του θορύβου. Ένας υπάλληλος της ΔΕΔΗΕ ήταν με τα μπούνια
χωμένος σε μία τρύπα και οξυγονοκολλούσε κάτι καλώδια, ενώ ένας δεύτερος
έφτιαχνε τα αναχώματα γύρω από την τρύπα με τα θραύσματα του μπετόν.
«Τι
έχουμε εδώ;» ρώτησε περίεργα η κυρία Μένια.
«Δε
βλέπεις εδώ κυρά μου; Βλάβη!» ακούστηκε η υπόκωφη βοή μέσα από το βάθος της
τρύπας.
Μα
τι ανάγωγος σκέφτηκε και απομακρύνθηκε επιταχύνοντας το βήμα της προς τον
πρίγκηπά της που σίγουρα θα είχε σκάσει από την αγωνία του να την περιμένει.
Μπήκε μέσα στην τράπεζα με βλέμμα ανυπόμονο, αλλά το γραφείο του κυρίου Παύλου
Φωτόπουλου ήταν άδειο. Κατευθύνθηκε στο διπλανό γραφείο που καθόταν η γνωστή
νεαρή υπάλληλος που δεν είχε αποσπάσει ούτε ένα βλέμμα της κυρίας Μένιας σε
όλες αυτές τις επισκέψεις.
«Συγγνώμη
γνωρίζετε πού είναι ο κύριος Παύλος Φωτόπουλος;»
«Ο
ποιός;», είπε απορημένη η κοπελιά σε ένα σύντομο διάλλειμα ανάμεσα στην
τηλεφωνική της γραμμή και έναν κύριο που εξυπηρετούσε.
«Ο
κύριος λέω που έχει το γραφείο δίπλα σας.»
«Α,
μάλιστα. Λείπει. Πείτε μου τι θέλετε να σας εξυπηρετήσω εγώ μετά τον κύριο. Ο
απών πήρε το πρωί και δήλωσε ασθένεια.»
«Εεε,
τίποτα το μηχανάκι για το e-banking θα ήθελα να παραλάβω αλλά μιας και αυτές τις μέρες
έχετε πολύ ζήτηση…»
«Κανένα
πρόβλημα κυρία μου, ζητώ συγγνώμη από τον κύριο, σας το δίνω αμέσως, έχουμε
άπειρο απόθεμα. Θα μου επιτρέψετε να σας εξυπηρετήσω εντός ενός λεπτού, για να
μην καθυστερήσω την κυρία;» ρώτησε η κοπελιά και πριν καν πάρει απάντηση από
τον πελάτη της στράφηκε στην κυρία Μένια.
«Όνομα;»
«Γεσθημανή
Παντοπούλου.»
Η
κοπελιά πληκτρολόγησε κάτι ταχύτατα στον ανοιχτό υπολογιστή της. Στο μεταξύ
είχε ολοκληρώσει την τηλεφωνική της συνδιάλεξη. Μετά σιγoμουρμούρισε κάτι ενώ παράλληλα συνεννοούνταν με τον
Παντελή, το παιδί για όλες τις δουλειές, τι δεν είχε περαστεί σωστά και μετά
είπε στην κυρία Μένια.
«Είστε
έτοιμη. Μόλις σας καταχώρησα σωστά στο σύστημα. Ορίστε το φυλλάδιο με τις
οδηγίες και το μηχανάκι.»
«Μέσα
σε αυτό το μικρό κουτί είναι;»
«Μα
ναι τι νομίσατε;»
«Όχι
τίποτα να…»
«Με
θέλετε τίποτα άλλο γιατί πρέπει να εξυπηρετήσω τον κύριο που του κλέψαμε τη
θέση.»
«Όχι
ευχαριστώ.»
Σε
ένα βορειότερο προάστιο της πόλης, την ίδια στιγμή ο κύριος Παύλος Φωτόπουλος
οδηγούσε για να πάει στον κουρέα του να
του τιθασεύσει την κώμη. Δεν είχε πολύ διάθεση σήμερα γι’ αυτό και δήλωσε
ασθένεια. Και όσο για την Γεσθημανή ε, ας βρισκόντουσαν από Δευτέρα. Αν ήταν
τόσο ευγενική και καλλιεργημένη ψυχή όπως έδειχνε, θα κατανοούσε. Πάνω εκεί που
έκανε αυτή τη σκέψη ένα ασημί Όπελ παραβίασε ένα στοπ και έπεσε πάνω στην πόρτα
του οδηγού. Το “κρακ” της λαμαρίνας ταυτίστηκε ηχητικά με το “κρακ” του
αριστερού του αγκώνα και έναν οξύ πόνο που σηματοδοτούσε το σπάσιμο του χεριού
του. Όση ώρα περίμενε το ασθενοφόρο σκεφτόταν την ατυχία του να πάθει κάτι
τέτοιο. Από την άλλη βέβαια ήταν η ευκαιρία να ζητήσει λόγω σωματικής βλάβης να
μετατεθεί στο υποκατάστημα της Νέας Ερυθραίας που χρόνια επιθυμούσε. Ήταν μια
καλή προοπτική από το να κατεβαίνει καθημερινά κέντρο, να χάνει χρόνο στο
παρκάρισμα και να κουράζεται. Είχε λοιπόν το λόγο του το σημερινό συμβάν από
κάποια οπτική.
Η
κυρία Μένια κάνοντας τον δεκάλεπτο περίπατο από την τράπεζα στο σπίτι της
επεξεργαζόταν το μικρό μηχανάκι και αναρωτιόταν. Μα καλά τόση καθυστέρηση γι’
αυτό το παιχνιδάκι; Και ο κύριος Παύλος Φωτόπουλος τι έπαθε και δεν ήταν πιστός
στο ραντεβού τους άραγε; Αφηρημένη μέσα σε αυτούς τους συλλογισμούς ξέχασε την
τρύπα και τα αναχώματα και στραμπούληξε τον δεξί της αστράγαλο ανάμεσα στις
σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου. Άφησε ένα λιποθυμικό «Ω!» καθώς οι εργάτες
της ΔΕΔΗΕ την ανασήκωναν από τους ώμους. Την τοποθέτησαν στην άκρη του
πεζουλιού, της έδωσαν νερό και υπό τις οδηγίες της κάλεσαν την ξαδέρφη της. Όσο
περίμενε την ξαδέρφη της να έρθει, σκεφτόταν πως τώρα πια στην κατάσταση της
όλα θα τα έκανε μέσω e-banking από
το σπίτι με τη βοήθεια του ανιψιού της. Καλύτερα. Θα κουραζόταν λιγότερο συγκριτικά
με τα σούρτα φέρτα στην τράπεζα τόσα χρόνια. Βέβαια αν ήταν πιστή στην ώρα του
ραντεβού της ίσως να μην έπεφτε στο χαντάκι. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα…
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου