Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Νεαρή γυναίκα μόνη στην παραλία…γράφει (Συγγραφή Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου)

Νεαρή  γυναίκα μόνη στην παραλία…γράφει

Ομπρέλα 46. Αυτή διάλεξα. «Μα καλά από όλη την παραλία αυτήν την στραβή διάλεξες;», θα έλεγε η μητέρα μου.
«Ναι», θα απαντούσα, «γιατί έχει κάτι το ιδιαίτερο.»
«Ναι», θα μου αντιγύριζε, «είναι στραβή, μ’ ανεμοδαρμένη στεφάνη, που τα καλάμια της έχουν ξεφτίσει από τον ήλιο και την αλμύρα.»
«Όντως», θα απαντούσα, «αλλά αυτή μ’ αρέσει.»
«Ναι», θα επέμενε η μητέρα μου, «αλλά έχω να πω, πως όλες οι άλλες οι ίσιες δε σου ‘κάναν, αυτή βρήκες να διαλέξεις επειδή είναι ανέμελη και έχει τα “μυαλά” πάνω από το κεφάλι, σαν και σένα.»
Πράγματι, σκέφτομαι, γιατί ό όμοιος στον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα, όπως λέει η σοφή λαϊκή παροιμία. Ίσως να τη διάλεξα γιατί το άθροισμα των ψηφίων του αριθμού της, 4 και 6, κάνει 10 (4+6=10). Δηλαδή σε γράμματα αλφαβήτου Κ , το δέκατο γράμμα στη σειρά, και Α το πρώτο , καθώς 1+0=1. Από Κ είναι το όνομα του πατέρα μου και από Α το δικό μου.
Σε τελική ανάλυση όμως ποιος νοιάζεται για την ομπρέλα; Ας είναι και αυτή θεόστραβη σαν την τύχη μου. Από την άλλη πλευρά, ένα στοιχείο που με τράβηξε είναι ότι τη μοναδική έξτρα λαρτζ ξαπλώστρα, που βρίσκεται κάτω από την διαστρεβλωμένη σκιά της, τη διακοσμούσε ένα ριγωτό, σε σχήμα βεντάλιας, κοχυλάκι με διαβαθμίσεις του καφέ- μπεζ- άσπρου χρώματος σε κάθε αυλακιά του. Στο σύνολό τους 26 πτυχώσεις έχει, πράγμα που μ’ έκανε να ενθουσιαστώ σαν παιδί μόλις το ανακάλυψα. Ίσως να το έχει αφήσει κάποιος εκεί σαν μήνυμα, σαν κρυφό σημάδι που να υπονοεί κάτι.
«Πάψε να πιστεύεις στα σημάδια του καιρού.», θα με διέκοπτε η μητέρα μου από την ονειροπόληση του τυχαίου που κρύβει κάτι προφανές, και θα συνέχιζε, «Είσαι 32 χρονών και ακόμα να προσγειωθείς. Όλες οι φίλες σου βρήκαν άντρα, σωστή δουλειά, κάνε κάτι και συ, κουνήσου, τίποτα δε θα σου ‘ρθει έτοιμο από τον ουρανό!».
Είναι σαν να την ακούω. Ουφ, και υποτίθεται πως ήρθα εδώ στην πιο απομονωμένη παραλία της περιοχής, εγώ και η μοναξιά μου, για να τα βρω με τον εαυτό μου. Και τα λάθη επιμένουν να με κυνηγούν μέσα από την επιτακτική, φανταστική φωνή της μητέρας μου.
Το αφεντικό μου, εκεί που είχα υπολογίσει πως θα μου έκανε αύξηση αφού παρακολούθησα τα σεμινάρια στατιστικής που ήθελε να εφαρμόσει στην εταιρεία, με μείωσε στα 500 ευρώ πριν το καλοκαίρι. Δεν μου έδωσε κάποια αιτία για τη πράξη του αυτή, παρ’ όλο που γνωρίζει πως συντηρούμαι μόνη μου.
«Φταίς εσύ.», θα έλεγε η μητέρα μου, «Έπρεπε να είχες φύγει προ πολλού να είχες βρεί αλλού δουλειά, με καλύτερες απολαβές.». Ναι σίγουρα, λες και είναι τόσο εύκολο, θα ανταπαντούσα ή έστω θα το σκεφτόμουν ως απάντηση από μέσα μου, σιωπηλά.

Όμως ας το πάρουμε το πρόβλημα από την αρχή. Σήμερα είναι 26 Αυγούστου (δηλαδή αν από το νούμερο 46 της ομπρέλας αφαιρέσεις από το δεύτερο ψηφίο το πρώτο βγαίνει 2 (6-4=2). Και αν αφήσεις το δεύτερο ψηφίο ανέπαφο 26. Άν τώρα το 2, που είναι η διαφορά του 6 από το 4, το προσθέσουμε στο δεύτερο ψηφίο της ομπρέλας, μας δίνει άθροισμα το 8. (6+2=8). Το δεύτερο ψηφίο της ομπρέλας είναι αυτό που κρατάμε ανέπαφο, ως μειωτέος ή αφαιρετέος αριθμός. Επομένως έχουμε 26-8 (είκοσι έξι Αυγούστου)- ωραία σύμπτωση! Όπως και οι 26 πτυχώσεις του κοχυλιου!).
Υποτίθεται πως στις διακοπές είναι ευκαιρία να τα διορθώσεις όλα. Ωστόσο, από πού να ξεκινήσω;
Όλες οι φίλες μου από το μαθηματικό είναι διαιρεμένες σε 3 απόλυτα μαθηματικά υποσύνολα ίσου αριθμού ατόμων. Οι 4 έφυγαν εξωτερικό προς αναζήτηση καλύτερης εργασίας. Οι 4 παντρεύτηκαν. Και οι άλλες 4 ζουν από τα λεφτά του μπαμπά τους και κάνουν και κανένα ιδιαίτερο πού και πού για να λένε ότι δουλεύουν. Δυστυχώς την τελευταία πολυτέλεια δεν είναι στο χέρι μου να την αποκτήσω, καθώς έχασα τον πολύτιμο πατέρα μου πριν από 10 χρόνια. Οπότε αφαιρείται ως πιθανότητα για τη δική μου περίπτωση.
Και αν δεν είναι στο χέρι σου να διορθώσεις τα πάντα ή έστω τα βασικά στις διακοπές τι γίνεται;
«Πώς δεν είναι δηλαδή; Μαθηματικός δεν είσαι; Βάλε τη λογική σου να δουλέψει λοιπόν, βρες λύση.», θα έλεγε με το καυστικό της ύφος η μητέρα μου.
«Ακριβώς επειδή όλα δεν ερμηνεύονται με λογική και πράξεις διάλεξα να γίνω μαθηματικός. Μήπως και ερμηνεύσω τα ανεξήγητα.»
«Ά εσύ παιδάκι μου δεν πιάνεσαι με τίποτα!» θα σχολίαζε η μητέρα μου σίγουρα, κλείνοντας απηυδισμένη την κουβέντα.  

Αποξεχνιέμαι βουτώντας τα πόδια μου στην χοντρόκοκκη άμμο. Είναι μπεζ και άπειρη. Στην παραλία, στο τμήμα που δεν έχει ξαπλώστρες, ένα τσούρμο από 20χρονα (4 κοπέλες και ανάμεσά τους 3 αγόρια) είναι σε πλήρη σχεδόν παραλληλία, τοποθετημένα μπρούμυτα, το ένα δίπλα στο άλλο. Πρέπει να είναι ή παιδιά ντόπιων, ή παιδιά γονέων που έχουν τα εξοχικά τους εδώ. Γελάνε και πειράζονται ανέμελα ενώ το αεράκι από τη θάλασσα τους αναστατώνει ελάχιστα τα μαλλιά. Άραγε το σώμα μου θα είναι ακόμα σφριγηλό σε 5 χρόνια όπως των 20χρονων; Όχι τίποτα άλλο, απλά επειδή η μπογιά μου πέρασε και πως θα τυλίξω κανέναν, όπως λέει και η μητέρα μου.
Γελάω μόνη μου ειρωνικά. Να δεις που οι θεωρίες της μητέρας μου ξεπηδούν ασυνείδητα από παντού, μέσα από το μυαλό μου, χωρίς να το ελέγχω. Όχι πως με νοιάζει αν θα μείνω μόνη, αλλά το καλοκαίρι θα φύγει και ‘γω το Σεπτέμβρη πρέπει να είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω τη νέα χρονιά. Μόνο που δεν μου προσδιόρισε κανείς πόσο ακριβώς του Σεπτέμβρη 5, 10, ή 15; 4, 8 ή 16; ‘Η 24 ή μήπως 26; Και ο Μαρίνος που με παράτησε ανήμερα της γιορτής του, 26 Ιουλίου, ακριβώς ένα μήνα πριν, δεν μου είπε πότε ακριβώς και αν υπολόγιζε την επανασύνδεσή μας. Φαντάζομαι πως με αφορμή αυτό το εορταστικό κλίμα καταμεσής του καλοκαιριού, ήθελε να βγεί και να ξενυχτήσει με τα φιλαράκια του, να περάσει το υπόλοιπο καλοκαίρι του ελεύθερος, και να θυμηθεί τις παλιές του συνήθειες.

Δεν ξέρω ποια αλγοριθμική σειρά μπορεί να μου δώσει την ακρίβεια των αποτελεσμάτων της ζωής μου, που με τόση αγωνία περιμένω.

Δικαιολογημένα μπορώ να πώ πως υπέπεσα στην αμαρτία να ψάξω στα ιντερνετικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να βρώ πως ο Μαρίνος φλερτάρει, θέλοντας να ανοίξει ερωτικές παρτίδες σε νέα γεωγραφικά πλάτη και μήκη. Εγώ από την άλλη αδυνατώ να εμπλουτίσω την συναισθηματική μου ζωή μέσου διαδικτύου και προγραμμάτων που είναι έξω από τις δικές μου γνώσεις.

Έχει πάει πέντε το απόγευμα. Ο ουρανός ξεδιάλυνε και μετέτρεψε τα σύννεφα που έφτιαχναν ως τώρα μια συμπαγή συστάδα, σε ακαθόριστα σχήματα. Το μικρό κύμα σκάει δυνατά στην ακροθαλασσιά. Ψηλαφώ το ιδιαίτερο κοχυλάκι και ακούω πάλι τη φωνή της μητέρας μου. «Πάψε να πιστεύεις στα σημάδια!».
Ο σερβιτόρος, ένα ψηλό, ξανθό, ηλιοκαμμένο παλικάρι βαράει μύγες, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο άδειο μπιτς μπαρ ενώ η μουσική παίζει σε χαλαρούς ρυθμούς το “I cant help falling in love with you” σε διασκευή των UB40. Πριν καμιά ώρα τον είχα ρωτήσει αν έχει κανένα στυλό ν’αραδιάσω τις σκέψεις μου. Είχε μόνο ένα για να γράφει τις ανύπαρκτες παραγγελίες του, αλλά δεν ήθελα να του το στερήσω, καθώς ο χρόνος που θα μου ‘παιρνε να εκτονωθώ γράφοντας ήταν και είναι ακαθόριστος.
Έχω πιαστεί από ώρα στην ξαπλώστρα σκυμμένη να γράφω στο κινητό μου αντί στο χαρτί του περιοδικού μου, λόγω έλλειψης στυλό. Σηκώνομαι αποφασιστικά με το κοχυλάκι στο χέρι, πάω στον σερβιτόρο και τον ρωτώ: «Έχει και άλλα τέτοια στην παραλία;», δείχνοντας το θαυμαστό μου εύρημα.
«Ναι. Αν βουτήξεις στα ρηχά, δεξιά στην μύτη που κάνει η αμμουδιά, θα βρείς πολλά τέτοια.»
«Δε σε ρώτησα και πώς σε λένε.»
«Αλέξανδρο.»
«Σε 4 μέρες γιορτάζεις δηλαδή.», σκέφτομαι δυνατά και μετά υπολογίζω πως πρέπει να είναι γύρω στα 28. Που σημαίνει 4 χρόνια μικρότερος από εμένα. Πάλι ο αριθμός 4. Ή μήπως να ‘ναι 26; Δε βαριέσαι.
Φεύγω καταχαρούμενη για να βουτήξω στο σημείο που μου υπέδειξε.


Μέχρι να δύσει ο ήλιος έχω βρει τουλάχιστον μία 16άδα κοχύλια σε διάφορα μεγέθη, όμοια όμως μεταξύ τους στο σχήμα. Ωραία θα ξεκινήσω για το μπαρ, αφού στεγνώσω, και πάνω στον άδειο πάγκο θα σχεδιάσω μία σπείρα που το κέντρο της θα ξεκινάει από το μικρότερο κοχύλι και θα καταλήγει στο +: (+άπειρο) ή μήπως στο -:(-άπειρο); Και ο Αλέξανδρος θα μου δανείσει το στυλό του, αλλά αυτή τη φορά θα γράψω ένα ποίημα χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, χωρίς σκοπό, πέρα από νικητές και ηττημένους που κάνουν λογικές επιλογές.
Πριν προλάβω να τελειώσω τη σκέψη μου, έρχεται ο Αλέξανδρος στην ξαπλώστρα μου και μου δίνει το στυλό του.
«Πάρ’ το δε θα το χρειαστώ.»
«Ευχαριστώ…με αντάλλαγμα;», τον ρωτάω πονηρεμένη.
«Να μου πείς τι ήθελες να γράψεις.»
«Και αν δε μπορώ να σου πω; Αν αλλάξω γνώμη στην πορεία;»
«Γράψε κάτι τότε για μένα, και ‘γω θα σου κάνω ένα ωραίο σχέδιο με αυτά τα κοχύλια που ψάρεψες και έχω μανία να συλλέγω.»
«Σύμφωνοι!», απαντώ ενθουσιασμένα και πέφτουμε και οι 2 με τα μούτρα στη δουλειά.
Η μουσική από τα ηχεία έχει κολλήσει στο ίδιο τραγούδι και οι στίχοι που ακούγονται τώρα υπονοούν ένα ξεχωριστό μήνυμα:
“….Darling so we go,
 some things were meant to be
 take my hand take my whole life too,
 I can’t help falling in love with you.”*



ΤΕΛΟΣ






*Ελέυθερη μετάφραση
«…Αγάπη μου έτσι προχωράμε
Κάποια πράγματα ήταν γραφτό να γίνουν
Πάρε το χέρι μου και τη ζωή μου
Δε μπορώ να μην σ’ ερωτευτώ.» 




το τραγούδι της ιστορίας!**!


Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Λεωφορείο 81- Malatesta (Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου)

Λεωφορείο 81- Malatesta

        Malatesta- στη δική μου διάλεκτο θα πεί άσχημη γεύση, πικρή ή κάτι τέτοιο νομίζω. Τώρα που το σκέφτομαι, ναι, μπορώ να το συνδυάσω μ’ αυτή την «φαρμακερή» αίσθηση απογοήτευσης που μ’ άφησε το απρογραμμάτιστο ταξίδι στην Ρώμη με την αγαπημένη μου Ισαβέλλα.
        9 με 14 Απριλίου είχε σχεδιάσει η Ισαβέλλα να πάει στη Ρώμη για να παρακολουθήσει μια υπαίθρια έκθεση γλυπτών στις πλατείες της Αιώνιας Πόλης. Έχουμε πολλά κοινά όσον αφορά την αγάπη για την τέχνη και την λογοτεχνία, και ίσως γι’ αυτό της πρότεινα αβίαστα να την συνοδεύσω. Εκείνη δέχτηκε θερμά, αν και η παραμονή μας εκεί έδειξε πως ήταν μεγάλο λάθος η σκέψη μου αυτή.
        Η Ισαβέλλα είναι άνθρωπος πρακτικός, δουλεύει χρόνια μεταφράστρια, από τα ισπανικά στα αγγλικά και τα ιταλικά, και βγάζει ένα δυνατό εισόδημα. Εγώ από την άλλη, με το πάθος μου για μουσική, ακολουθώ τ’ όνειρό μου, κάνοντας διάφορα live με κιθάρα, αλλά παράλληλα αναγκάζομαι να δουλεύω και σαν σερβιτόρος σε εστιατόριο για τα προς το ζην, και πάλι μετά δυσκολίας τα καταφέρνω. Η Ισαβέλλα ήταν πάντα δύσπιστη ως προς το επαγγελματικό μου μέλλον , κρίνοντας την τακτική μου, αλλά ξέρω καλά πως τη σχέση μας τη δένει έντονο πάθος και βαθιά αγάπη παρά τις διαφορές μας που πάντα οδηγούσαν σε ομηρικούς καβγάδες.
        Στη Ρώμη όμως τα πράγματα πήραν μια απρόσμενη πορεία. Φτάσαμε στην ώρα μας, το ξενοδοχείο το βρήκαμε εύκολα , και ήταν όλα στην εντέλεια όπως ακριβώς τα είχε οργανώσει η Ισαβέλλα. Ξεχυθήκαμε στους δρόμους, ο καιρός ευνοούσε, με το χάρτη στο χέρι ν’ανακαλύψουμε την πόλη. Τουρίστες από όλα τα έθνη σε ατελείωτες χαοτικές διαδρομές προς Κολοσσαίο, προς Βατικανό, σε τζελατερίες και τρατορίες. Μια ατελείωτη ροή, χωρίς αρχή και τέλος. Της ζήτησα να πάμε κάπου πιο απόμακρα, αφού είχαμε δεί αρκετά από τα εκθέματα που ήθελε να θαυμάσει. Δέχτηκε, χωρίς όμως ενθουσιασμό, αποφεύγοντας να με κοιτάει στα μάτια. Ήμουν εκεί δίπλα της και αυτή έδειχνε σα να ήθελε να ξεφύγει από την παρουσία μου. Πήραμε το δρόμο κατά μήκος του ποταμού Τίβερη, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Ήθελα να της πιάσω το χέρι, να της χαϊδέψω τα μαλλιά, όμως δε μπορούσα, προπορευόταν γοργά με την δικαιολογία πως θέλει να εξερευνήσει και άλλα αξιοθέατα από τη δυτική πλευρά της Ρώμης, πριν σκοτεινιάσει. Φτάσαμε στην γέφυρα των Αγγέλων ακριβώς μόλις άναβαν οι ρομαντικοί φανοστάτες.
«Τελικά θα μ’ αφήσεις να σε πιάσω, να βγάλουμε μια φωτογραφία; Θα κάτσεις λίγο να σε αγκαλιάσω;»
«Χαχα», έπνιξε ένα ειρωνικό γελάκι, «Σοβαρέψου Ενρίκε, εδώ ήρθαμε να δούμε τη Ρώμη και συ θέλεις να παίξουμε τις μελισσούλες. Κάνεις σαν μωρό παιδί…»
«Και γιατί το ένα να πρέπει να αναιρεί το άλλο;», την διέκοψα πριν ολοκληρώσει τη φράση της.
Η Ισαβέλλα τότε μούτρωσε, πήρε αυτή την αγριεμένη και επαναστατική έκφραση στο πρόσωπο που υπαινίσσεται την καταλανική της καταγωγή και άνοιξε το βήμα. Αφήσαμε το Castelo degli Angeli πίσω μας και περάσαμε από την άλλη πλευρά του ποταμού να πάρουμε το λεωφορείο για το ξενοδοχείο χωρίς να αλλάξουμε μιλιά.
        Τα βράδια πέφταμε για ύπνο με το παράθυρο ανοιχτό και τη σελήνη να φωτίζει το δωμάτιό μας που ήταν ανατολικό. Αλλά και εκεί οι προσπάθειές μου για ρομάντζο δεν απέδωσαν.
«’Ελα τροβαδούρε του έρωτα κοιμήσου τώρα, είμαι πολύ κουρασμένη και αύριο έχουμε πολύ πράγμα να δούμε», μου απαντούσε συνήθως μισοαστεία μισοσοβαρά.
        Μεσολάβησαν και άλλες επισκέψεις, στη Fontana di Trevi, όπου παρά τις προτροπές μου, η Ισαβέλλα αρνήθηκε να πετάξει κέρμα κάνοντας ευχή, στην Piazza Navona με τους καλλιτέχνες του δρόμου να προσφέρουν διάφορα θεάματα και ακούσματα, στην Piazza del Popolo όπου ο κόσμος που σύχναζε και οι συνήθειές του ήταν πολύ μακριά από την τσέπη μου. Ένα δειλινό σκαρφαλώσαμε και στο Καπιτώλιο. Ήταν τόσο ειδυλλιακά. Το φως του ηλίου αποχαιρετούσε τις προοπτικές των κτιρίων, τις στέγες, τις μαρκίζες, τα έξεργα παράθυρα, τα σκαλιά, γεμίζοντας σκιές τον ανοιχτό χώρο. Η Ισαβέλλα όμως στεκόταν ακλόνητη και αποστασιοποιημένη, όπως τα μαρμάρινα αγάλματα που κοσμούσαν την πλατεία. Οι κινήσεις της κοφτές, στατικές και παγωμένες. Είχε γύρει στον εξώστη του κεντρικού κτιρίου, με τις γάμπες να παίζουν μηχανικά εναλλάξ ανάμεσα στις μπαλούστρες, τους αγκώνες στηριγμένους στο στηθαίο και το βλέμμα αγέρωχο μπροστά να κοιτάει το είδωλο του έφιππου Μάρκου Αντωνίου και τη δύση.
«Τι έχεις;», τη ρώτησα.
«Σαν τι να ‘χω; Γιατί δε μ’αφήνεις ν’απολαύσω τη στιγμή;»
Δεν απάντησα και λίγο αργότερα φύγαμε.
        Το τελευταίο βράδυ, μιας και είχαμε δεί όλες τις εκθέσεις, περιπλανηθήκαμε άσκοπα στα στενά της βόρειας Ρώμης, μέχρι που βγήκαμε κατά τύχη στο ψηλότερο σημείο της Piazza dEspagna. Η Ισαβέλλα άλλαξε διάθεση, γλύκανε, της άρεσε πολύ το μέρος, η εκκλησία, οι πλανόδιοι ζωγράφοι που αποτύπωναν εντυπώσεις και πορτρέτα κάτω από το κίτρινο φως των φαναριών, ο κόσμος που ανεβοκατέβαινε τη μνημειώδη σκάλα, οι παρέες που κάθονταν στα μαρμάρινα πλατύσκαλα και έτρωγαν, έπιναν, γελούσαν ή τραγουδούσαν.
«Άσε με εδώ.» είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Κάτσε όσο θες.» της απάντησα χαμογελώντας.
Ρούφηξε με τα μάτια της το σταθερό και το κινητό τοπίο και όταν κατάλαβα ότι χόρτασε την άρπαξα από το χέρι και της είπα: «Τώρα θα σε οδηγήσω εγώ.». Χαθήκαμε μέσα σε δρομάκια, μ’ ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι από όπου πίναμε και οι δυο, φιληθήκαμε με πάθος και αγκαλιαστήκαμε κάτω από τα κατάφυτα αναγεννησιακά μπαλκόνια. Η ώρα πέρασε, ανακαλύψαμε τυχαία μια στάση λεωφορείου σε ένα άγνωστο διπλό δρόμο. Τσέκαρα την ταμπέλα.
«81 μας κάνει;»
«Ναι, αυτό μας αφήνει έξω από το ξενοδοχείο.»
Τα λεπτά περνούσαν το 81 δεν εμφανιζόταν. Ρωτήσαμε κανά δυό περαστικούς μας είπαν ότι περνούσε πιο αραιά από εδώ λόγω ότι είναι απομακρυσμένο το σημείο. Μετά από ένα τέταρτο πρότεινα στην Ισαβέλλα να κατευθυνθούμε προς το κέντρο για να βρούμε μια πιο πολυσύχναστη στάση.
«Όχι!», μου απάντησε πεισματικά, «θα περιμένουμε εδώ!»
«Τι εννοείς;»
«Τι εννοώ; Ορίστε χαθήκαμε!»
«Ε ωραία πάμε πίσω στο κέντρο τότε.»
«Όχι Ενρίκε, δε θα πάμε πίσω, δε γίνεται να πάμε πίσω, όπως δε γίνεται να πάμε πίσω τη σχέση μας, από την αρχή.»
«Τι σχέση έχει αυτό τώρα; Έχεις πιεί;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι έχω πιεί, εσύ με πότισες, και τώρα δεν αναλαμβάνεις το λάθος.»
«Ποιο λάθος; Ότι χαθήκαμε;»
«Ότι με έκανες να χαθώ και να χάσω τον εαυτό μου.»
«Ισαβέλλα σύνελθε, τι είναι αυτά που λες.»
«Δε θα συνέλθω. Τρία χρόνια σε περιμένω να συνέλθεις και να ωριμάσεις. Βαρέθηκα να γυρνάς χωρίς σκοπό και στόχο με μια κιθάρα στον ώμο, να πετύχεις τι;»
«Κάποτε, όταν γνωριστήκαμε, αυτό σ’ άρεσε.»
«Ναι κάποτε κυνηγούσες το όνειρό σου, και αυτό σε έχει κάνει τώρα να πάψεις να κυνηγάς εμένα και τα θέλω μου. Όλα πρέπει να τα αναλαμβάνω εγώ μέχρι να στρώσει η ζωή σου. Η συγκατοίκηση, οι υποχρεώσεις, ως πότε Ενρίκε;»
«Μα κάνω ότι καλύτερο μπορώ.»
«Δεν φτάνει, καιρός να το δεχτείς. Μ’ έχει κουράσει να κυνηγάς μια καριέρα που δεν ξέρω καν αν θα υπάρξει ποτέ.»
«Γιατί είσαι τόσο άδικη;»
«Γιατί εγώ προχώρησα και εσύ ακόμα προσπαθείς και μ’ εκνευρίζεις!»
«Πάντα σε ακολουθώ και στο απέδειξα. Τι παράπονο έχεις;»
«Ασ’το δεν πρόκειται να καταλάβεις.»
«Τι να καταλάβω;»

Κάπου εκεί έφτασε το λεωφορείο ερχόμενο από το πουθενά, και προσέχοντας τα κίτρινα ψηφιακά γράμματα ψηλά στην πρόσοψη, 81-Malatesta, σκέφτηκα «Τι ειρωνία!». Όλη η διαδρομή πίσω στο ξενοδοχείο μου φάνηκε αιώνας. Η βραδιά δε κυλούσε, χάζευα την κουρτίνα που σάλευε από το αεράκι που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο, βαθιά πικραμένος. Κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα, πρέπει να μ’ είχε πάρει ήδη ο ύπνος, ένιωσα χάδια στο λαιμό μου και τα μαλλιά, και άκουσα ψιθύρους. Ήταν η Ισαβέλλα. Έκλαιγε βουβά και με φιλούσε με τα βρεγμένα της χείλη. Ίσα που πρόλαβα να της πω : «Μη στεναχωριέσαι αγάπη μου, όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις.» μέσα στο χείμαρρο των λυγμών και του πάθους της που άναψε ξαφνικά.
        Το επόμενο πρωί φύγαμε. Η αίσθηση ωστόσο παρέμενε πικρή και η Ισαβέλλα πάλι απόμακρη. Φτάσαμε στη Μαδρίτη, και μετά από δύο μέρες η Ισαβέλλα ανέβηκε στη Βαρκελώνη να δεί τους γονείς της. Κάθισε παραπάνω από το συνηθισμένο, και με ένα τηλεφώνημα μου επιβεβαίωσε αυτό που φοβόμουν, ότι δε μπορούσαμε να είμαστε πλέον μαζί. Το πήρα βαρέως αλλά δεν ήθελα να της το δείξω για να μην την πιέσω. Μετακόμισε αλλού μόνη της μέσα σε τρείς βδομάδες. Εγώ, αφού πέρασα μια μικρή κατάθλιψη στο σπίτι των γονιών μου στη Βαλένθια όπου κατέφυγα για λίγο, επέστρεψα στο διαμέρισμα στη Μαδρίτη που μέναμε μαζί και το διαμόρφωσα σαν εργένικο. Συνέθεσα και τρία τραγούδια που έκαναν μια μικρή επιτυχία με αποτέλεσμα να κλείσω για όλο το χειμώνα σε ένα αξιοπρεπές μαγαζί όπου θα παίζω σόλο κάθε σαββατοκύριακο. Αρνούμαι ακόμα να δεχτώ πως τελειώσαμε τόσο απλά, και πόσο άτυχος στάθηκα στο ταξίδι μου στη Ρώμη με την αγαπημένη μου…


6 χρόνια μετά

Η πόρτα χτυπάει ελαφρά, η Ισαβέλλα ανοίγει για να δεί την μικρή Μαρία πιο νωρίς από ότι την περίμενε, με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά που κάτι της θύμιζε. Η κυρία Ντολόρες, που η δουλειά της είναι να συνοδεύει τη μικρή Μαρία σε όλες τις εξωτερικές της δραστηριότητες όταν η Ισαβέλλα έχει πολύ φόρτο εργασίας, χαιρέτησε με ένα νεύμα δίνοντας ραντεβού για αύριο στις έξι που η Μαρία έχει χορό.
Η Ισαβέλλα κοιτώντας τη Μαρία, τη ρωτάει χαρούμενα ανοίγοντας τα χέρια της.
«Ήρθες κιόλας;»
«Ναιαιαιαι!!!», ξεφωνίζει η Μαρία ενθουσιασμένη και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά της μαμάς της, ενώ στο αριστερό της χέρι κρατάει μια ζωγραφιά σαν σημαία, με προσοχή να μην την χαλάσει.
«Τι είναι αυτό;» ρωτάει η Ισαβέλλα.
«Αυτό είναι κάτι που είδα στο σπίτι του μπαμπά σε μία κάρτα και μ’ άρεσε πολύ και στο ζωγράφισα! Για σένα!» της λέει και της σκάει ένα ρουφηχτό φιλί στο δεξί μάγουλο.

Η Ισαβέλλα κλείνει την εξώπορτα, παίρνει το χαρτί στα χέρια της και διακρίνει ένα παιδικά σχεδιασμένο κτίριο με δύο μεγάλα ροζ καμπαναριά δεξιά αριστερά, ένα γκρι οβελίσκο στη μέση και πολλά σκαλιά που οδηγούν σε αυτό. Μπροστά από τις οριζόντιες παράλληλες γραμμές των σκαλιών ένας γαλάζιος πίδακας που ξεπηδά μέσα από μια βάρκα και υπονοεί κάτι σαν συντριβάνι. Πάνω από όλη την ζωγραφιά, σαν επικεφαλίδα, με κόκκινο μαρκαδόρο, τα γράμματα της Μαρίας με περισσή φροντίδα αποδοσμένα ολοκληρώνουν την εξής φράση:
“ La piu bella piazza del mondo c’e dentro in tuoi occhi*”
«Μαρίαααα… ποιος το ‘γραψε αυτό;» ρωτάει η Ισαβέλλα φωναχτά από το διάδρομο καθώς η μικρή είχε ήδη τρέξει στις κούκλες της.
«Εεε, ο μπαμπάς μου το είπε και εγώ το έγραψα.»

Τα μάτια της Ισαβέλλας θολώνουν από την απρόσμενη συγκίνηση. Σαν μεθυσμένη πάει στην κουζίνα και σχηματίζει τον γνωστό αριθμό 915 222 931. Το ακουστικό από την άλλη πλευρά σηκώνεται αστραπιαία και η φωνή του Ενρίκε βγαίνει με λαχτάρα.
«Ναι;»
«Ενρίκε», κομπιάζει για λίγο η Ισαβέλλα, «δεν έπρεπε…», και χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί ξεσπάει σε αναφιλητά.
«Μη στεναχωριέσαι αγάπη μου, αυτή τη φορά όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις πραγματικά.»



                            ΤΕΛΟΣ


*μτφ: “Η πιο όμορφη πλατεία του κόσμου, βρίσκεται μέσα στα δικά σου μάτια.”





Τα Χριστούγεννα με τη ματσόλα (Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου)

Τα Χριστούγεννα με τη ματσόλα

«Μα ποιος διάολος “κρατσανάει” μέταλλα 4 η ώρα το πρωί ανήμερα των Χριστουγέννων;» σκέφτηκε εκνευρισμένος ο Γεράσιμος, και κοπάνησε το ποντίκι του υπολογιστή του στο μικρό γραφείο φωνάζοντας δυνατά προς τα πάνω «Σκάσεεεε!», και μετά μουρμουρώντας συμπλήρωσε, «Ε ρε παιδί μου κάτι άνθρωποι, πως τους αντέχει η μάνα τους!».

Δεν θυμάται πότε ξεκίνησε αυτός ο θόρυβος να του τρυπάει τα μηνίγγια. Στην αρχή ακουγόταν σιγά σιγά, μετά, πριν από κανένα εικοσάλεπτο περίπου, έγινε πιο δυνατός. Έτσι νομίζει τουλάχιστον.
Ξαφνικά έφαγε φλασιά. Βρε λες να’ναι το γατί του;
«Μωρή Ξούρα…εσύ κάνεις σαματά;», ρώτησε μισοθυμωμένα ρολάροντας την καρέκλα του γραφείου του με τα ροδάκια προς την πόρτα του χωλ, για να δει τι παίζει μέσα.
«Ξούρα που είσαι; Μ’ ακούς μαρή;», ξαναρώτησε φωναχτά με το κεφάλι έξω από το κούφωμα της ενδιάμεσης συρόμενης πόρτας, χωρίς να πάρει απάντηση όμως, ούτε ένα αμυδρό νιαούρισμα.

Ξούρα ήταν το δεύτερο συνθετικό της γερο-ξούρας, έτσι την είχε ονομάσει την ξεχασμένη, αδέσποτη γάτα του, όταν την βρήκε έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας του να βωλοδέρνει με βλέμμα σπιρτόζικο. Την μάζεψε, στην ουσία την έσουρε ως τον πιο κοντινό κτηνίατρο, που επιβεβαίωσε ότι είναι ένα γατί μεγάλης ηλικίας, 7 χρονών, μια υγιέστατη θυληκιά με τσιριχτή φωνή που “ξυρίζει”. Εντάξει αυτό το τελευταίο μπορούσε να το καταλάβει και μόνος του, και ας μην είναι γιατρός. Οπότε το βάφτισμα της ήταν άμεσο και επιτυχημένο, όπως και η υιοθεσία- μόνιμη φιλοξενία της στο μικρό του διαμέρισμα.

Πίσω στον ήχο τώρα. Αυτό τον σπαστικό, που είναι σαν να λιμάρει κάποιος μεταλλική επιφάνεια. Χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου. Ο Γεράσιμος σηκώνεται και προχωράει από το σαλόνι- γραφείο στο διάδρομο για να μπει στο μπάνιο, αγαπημένο στέκι της Ξούρας.
«Ξούραααααα», είπε σιγά και συνωμοτικά. Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και είδε την Ξούρα απλωμένη κάτω από το καλοριφέρ να κοιμάται γαλήνια. «Εδώ είσαι μαρή και νόμιζα ότι μασουλάς κανά σωλήνα και θα μας αφήσεις χριστουγεννιάτικα χωρίς νερό;», είπε και έκανε μια χειρονομία με την παλάμη του, σαν να ήθελε να τη δείρει ελαφρώς. Η αφεντιά της ούτε που κουνήθηκε, συνέχισε το βαθύ της ύπνο ενώ ο Γεράσιμος γύρισε πίσω στο πολυλειτουργικό του δωμάτιο να συνεχίσει τη δουλειά του.

Είχε κολλήσει εδώ και ώρα στο νέο λόγκο, αυτής της ολλανδικής εταιρείας που συνεργάζεται εδώ και 3 χρόνια, της Χόρσνια. Άτιμοι, σκέφτηκε, μωρέ αν ήταν στο χέρι μου θα σας έστελνα μια βλακεία αλλά έχε χάρη που έχω ανάγκη τα λεφτά σας. Μα είναι δυνατόν να του ‘βάλαν τελικό deadline[1] ανήμερα Χριστούγεννα μέχρι τις 14.00 το μεσημέρι; Δηλαδή αυτοί σπίτια δεν έχουν, γαλοπούλα δεν θα φάνε, δεν θα πιούν κρασί; Αλλά όχι βέβαια, αυτοί είναι τυπικοί, τεχνοκράτες, τέλειοι! «Τα διαόλια μου μέσα!», είπε ξεφυσώντας για να ξεσπάσει. Και τώρα πώς να κλείσει το λογότυπο Horsnia , με πράσινο ή με πράσινο ντεγκραντέ που ασπρίζει στο τέλος. Ε ρε κόλλημα! Ευτυχώς το χρούτσου χρούτσου σταμάτησε.

Η ώρα είχε πάει 4.20 τα ξημερώματα. Τις τελευταίες 8 ώρες και 20 λεπτά, αντί  να γιορτάζει με την οικογένειά του, έχει φάει τα λυσσιακά του για να αναβαθμίσει αυτό το ρημαδοσάϊτ των Ολλανδών. Η Αριστέα, η κοπέλα του, έφυγε και αυτή από το βράδυ της παραμονής, θα έκανε ρεβεγιόν με τους δικούς της στο εξοχικό τους στα Κιούρκα. Του πρότεινε να πάει μαζί της να γιορτάσουν όλοι μαζί. Τιιι; Aδύνατον. Και να χάσει και την προθεσμία και τη δουλειά;
Το μόνο που πρόλαβε να της πει ήταν, «Είσαι σοβαρή;».


4.30 μ.μ. Χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου. Ο Γεράσιμος τινάζεται από την καρέκλα του όρθιος, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
«Να το, να το πάλι!». Αυτό ήταν, δεν πήγαινε άλλο. Δε φτάνει που θυσίασε τις γιορτές του, που κάθεται και φυλάει όλη την πολυκατοικία, γιατί όλοι πήγαν στα γιορτινά τους τραπέζια που ήταν καλεσμένοι, και τρωγοπίνουν ξένοιαστοι, θ’ ανέχεται τώρα και τον σπαστικό θόρυβο από πάνω, και δε θα μπορεί να δουλέψει.
«Ε όχι!», ξεφώνισε πηγαίνοντας πάνω κάτω νευρικά στο δωμάτιό του- γραφείο- σαλόνι. Θα πάρω τη σπιτονοικοκυρά, σκέφτηκε, να δω ποιος μ’ ενοχλεί. Παίρνει το κινητό του και όσο ψάχνει την καταχώρηση της κυρά- Τούλας το μετανιώνει. Όχι ότι τη λυπάται μην την ξυπνήσει, την ξεκουτιασμένη και αυτήν. Άιντε από ‘δω. Όχι, όχι, δεν είναι αυτό. Δεν την λυπάται και καθόλου μάλιστα. Αν ήταν εντάξει η απατεώνισσα δε θα του νοίκιαζε το υποτιθέμενο “ήσυχο διαμερισματάκι” που βλέπει στον ακάλυπτο, τον Ιούλιο που μας πέρασε. Ξέρεις τι είναι να φεύγεις πρώτη φορά από το πατρικό σου σπίτι, να λες θα φτιάξω τη φωλίτσα μου με την Αριστούλα, θα ‘χω και το χώρο μου να δουλεύω, και σε 2 μήνες να σηκώνεται μπροστά από το μοναδικό σου μπαλκόνι που βλέπει στον ακάλυπτο οκταώροφη οικοδομή! Και καλά η θέα, πάει και έρχεται. Ο θόρυβος από τις 8 η ώρα το πρωί, οι μπετονιέρες, οι μαστόροι, τα ντάπα ντούπα στο καλούπωμα, και μετά η τοποθέτηση των κουφωμάτων, οι σφυριές; Κόλαση! Δεν μπορεί να ηρεμήσει τους τελευταίους 4 μήνες. Τι λέγαμε; A ναι! Να την πάρει ή να μην την πάρει. Ε τι να την πάρει, σάμπως άμα την πάρει θα κάνει τίποτα η μπάμπω;

Ξανακάθισε μπροστά στην οθόνη, που εμφάνιζε το ίδιο αναθεματισμένο μισοτελειωμένο λόγκο, αυτές τις κολασμένες χριστουγεννιάτικες ώρες. Έβγαζε ατμούς από τα νεύρα του. «Ε ρε Χριστούγεννα να σου πετύχουν Παναγία μου!», ξεφώνισε μπαϊλντισμένος, σπρώχνοντας με νεύρο με την πλάτη του το πάνω μέρος της καρέκλας, ώστε να πάει τέρμα πίσω. Και εκεί που κόντεψε να σαβουριαστεί ανάσκελα από την ώθηση, καθώς αμέσως μετά ανακτούσε οριακά σε δευτερόλεπτα την ισορροπία του, ο ήχος δυνάμωσε επικίνδυνα λες και προερχόταν ακριβώς έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου. Αμάν, σκέφτηκε και τον έλουσε κρύος ιδρώτας, λες να ‘ναι κανένας διαρρήκτης και να προσπαθεί να παραβιάσει την εξώπορτά μου και να με κλέψει τώρα που λείπουν όλοι; Στις γιορτές γίνονται οι μεγαλύτερες και ευκολότερες ληστείες! Αυτό ήταν θα πάρω το 100. Άρπαξε το κινητό του και πληκτρολόγησε 1 0 0.

«Παρακαλώ.», ακούγεται μια μπάσα φωνή από την άλλη γραμμή.
«Ναι, γεια σας, εκατό εκεί;»
«Μάλιστα κύριε. Εκατό δεν πήρατε;»
«Ναι, ναι. Ακούστε. Λέγομαι Γεράσιμος Λάσος, μένω στη Φορμίωνος 130, και αυτή τη στιγμή ένας διαρρήκτης λιμάρει την κλειδαριά μου για να μπεί μέσα. Καταλαβαίνετε;», είπε με κοφτή, σιγανή φωνή ταραγμένος ο Γεράσιμος.
«Ηρεμήστε κύριε. Είστε σίγουρος; Από το ματάκι της πόρτας είδατε καμιά ύποπτη κίνηση;»
«Κυριαρχεί απόλυτο σκότος. Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα. Παρακαλώ πολύ ελάτε γιατί είμαι μόνος μου, λείπουν όλοι στην πολυκατοικία για τις γιορτές.»
«Εντάξει κύριε. Ερχόμαστε αμέσως.»

Η γραμμή έκλεισε. Αμέσως, σκέφτηκε, ναι αμέσως, σίγουρα, ας έρθουν σε κανένα μισάωρο και πάλι καλά να λέμε.

Πίσω στο λογότυπο πάλι. Πράσινο ή πράσινο ντεγκραντέ που ασπρίζει στο τέλος. Πφφφ, διάολε.

Ντριιιιν!

Ήρθαν τα μπατσάκια, σκέφτεται αναπάντεχα χαρούμενος ο Γεράσιμος, έλα ρε! Έτριψε τα χέρια του χαιρέκακα. Θα σε φτιάξω εγώ αληταρά των Χριστουγέννων που μου ‘ρθες εδώ τα ξημερώματα να κάνεις ριφιφί. Διακτινίστηκε με μιας στο θυροτηλέφωνο.

«Ναι;»
«Αστυνομία ανοίχτε παρακαλώ.»
«Αμέσως!», έσπευσε ο Γεράσιμος, ενώ μέσα στο μυαλό του έφτιαξε ανυπόμονα το σενάριο του μαγκώματος του κλέφτη. Θα του δώσει μια με το γκλομπ του αστυφύλακα και μετά θα τον αρχίσει στις μάπες, ενώ αυτός θα προσπαθεί απεγνωσμένα…
Το κουδούνι ξαναχτυπά.
«Αστυνομία εδώ. Είναι κλειδωμένα. Πρέπει να κατεβείτε να μας ξεκλειδώσετε.»
«Μα πώς; Σας λέω ο διαρρήκτης είναι έξω από την πόρτα μου και λιμάρει την κλειδαριά μου!», να πάρει την γκαντεμιά μου μέσα, σκέφτεται, αλλά δεν συμπληρώνει δυνατά.
«Φωνάχτε να σας ακούσει και να φύγει.»
«Τι; Αποκλείεται, χτυπήστε κάποιο άλλο κουδούνι μπας και κατέβει κανένας άλλος ένοικος και σας ανοίξει, που δεν κινδυνεύει όπως εγώ.»
«Καλώς.»
Ο Γεράσιμος βηματίζει πάνω κάτω στο μικρό διάδρομο αλαφιασμένος. Βρε τους αχαΐρευτους να με κλειδώσουν ανήμερα Χριστούγεννα μεσ’ την πολυκατοικία. Να μου συμβεί κάτι δηλαδή να σκάσω σαν τον ποντικό, να μην μπορώ να ξεφύγω από πουθενά.

Μετά από ένα λεπτό το κουδούνι ξαναχτυπά πιο επίμονα και δυνατά.

«Ναι!»
«Ακούστε κύριε Λάσο. Από ότι φαίνεται όλη η πολυκατοικία είναι εκτός. Πρέπει να κατεβείτε να ανοίξετε αλλιώς να φεύγουμε σιγά σιγά.»
«Όχι, όχι. Να κατέβω, αλλά πώς; Και αν παραμονεύει απ’έξω;»
«Ε πάρτε όποιο εργαλείο σας βρίσκεται πρόχειρο για ασφάλεια και ελάτε.»
«Οκ.»

Εργαλείο, τι εργαλείο, σκέφτεται. Κάνει μια γύρα το βλέμμα του ελέγχοντας το ασφυκτικό του διαμέρισμα. Πράγματα πεταμένα παντού. Πάλι η Αριστέα δεν μάζεψε φεύγοντας και ας της λέω εγώ. Αμάν αυτό το κορίτσι, δεν διορθώνεται με τίποτα, ενώ ξέρει πόσο με τσαντίζει αυτή της η συνήθεια, εκεί αυτή το δικό της. Αλλά στο θέμα μας τώρα, επανέρχεται με τη σκέψη του, το μόνο εργαλείο που μπορεί να είναι χρήσιμο, μακρύ και αποτελεσματικό είναι τα μαχαίρια κοπής. Έχει όμως μόνο ένα που αλείφει βούτυρο, τα άλλα όλα είναι άπλυτα στο συμφορισμένο νεροχύτη της μικρής κουζίνας, που βρίσκεται δεξιά από το διάδρομο. Δεν προλαβαίνει να τα πλύνει τώρα. Μακρύ, μακρύ…Ανοίγει την πόρτα του μπάνιου, η Ξούρα ακόμα κοιμάται. Το πιγκάλ της τουαλέτας είναι το μόνο εργαλείο του μπάνιου. Λες; Αυτό θα τον αιφνιδιάσει και θα τον αηδιάσει μεν, αλλά να τον αφήσει αναίσθητο από τον πόνο αποκλείεται. Εργαλείο, εργαλείο, α! Έχει μείνει η ματσόλα από τη μετακόμιση, που χρησιμοποίησε για να συναρμολογήσει τον καναπέ- κρεβάτι ΙΚΕΑ του γραφείου του, σκέφτεται. Κάπου είναι αυτή τώρα αλλά πού. Ανοίγει κάποιο από τα συρτάρια του γραφείου στην τύχη και σαν από θαύμα την ξεθάβει κάτω από έναν σωρό με ανακατεμένα αντικείμενα.

Παίρνει λοιπόν την ματσόλα ανά χείρας, την προτάσσει μπροστά με την αριστερή του γροθιά, ξεκλειδώνει, και βγαίνει με φόρα κομάντο στο διάδρομο. Τίποτα! Μπουχός ο διαρρήκτης! Δεν μπορεί να είναι τρελός. Τσιτωμένος ναι, αλλά τρελός όχι. Παίρνει το ανσασέρ κατεβαίνει στην είσοδο. Βγαίνει από την πόρτα του ανσασέρ και προχωρώντας λίγο στα τυφλά σκουντουφλάει μέσα στα σκοτάδια. Αναθεματισμένοι, γεροτσιφούτηδες ούτε ένα χριστουγεννιάτικο φωτάκι δε βάλατε και θα σκοτωθούμε εδώ μέσα, σκέφτεται και κατεβαίνει τα σκαλιά σχεδόν στα τυφλά που οδηγούν στην πόρτα εισόδου. Ανοίγει στους ένστολους αστυνομικούς.

«Καλώς τα παιδιά!», είπε και έφτιαξε την εικόνα στο μυαλό του, ώρε κάτι νταμάρια, θα τον φάμε λάχανο τον δράστη.
«Τι είναι αυτό εκεί;», ρώτησε ο αρχηγός δείχνοντας την αριστερή γροθιά του Γεράσιμου.
«Το εργαλείο!»

Ο αρχηγός γελάει συγκρατημένα, και οι 3 τους με τα όπλα ζωσμένα δεξιά στη μέση προπορεύονται επιφυλακτικά εντός της πολυκατοικίας. Ο Γεράσιμος ακολουθεί με την ματσόλα στο κατόπι τους. Ανεβαίνουν τις σκάλες όροφο, όροφο, κανείς. Έξω από την πόρτα του Γεράσιμου κοντοστέκονται, αλλά δεν ακούν τίποτα.

«Κύριε Λάσο, πού ακριβώς ήταν ο θόρυβος;», ρώτησε ο αρχηγός.
«Εδώ ρε παιδιά, αλήθεια σας λέω.»

Τον κοιτούν όλοι με δυσπιστία ώσπου το χρούτσου, χρούτσου επανέρχεται δυνατά. Στρέφουν τα μάτια τους προς το ταβάνι.

«Πάμε παιδιά», λέει ο αρχηγός, «από πάνω ακούγεται.»
Ώστε πάνω μου κρύβεσαι μπαγασάκο, σκέφτεται πονηρεμένος ο Γεράσιμος, και συνοδεύει με την ματσόλα που σφίγγει  τώρα γερά στη γροθιά του, τους αστυνομικούς στον τέταρτο από τις σκάλες, κάνοντας την οπισθοφυλακή.
Σταματούν έξω από την πόρτα από όπου διέρχεται ο θόρυβος. Χτυπούν με δύναμη.

«Αστυνομία! Ανοίχτε μας!»
Το χρούτσου χρουτσου σταματάει απότομα και δεν ανοίγει κανείς. Μετά από ένα μίνι συμβούλιο οι αστυνομικοί, με παρότρυνση του Γεράσιμου, αποφασίζουν μεγαλόφωνα να σπάσουν την πόρτα. Τότε
αμέσως κάποιος σπεύδει προς αυτήν από τη μέσα μεριά και την ξεκλειδώνει. Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται ένας τύπος παχουλός, με φαρδύ άσπρο πουκάμισο λερωμένο από μπογιές, μούσια, γυαλιά, μαλλιά. Ο Γεράσιμος δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ του.

«Παρακαλώ τι θέλετε;», ρώτησε ο μυστήριος ένοικος.
«Ενοχλείτε την πολυκατοικία 4.45 τα χαράματα το ξέρετε; Τι ακριβώς συμβαίνει;»
«Μα πώς αφού όλοι λείπουν. Δεν κάνω τίποτα.»
Είμαι εγώ εδώ στραβούλιακα δε με βλέπεις; Μήπως να υψώσω τη ματσόλα μου πιο ψηλά να στρώσεις νυχτιατικά; σκέφτεται ο Γεράσιμος.
«Ε πως. Ο κύριος Λάσος από δω παραπονιέται πως την τελευταία ώρα προκαλείτε πολύ θόρυβο.»
«Ειλικρινά δεν κάνω τίποτα. Ζωγραφίζω στον τοίχο μου με πινέλα.»

Ο αρχηγός ρίχνει μια γρήγορη ματιά από την εξώπορτα στην όψη ενός εσωτερικού τοίχου που είναι χρωματισμένος περίεργα. Κάτω στο πάτωμα παντού πιτσιλιές από μπογιές, άδεια μεταλλικά κουτιά με χρώμα, εφημερίδες, πινέλα.

«Καλώς, από δω και πέρα όμως να μην συνεχιστεί ο θόρυβος παρακαλώ.», είπε αυστηρά ο αρχηγός.
«Μαα..μάλιστα», απάντησε φοβισμένα ο ένοικος.

Η πόρτα κλείνει.
«Και τώρα δηλαδή εσείς τον πιστέψατε;» ρώτησε ο Γεράσιμος.
«Τον γνωρίζετε; Τον έχετε ξαναδεί;»
«Όχι.»
«Ε τότε κύριε Λάσο αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας.», απάντησε όλο νεύρο ο αρχηγός, «Η σύσταση έγινε, τώρα μπορείτε να πάτε σπίτι σας ήσυχος να ηρεμήσετε και ‘μεις να πάμε στα πόστα μας.»

Οι αστυνομικοί φεύγουν και ο Γεράσιμος πάει στο διαμέρισμά του στον τρίτο όροφο από τις σκάλες.
Μωρέ δε με ξεγελάς εσύ εμένα. Κάτι σκαρώνεις, και μας το παίζεις καλλιτέχνης αλλά δε με πείθεις με την καμία. Και ακόμα και έτσι να είναι, επειδή δηλαδή σου ‘ρθε εσένα να λιμάρεις χριστουγεννιάτικα τις μεταλλικές καλλιτεχνικές σου αηδίες θα την πληρώσω εγώ; Φταίω εγώ; συνδιαλέγεται με τον εαυτό του ο Γεράσιμος σε έναν βουβό διάλογο.

Κάθεται πάλι μπροστά από το λάπτοπ του σαν σε αναμμένα κάρβουνα, χωρίς να αφήσει τη ματσόλα ούτε στιγμή από το χέρι του. Στην ουσία σχεδιάζει με το δεξί και κρατάει το εργαλείο με το αριστερό. Για δέκα λεπτά δεν ακούγεται τίποτα. Ησυχία. Ωραία. Πάμε πάλι. Πράσινο ή πράσινο ντεγκραντέ που ασπρίζει στο τέλος. Μετά από 10 λεπτά ο θόρυβος ξαναρχίζει πιο δυνατός από ποτέ.
«Ε όχι ρε κερατά δεν τη γλιτώνεις! Θα στ’ ανοίξω το κεφάλι χριστουγεννιάτικα! Δεν έχεις το Θεό σου!», ξεφωνίζει ο Γεράσιμος.
Πετάγεται μηχανικά με τη ματσόλα του- εργαλείο πολέμου στο χέρι, βγαίνει από το διαμέρισμά του, ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά κόκκινος από την πίεση, φτάνει έξω από την πύλη της κολάσεως και την βροντάει μανιασμένα. Ανοίγει ο μουσάτος τύπος και τον ρωτάει ευγενέστατα:

«Παρακαλώ τι θα θέλατε κύριε Λάσο;»
Ο Γεράσιμος κραδαίνει τη  ματσόλα του μπροστά από το στήθος του απειλητικά και αρχίζει ένα κατεβατό από κατηγορίες, απειλές και βρισιές φωνάζοντας:
«Τι θα ήθελα; Τι να θέλω δηλαδή τρελοκαλλιτέχνη της δεκάρας; Που μου λιμάρεις χριστουγεννιάτικα, δεν ξέρω εγώ τι, κανέναν σκουριασμένο σωλήνα για να παράγεις τέχνη ε; Που δεν μ’ αφήνεις να ησυχάσω; Τι να θέλω!»
«Ηρεμήστε κύριε!»
«Όχι δεν ηρεμώ! Που μ’ έχεις τρελάνει και δεν μπορώ να δουλέψω, να βγάλω το λογότυπό μου, να πάρω τα λεφτά μου, να χαρώ τα Χριστούγεννά μου, να χαλαρώσω και εγώ σαν άνθρωπος; Που μου ‘χεις διαλύσει τα νεύρα χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου μία ώρα; Τι θέλω τώρα;»
«Αλήθεια δεν καταλαβαίνω τι θέλετε από μένα;»
« Να σ’ ανοίξω το κεφάλι αχρείε! Καταστροφέα της ηρεμίας μου, γρουσούζη, διαολεμένη καρικατούρα της τέχνης που θα μου πεις εμένα…», και κάνοντας μία κίνηση με τη ματσόλα να του επιτεθεί μέσα στην παραφροσύνη του ο Γεράσιμος, και εξαπολύοντας στο ενδιάμεσο φράσεις όπως: «Θα βάλω τέλος στο μαρτύριό μου διάολε των Χριστουγέννων.», και, «Με αρρώστησες σήμερα, δε σ’ αντέχω άλλο.», νιώθει μια γερή λαβή που τον ακινητοποιεί πίσω από το δεξί του ώμο. Μετά ακούει μια υπόκωφη φωνή: «Έιιιι…Λασόοοοο!»

Τινάζεται πάλι. Η Αριστέα πάνω από τον δεξί του ώμο στέκεται όρθια, ενώ αυτός ξαπλωμένος μπροστά στο λάπτοπ, καθισμένος στην καρέκλα και με το στήθος και το πρόσωπό του πάνω στο γραφείο μπρούμυτα, κρατάει τη ματσόλα με τ’ αριστερό απλωμένο του χέρι, πάνω στο γραφείο και αυτό.
«Τι έγινε; Τι κάνεις εσύ εδώ;», τη ρωτάει μισανοίγοντας τα βλέφαρά του.
«Εσύ τι κάνεις εδώ με τη ματσόλα στο χέρι κοιμισμένος;»
«Εγώ, εγώ…»
«Εσύ, εσύ, ναι…» απάντησε η Αριστέα που από τον τόνο της φαινόταν πως άρχισε να χάνει την υπομονή της.
Ο Γεράσιμος κοιτάει κάτω δεξιά την ένδειξη της ώρας στην οθόνη του υπολογιστή. 14.05 ακριβώς! Σηκώνεται έντρομος.
«Πήγε 2 και 5. Κάηκα!»
«Ηρέμησε παιδί μου πως κάνεις έτσι;»
«Η προθεσμία! Την έχασα! Τα καντήλια μου μέσα!»
«Α, μάλιστα. Δεν την έχασες, είχες κάνει upload[2] το αρχείο και πριν το στείλεις μάλλον σε πήρε ο ύπνος! Το ‘στειλα εγώ πριν μισή ώρα που μπήκα. Και τόσην ώρα που προσπαθώ να σε ξυπνήσω σου ‘ρθε και απάντηση. Για δες.», απάντησε ψύχραιμα η Αριστέα κοιτώντας την οθόνη.
«Απάντηση; Καλά εσύ πότε ήρθες; Πως μπήκες;», ρώτησε σαστισμένα ο Γεράσιμος.
«Κατέβηκα από τα Κιούρκα να σου κάνω παρέα ανήμερα Χριστουγέννων, μην είσαι μόνος σου. Μια ώρα πάλευα να ανοίξω χριστιανέ μου! Είχες αφήσει τα κλειδιά από πίσω. Και αναρωτιέμαι πως δεν ξύπνησες τόσην ώρα με το χρούτσου, χρούτσου των κλειδιών στην κλειδαριά. Παρά λίγο θα καλούσα κλειδαρά.»
«Το χρούτσου, χρούτσου..α ώστε εσύ…»
«Ώστε εγώ τι;»
«Κάτσε να δω την απάντηση.»
Ο Γεράσιμος όλο αγωνία ανοίγει το μέιλ και διαβάζει:
Σας ευχαριστούμε πολύ για την συνεργασία. Το αποτέλεσμα ήταν άψογο και στην ώρα του. Θα θέλαμε στην επόμενη επαφή μας να συζητήσουμε την περαιτέρω ανάληψη γραφιστικών καθηκόντων από εσάς για μία θυγατρική μας εταιρεία.

Ένα απρόσμενο χαμόγελο φώτισε την νευρική έκφραση του προσώπου του Γεράσιμου. Η ρυτίδα που πάντα εμφανιζόταν καταμεσής στο κούτελό του ανάμεσα από τα φρύδια του, ως αποτέλεσμα θυμού, και κατσουφιάς, εξαφανίστηκε, για λίγο τουλάχιστον.

«Τελικά δεν μου είπες, την ματσόλα τι την ήθελες; Να σπάσεις την οθόνη του λάπτοπ από τα νεύρα σου;», τον διέκοψε από τις σκέψεις του η επικριτική φωνή της Αριστέας.
«Όχι μωρό μου, είναι το μόνο εργαλείο που όταν λείπεις και τ’αγγίζω θυμάμαι τη λαστιχένια σου ευλυγισία.» είπε ο Γεράσιμος και έκλεισε πονηρά το μάτι στην Αριστέα που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό από την ξαφνική αλλαγή της διάθεσής του.
«Ααα, μιλάμε είσαι μεγάλος βιτσιόζος. Την έβγαλες χριστουγεννιάτικα με τη ματσόλα. Αχαχαχαχα….», χαχάνισε η Αριστέα περιπαιχτικά και πριν τελειώσει τη φράση της ο Γεράσιμος την είχε αρπάξει ήδη και κυλιόντουσαν παίζοντας μέσα στα γέλια και τα φιλιά στον καναπέ- κρεβάτι του μικρού του διαμερίσματος- γραφείου-……




ΤΕΛΟΣ


ΥΓ: Για τον Γιώργο Σ. Ευχαριστώ για την έμπνευση.



[1] Προθεσμία στην αγγλική
[2] Φόρτωση αρχείου στην αγγλική

Η διαολόσουπα (Συγγραφή Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου)

Αγαπημένη θεία Σωτηρούλα,

Σου γράφω από ‘δω που βρίσκομαι τι μας συνέβη, γιατί αυτά δε λέγονται, ούτε ομολογούνται τηλεφωνικώς. Φοβάμαι ακόμα να τα ξεστομίσω. Όπως έμαθες από τη μάνα, είχα κοντά ένα μήνα άρρωστο τον άντρα μου τον Βασίλη, ταβλιασμένο στο κρεβάτι από υπερκόπωση. Μπήκαν, βγήκαν γιατροί στην κάμαρά του, ‘δώσαν βιταμίνες ακόμα και βοτάνια, ο Βασίλης τίποτα. Ακούνητος και κοιμισμένος.

Είπα να φτιάξω μία σούπα πριν μια βδομάδα ακριβώς, την Κυριακή που ‘χε ο μήνας 13, αυτή με τον τριμμένο κιμά μέσα, τη δυναμωτική, από συνταγή της γιαγιάς Μάρως, πρέπει να την ξέρεις και συ. Μου ΄ρχεται φαεινή ιδέα  να βάλω μέσα και τον γάλο που έστειλες με την μάνα μου από το χωριό. Όταν μου τον παρέδωσε η μάνα πριν 2 βδομάδες, με τις φούριες του σπιτιού και τον Βασίλη άρρωστο, τον έχωσα στην κατάψυξη χωρίς καν να τον καθαρίσω. Σκέφτηκα μέσα μου όταν θα ‘ρθει η ώρα θα τον καθαρίσω, τώρα δεν προφταίνω. Μου ‘πε όμως η μάνα : «Η θεία σου η Σωτηρούλα σου στέλνει τον πιο διαολεμένο γάλο του κυρ-Βαγγέλη του κοτοπουλά, που αν τον μαγειρέψεις ανασταίνει ακόμα και πεθαμένους!». Δεν έδωσα τότε σημασία. Που να ΄ξερα!

Ξεκινάω τώρα να σου εξιστορήσω τι έγινε λοιπόν! Ξημερώματα της Κυριακής βάζω το τσουκάλι στη φωτιά, κόβω κρεμμύδια από τον κήπο, τα βράζω στο νερό, τρίβω τον κιμά, βάζω σέλινο, μαϊντανό, ανοίγω μετά την κατάψυξη και βγάζω τον κοκαλωμένο γάλο.
«Μωρ’ σαν ζωντανός είναι ο άτιμος!», σκέφτομαι ενώ τον ξεπουπουλιάζω με καυτό νερό. Κάθε φτερό και πούπουλο που ‘βγαζα το νεκρό πουλί τιναζόταν. Μα δεν λογάριασα τίποτα καθότι ήμουν άυπνη και σκασμένη που δεν σηκώνεται ο Βασίλης από το κρεβάτι. Βάζω τον γάλο που λες μετά κάτω από τη βρύση να τον καθαρίσω, αυτός τίναζε τα γυμνά φτερά του λες και ήταν ζωντανός και πλατσούριζε αχόρταγα στο νερό! Μήστιτί μου κύριε! Του κόβω το λειρί, ακούω ένα άγριο κρώξιμο και βλέπω δυο κοράκια να στέκονται στην πόρτα της κουζίνας και να κάνουν χάζι. «Ξούτ παλιόπουλα από ‘δω χάμω!», τα διώχνω συγχυσμένη. Ξανακοιτάω το γάλο, μου φαίνεται πια το κεφάλι του μεγάλο σαν παιδιού και τα μάτια του ανοιχτά , ενώ θυμόμουν πως από την στιγμή που τον έβγαλα και άρχισα να καταπιάνομαι με αυτόν, ήταν κλειστά. «Α να χαθείς διαολόπραμα, δε θα με τρελάνεις εσύ εμένα!», σκέφτομαι και με πιάνει νευρικό γέλιο. Κόβω το ‘να φτερό, πλημμύρα τα αίματα στο νεροχύτη λες και ήταν ζωντανό το πουλί και το πετσόκοβα. Ρίχνω το κομμένο φτερό βιαστικά στη σούπα. Kόβω και το δεύτερο μάνι μάνι το ρίχνω και αυτό μέσα. Aπό το υπόλοιπο σώμα πετιόταν σαν πίδακας το αίμα λερώνοντάς μου το πρόσωπο και τα μαλλιά. Η σούπα έγινε πορφυροκόκκινη. Ανοίγω το συρτάρι να πάρω το μεγάλο κουζινομάχαιρο και μέχρι να πάω πίσω στο νεροχύτη ο γάλος είχε γυρίσει από μπρούμυτα, ανάσκελα. «Παναγιά μου!» ξεφώνισα. Δεν φοβήθηκα όμως. Άρχισα να του κόβω αποφασιστικά ένα ένα τα δάχτυλα πριν τον ξεποδαριάσω τελείως. Κόβω το πρώτο δάχτυλο του δεξιού ποδιού, γαντζώνονται τ’ άλλα με μια κίνηση σπασμωδική και μου γρατσουνάνε βαθιά το χέρι, πάνω από την παλάμη. «Αααα!», ούρλιαξα. «Γυναίκα τι γίνεται, τι αλυχτάς πρωϊνιάτικα στην κουζίνα;», αναστήθηκε στο μεταξύ ο άρρωστος σύζυγός μου από την φασαρία και ρωτούσε. «Δε θα με ξεκάνει εμένα το διαολόπουλο», σκέφτηκα οργισμένη. Παίρνω που λες το κλαδευτήρι από τον πάγκο της κουζίνας και του κλαδεύω τα υπόλοιπα δάχτυλα καθώς αυτός με γρατσουνάει και με ματώνει παντού στα χέρια. Τρομάρα του! Αρχίζει να κουνιέται ολόκληρος πριν του κόψω τα μπούτια από τη ρίζα και το κεφάλι του γίνεται ακόμα πιο μεγάλο. Παίρνω το κουζινομάχαιρο και του το καρφώνω στην καρδιά. Πετιέται τότε και γραπώνεται με τα πόδια του που δεν πρόλαβα να του εξαρθρώσω και με όλο του το κορμί στα μαλλιά μου! «Αααα» τρέχω στο Βασίλη γεμάτη αίματα « Βγάλ΄τον από πάνω μου!». Ο Βασίλης πετάγεται πάνω από τα σκεπάσματα και τον ξεμπλέκει με δυσκολία από τα μαλλιά μου. Του δίνουμε μια και γλιστράει στο πάτωμα και κατευθύνεται στη εξώπορτα. Ανοίγω την πόρτα με το κεφάλι μεσ΄τα αίματα και πριν προλάβω να τον κλωτσήσω κατρακυλάει μόνος του από το πλατύσκαλο στη σκάλα και φτάνει στην αυλή. Τρέχει ο σκύλος μας ο Μπομπ και πριν καλά καλά το καταλάβω αρπάζει με τα δόντια του ένα μπούτι και το καταβροχθίζει στη στιγμή λαίμαργα. Καταφτάνουν και τα κοράκια από την πόρτα της κουζίνας που στο μεταξύ έχουν πολλαπλασιαστεί, και έτσι πως είναι ο γάλος κυλισμένος μεσ΄τα χώματα, ματωμένος και με το κεφάλι του να κάνει σπαστικές κινήσεις ενώ χτυπιέται για να σωθεί, τον κατατρώνε ζωντανό! «Κρααα, κραα!», χαλασμός Κυρίου γίνηκε. Πάω μέσα στο τσουκάλι, βγάζω τις φτερούγες, τις δένω σφιχτά σε μια σακούλα και τις πετάω με κλειστά μάτια στην ρεματιά που είναι κάτω από το σπίτι μας. Ταραγμένη από το επεισόδιο μπαίνω στο μπάνιο, πλένω γρήγορα το κεφάλι μου και μαζεύω ότι έχει απομείνει από τον γάλο, φτερά και κομμένα δάχτυλα, και τα πετάω στα κοράκια που τον είχαν ήδη εξαφανίσει, ενώ αναζητούσαν και άλλο από το ξέφρενο φαγοπότι κάνοντας σαν αφηνιασμένα. Περιττό να σου πω πως καταβρόχθησαν και τα τελευταία απομεινάρια του γάλου βγάζοντας άναρθρα κρωξίματα.
Το μεσημέρι δίνω τη σούπα στο Βασίλη. Την άλλη μέρα το πρωί σηκώνεται νωρίς νωρίς να πάει στη δουλειά του τόσο εύρωστος, φτου φτου Παναγιά μου, όπως δεν τον έχω ματαδεί ποτέ μου. Μα και τόσο νευρικός συνάμα. Σπάει δυο φλυτζάνια του καφέ πάνω στη βιάση του πριν φύγει. Από τότε είναι περδίκι, ακούραστος και με τα νεύρα τσιτωμένα.  Όταν γυρνάει από τη δουλειά σβαρνίζει ολημερίς όλα τα δωμάτια και την αυλή και μαστορεύει, μα κάνει και πολλές ζημιές ταυτόχρονα. Πάει το δώρο του θείου του Τάκη από την Κίνα, έγινε κομμάτια στα χέρια του Βασίλη τούτο το ακριβό βάζο. Και η κρυστάλλινη φοντανιέρα της θείας Κίτσας είχε την ίδια τύχη. Αν πεις και για τα ασημένια κουταλάκια της θείας Πηνελόπης, πήρε να τα γυαλίσει μια μέρα και αυτά, μετά από μισή ώρα που τα είχε απλώσει πάνω στο τραπέζι, άρχισαν να στραβώνουν ένα ένα. Ο Μπομπ προχθές έπαθε κρίση, άρχισε να χτυπιέται ανάσκελα και να βγάζει αφρούς, αλλά το ξεπέρασε γρήγορα και γενικά έχει εξελιχθεί σε πολύ άγριος φύλακας. Στο σημείο που φάγανε τα κοράκια τον γάλο, ξαναφύτρωσε η φλαμουριά που ΄χα ξεριζώσει πέρσι γιατί ήταν άρρωστη και θα μου κολλούσε αρρώστεια τα λάπατα του κήπου. Και στη ρεματιά από κάτω που ‘χει το χαμόσπιτό της η κυρά Στέλλα, εμφανίστηκε ξαφνικά γάργαρο νερό και πλημμύρισε η αποθήκη της στα καλά του καθουμένου. Τι να πω! Θεός φυλάξοι! Άλλο κακό να μην μας βρει.

Να με συμπαθάς μα έπρεπε να στα πω για να ξέρεις και συ. Αυτός ο κυρ- Βαγγέλης ο κοτοπουλάς είναι καλός χριστιανός; Και τα πουλιά του είναι σίγουρα πλάσματα του Θεού ή….Παναγιά μου βόηθα!

Κλείνω βιαστικά γιατί ο Βασίλης κάτι βροντάει μέσα στο μπάνιο. Σε ασπάζομαι στο όνομα του Χριστού και της Παναγίας και των 12 αποστόλων μέρες που είναι. Άλλο τέτοιο πουλί να μην μου ξαναστείλεις.

ΥΓ. Έφερα και τον πάτερ να μας κάνει ευχέλαιο. Το μόνο που έγινε μετά είναι να σκάσει ο ηλεκτρικός θερμοσίφωνας και να καεί η τηλεόραση.


Η ανιψιά σου

Κατίνα                                               Περιστέρι, 20 Απριλίου 1971

Η γειτονιά της Πυρόξανθης Ροδένιας (Συγγραφή Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου)

Η γειτονιά της Πυρόξανθης Ροδένιας.

Σε ένα παράλληλο συμπάν, στη χώρα της Παραξενιάς που συνόρευε με τη χώρα του Παραλόγου και τη χώρα του Εξωπραγματικού, γινόταν ο Μεγάλος Διαγωνισμός. Είχε καθιερωθεί να διοργανώνεται κάθε δεκαετία, και όχι χωρίς λόγο… 



Ήταν πραγματικά πολύ παράξενη χώρα η Παραξενιά. Ο κάθε πολίτης της είχε μια ιδιαιτερότητα σπάνια, μια παραξενιά όπως θα λέγαμε στην καθομιλουμένη. Άλλος περπατούσε με το κορμί του σε σχήμα γάμα, και άλλος κοιμόταν μόνο κατακόρυφα. Άλλος πάλι σεληνιαζόταν όταν άκουγε γυναίκα να τραγουδά και άλλος ερωτευόταν τα καλλίφωνα πουλιά που τραγουδούσαν στις ρεματιές τις φεγγαρόλουστες νύχτες. Κάποιος άλλος ξεδιψούσε μόνο με θαλασσινό νερό και κάποιος άλλος μιλούσε μόνο μια ακαταλαβίστικη γλώσσα που περιλάμβανε και σωματικούς ήχους κάθε φαντασίας. Καθώς όμως η παραξενιά σε μερικούς γινόταν εμμονή κρατώντας δέσμια την ευτυχία τους, η Θεία Δύναμη, άλλοτε με γενναιοδωρία και άλλοτε φειδωλά, προίκιζε κάθε κάτοικο με μια μοναδική μαγική ενέργεια που υποσυνείδητα διάλεγε ο ίδιος από τα γεννοφάσκια του. Η πράξη αυτή ήταν απόρροια της θεϊκής λύπης για την Παραξενιά. Αντίβαρο ή παρηγοριά, τούτη η μαγεία βοηθούσε πολύ την ζωή του κάθε πολίτη.



Αυτοί λοιπόν ήταν οι κάτοικοι της Παραξενιάς και στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσάς της που λεγόταν Ιδιοτροπία, συνέρρεαν κάθε δέκα χρόνια για τον Μεγάλο Διαγωνισμό.Λογής-λογής άνθρωποι ταξίδευαν από κάθε ξεχασμένη γωνιά της επικράτειας και για τρείς συνεχόμενες μέρες εξέθεταν κάποιο προϊόν, παράγωγο της προσωπικής τους μαγικής ενέργειας. Τα δέκα πιο πρωτότυπα κέρδιζαν δέκα λευκά βιβλία του Μεγάλου Μισητού. Ο Μεγάλος Μισητός υπήρξε βασιλιάς της Παραξενιάς για πολύ καιρό και είχε πεθάνει πριν από τριάντα χρόνια. Είχε την παραξενιά να προκαλεί το μίσος και την αποστροφή όλων στο παλάτι και στην πολιτεία δίχως κάποια λογική εξήγηση. Όσο ζούσε τον αντιπαθούσαν όλοι: συγγενείς, φίλοι, αυλικοί, πολίτες ως και τα κατοικίδια ζώα! Η δικιά του μαγική ενέργεια ήταν να τυπώσει εκατό κενά βιβλία που από το θάνατο του και μετά θα χάριζαν την πραγματική ευτυχία σε όποιον τα κατείχε. Και αυτό γιατί όποιος κάτοικος της Παραξενιάς έγραφε τι του έλειπε, τι ποθούσε για να ευτυχίσει μέσα τους, αμέσως θα το αποκτούσε αρκεί να μην προκαλούσε κακό σε κάποιον άλλο. Έτσι ο Μέγας Μισητός έμελλε να γίνει αγαπητός τουλάχιστον στους επόμενους της γενιάς του, και το όνομά του θα προφερόταν με εκτίμηση για πολλά χρόνια.



Στην κεντρική πλατεία της Ιδιοτροπίας λοιπόν είχαν συγκεντρωθεί σε δέκα παράλληλους στοίχους αρκετοί κάτοικοι της Παραξενιάς με τα εκθέματά τους. Τούτη η παράξενη πλατεία άλλαζε σχήμα εξαιτίας της παραξενιάς του αρχιτέκτονα. Γινόταν είτε οβάλ, είτε τετράγωνη, είτε ακανόνιστη με οξείες γωνίες, ανάλογα με τη διάθεση του πλήθους,άλλοτε σπρώχνοντας τους τελευταίους στοιχισμένους με τα τειχάκια της και άλλοτε ανοίγοντας μεγαλύτερο χώρο. Ο κάθε στοίχος κατέληγε σε ένα υπαίθριο γραφείο που καθόταν ένας Πρωτοτυποκριτής και οι δυο βοηθοί του. Ο διαγωνισμός γινόταν ως εξής: δεν υπήρχαν ημιτελικοί, τελικοίκαι άλλες διαδικασίες διάκρισης των προιόντων. Ο κάθε Πρωτοτυποκριτής σε συνδυασμό με τους δύο βοηθούς του μόλιςενθουσιάζονταν από κάποιο δημιούργημα της μαγικής ενέργειας έστεφε επι τόπου τον νικητή. Δεν τον ένοιαζε αν αυτό συνέβαινε την πρώτη μέρα, τη δεύτερη ή την τελευταία ώρα της τρίτης ημέρας. Αυτός και οι βοηθοί του με το που συγκλονίζονταν από κάτι πρωτότυποέδιναν αμέσως το πολυπόθητο βιβλίο του Μέγα Μισητού στον τυχερό, δίχως να μπουν στην διαδικασία να δουν τα προϊόντα των υπόλοιπων κατοίκων που περίμεναν υπομονετικά στην ουρά. Ο κάθε στοίχος λειτουργούσε ανεξάρτητα και υπήρχαν κάποιες φορές που ο Μεγάλος Διαγωνισμός έληγε την πρώτη ημέρα! Δεν ήταν ο πιο δίκαιος τρόπος διεξαγωγής αλλά πόσο να κάνουν υπομονή όλοι μαζί με την παραξενιά του καθενός; 





Στο βάθος του τρίτου στοίχου από τα αριστερά, εκεί όπου χανόταν η ουρά του έξω από τα όρια της αλλόκοτης πλατείας περίμενε βαριεστημένη η Ιόλκυια. Το όνομά της ήταν μονόλεκτο, εν αντιθέσει με την πλειοψηφία των κατοίκων της Παραξενιάς που είχαν κι ένα δεύτερο προσδιοριστικό της ιδιοτροπίας τους. Όπως για παράδειγμα ο Μόρδυιος Τριανταφυλλοκλέφτης, ένα παιδί που η Ιόλκυια είχε προσπαθήσει να κάνει φίλο ανεπιτυχώς από τη γειτονιά. Ο Μόρδυιος είχε το χούι να κόβει κρυφά τα τριαντάφυλλα από ξένες αυλές μόνο και μόνο για να τα μυρίσει και για να τρυπηθεί στα χέρια και στα πόδια από τα αγκάθια τους. Αμέσως μετά τα πετούσε σαν να μη σήμαιναν τίποτα γι’ αυτόν. Ο φούρναρης της συνοικίας της, ο Κανέλυιος Μυρμηγκοφαγοπότης, σκότωνε όλα τα μυρμήγκια που καθημερινά μάζευαν τα ψίχουλα από τα λαχταριστά του καρβέλια και κουλούρια μετατρέποντάς τα σε μια εύγεστη, μα συνάμα σιχαμερή για την οικογένειά του, μεσημεριανή σούπα. Κάθε κάτοικος είχε τη δική του παραξενιά, που όσο ανυπόφορη κι αν ήταν αντισταθμιζόταν από την προσωπική μαγική ενέργεια που του είχε χάρισε η Θεία Δύναμη. Η Ιόλκυια δεν είχε εντοπίσει την δική της παραξενιά, ούτε την αντίστοιχη μαγική της ενέργεια. Βέβαια ήταν μόλις είκοσι ετών, είχε χρόνια ζωής να τις ανακαλύψει, και ας είχε αργήσει.

«Ούφ…» αναστέναξε με συννεφιασμένη διάθεση η Ιόλκυια, ενώ η ουρά των ανθρώπων μπροστά της δε προχωρούσε. «Φαντάσου πόσο περίεργη είναι η δική μου παραξενιά για να μην της έχει δώσει κανένας όνομα. Ούτε καν η σοφή ψυχομάνα μου, η Παρνάκυια Σκληροτραχηλομάνα», σκέφτηκε. 

Κάποτε είχε ακούσει πικρά σχόλια από διάφορους γείτονες για την Παρνάκυια. Έλεγαν πως είχε γεννήσει δύο πανέμορφα δίδυμα που μη προλαβαίνοντας να τα βγάλει καλά-καλά από τη μήτρα της, τα παράτησε στο κρύο και το βοριά. Η Ιόλκυια δε μπορούσε να πιστέψει πως η Παρνάκυια είχε κάνει κάτι τόσο φριχτό. 

Την ίδια την είχε μεγαλώσει με τόση αγάπη και στοργή και ας μην ήταν δικό της παιδί. Δεν μπορούσε να γνωρίζει πως στην πραγματικότητα η παραξενιά της Παρνάκυιας Σκληροτραχηλομάνας ήταν να σιχαίνεται τα ίδια της τα παιδιά και να αδυνατεί να τα αναθρέψει. Όμως η δική της προσωπική μαγική ενέργειαήταν να δώσει τετραπλάσια αγάπη από αυτή που θα έδινε στα παιδιά της, σε μια ψυχή μοναχική και κυνηγημένη. Όπως η Ιόλκυια. 

Ήταν τόσο όμορφη η μικρούλα Ιόλκυια όταν την είχε πρωταντικρίσει με τα σγουρά, πυρόξανθα μαλλάκια της να κοιτάει σα χαμένη την άδεια παιδική χαρά ένα ζεστό πρωινό του Αυγούστου. Βολόδερνε με αργά βηματάκια ανάμεσα στις κενές κούνιες κι έμοιαζε κάτι να ψάχνει, μια γνώριμη φυσιογνωμία. 

«Τι ζητάει αυτό το αγγελουδάκι μόνο του», είχε αναρωτηθεί η Παρνάκυια που γυρνούσε με φρέσκο ψωμί από το φούρνο της νέας της γειτονιάς. Η μικρή φορούσε μια αντρική, αμάνικη, βαμβακερή φανέλα που έφτανε μέχρι τους λευκούς της αστραγάλους και ήταν ξυπόλυτη. 

«Μπορεί να πεινάει», είχε σκεφτεί η Παρνάκυια και ανοίγοντας την πόρτα του πρόχειρου φράχτη της έδωσε μια ζεστή μπουκιά. Η Ιόλκυια τότε έτρεξε σαν μαγνητισμένη, άρπαξε την μεστή της γάμπα, τυλίχτηκε με τα χεράκια της σ’ αυτήν και ανασήκωσε το γεμάτο φακίδες μουτράκι της μόνο και μόνο για να ψελλίσει κάτι σαν «μαμμμ…Α». Η Παρνάκυια που η παραξενιά της την είχε κάνει να διώξει βάναυσα τα πραγματικά της παιδιά, είχε λυγίσει και την πήρε σπίτι.

«Αν την έχασε κάποιος κι αν λείπει σε κάποιον θα έρθει να την πάρει.» είχε σκεφτεί. Κανένας δε βρέθηκε όμως. Μόνο μια μακριά, σπαστή, κόκκινη τρίχα πάνω στην φανέλα της, ανάμνηση της φυσικής της μητέρας.



Μεσημέριασε και μια νύστα βάρυνε τα βλέφαρα της Ιόλκυιας. Πότε περιεργαζόταν νωχελικά, σκυφτή τα δύο κοκκινοκίτρινα ρόδια στα χέρια της, και πότε σήκωνε το κεφαλάκι της για να κοιτάξει τον ήλιο που έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα στον κρύο ,μα συνάμα καταγάλανο ουρανό. Γύρω τις το βουητό από τις συνομιλίες των διαγωνιζόμενων δεν έλεγε να κοπάσει. Αδύνατο να κοιμηθεί με τόση φασαρία. 

«Τι γυρεύω τώρα εδώ, τι περιμένω, ούτε ν’ απλώσω την κουρελού μου να ξεκουραστώ σαν άνθρωπος.» γκρίνιαξε χαμηλόφωνα. Κανένας δεν της έδωσε σημασία μα ούτε και αυτή νοιάστηκε. 

Ήταν παράξενη κοπέλα η Ιόλκυια, χωρίς όμως κάποια εμφανή παραξενιά. Δε θυμόταν ποτέ να είναι ιδιαίτερα αγαπητή από οποιονδήποτε πέρα από την ψυχομάνα της. Δεν ήταν ότι είχε κάποια έντονη αναποδιά, ή κάποια συνήθεια που απόδιωχνε τους άλλους. Αναπολούσε πολλά πρόσωπα στη ζωή της που απολάμβαναν την παρέα της για σύντομα διαστήματα και μετά απλά εξαφανίζονταν χωρίς κάποιο λόγο. Ακόμα και τα μικρά ζωάκια που τρυπώναν στην αυλή της Παρνάκυιας και η Ιόλκυια τους πρόσφερε στοργή και στέγη, μετά από ένα μήνα το πολύ χάνονταν. Η Ιόλκυια έπεφτε τότε σε βαθιά θλίψη, αλλά η ψυχομάνα της, της έκανε μια μεγάλη αγκαλιά και της έλεγε συχνά: «Είσαι σπάνιο κορίτσι καλή μου, έχεις πολλή ψυχή για να δώσεις, δε θέλω να σε βλέπω έτσι…»

Άλλες φορές θυμόταν να επιστρέφει από το σχολείο με το μέτωπο χαμηλωμένο και μια απογοήτευση στη φωνή της.

«Τι έπαθες κορίτσι μου; Ποιος σε πείραξε να τον βράσω και να πιω το ζουμί του;» ρώταγε τότε η Παρνάκυια τάχα έξαλλη, μόνο και μόνο για να πάρει την απάντηση πως ακόμα μια φίλη της την είχε εγκαταλείψει:

«Η καινούρια μου φίλη με παράτησε. Η Ντάκυια Χιτωνοφορούσα με αγνοεί και παίζει με άλλα κορίτσια».

«Μήπως την πρόσβαλλες επειδή έρχεται συνέχεια με το μωβ της μανδύα ντυμένη;» επέμεινε διακριτικά η ψυχομάνα.

«Όχι σου λέω, έγινε όπως ακριβώς πριν τέσσερις μήνες με την παλιά μου φίλη την Γάρκυια Μελανομορφούσα… Και χάθηκε και αυτός ο σκυλάκος που με συνόδευε από το σχολείο στο σπίτι και έτρωγε ασημόχαρτο από το σάντουιτς που μου φτιάχνεις κάθε πρωί», συνέχισε η Ιόλκυια και δάκρυα γέμισαν τα γκριζογάλανα μάτια της.

«Ηρέμησε Ιόλκυια, καλή μου Ιόλκυια. H καρδιά σου είναι από ζάχαρη, να το θυμάσαι» είπε τότε η Παρνάκυια στοργικά και την αγκάλιασε.

«Όλο αυτό μου λες! Βαρέθηκα να τ’ ακούω! Ε, αφού είναι από ζάχαρη να τη βάλουμε στον καφέ και να κεράσουμε τη γειτονιά να πιεί στην υγειά μου», είπε η Ιόλκυια και έφυγε πεισμωμένη να παίξει μόνη της με τα μερμήγκια και τα σκαθάρια στον κήπο. Πού και πού χάνονταν ακόμη κι αυτά και δημιουργούσαν σε διαφορετικές γωνιές της αυλής φωλιές.



«Πωπω…εδώ θα ξημερώσουμε απόψε, δεν τους βλέπω και πολύ σόϊ τους Πρωτοτυποκριτές», ακούστηκε μια παιδική φωνή που απομάκρυνε βίαια την Ιόλκυια από τις σκέψεις του παρελθόντος. Γυρνώντας αντίκρυσε έναν παλληκαρά μέχρι κει πάνω.

«Και τι έφερες εσύ λεβέντη μου που αξίζει το βιβλίο του Μέγα Μισητού και παραπονιέσαι;» τον ρώτησε μια γριά που περίμενε πιο πίσω με τα δάχτυλά της βαμμένα σκούρα μπλε.

«Έναν τηλεβόα που μετατρέπει τις αχνές φωνές σε βροντερές αντρίκιες».

«Μωρέ σιγά την έμπνευση!» είπε μια κοπέλα παραδίπλα με τα μακρυά της μαλλιά όλα χτενισμένα προς τα μπροστά έτσι ώστε να μη φαίνεται το πρόσωπό της. 

Η Ιόλκυια αναγνώρισε την Σάφυια Εμπροσθομαλλούσα, μια συμμαθήτρια τηςστο ωδείο μουσικής της γειτονιάς της. Είχε ωραία μελωδική φωνήαλλά επέμενε να την αποκαλούν Ευκαιρία, παριστάνωντας την γόησσα στα αγόρια της ηλικίας της. Όταν ο δάσκαλος του πιάνου την είχε ρωτήσει σε μια γενική πρόβα γιατί αυτοαποκαλούνταν έτσι, εκείνη είχε απαντήσει ευθαρσώς:

«Μα φυσικά κύριε Λόρκυιε Πεφταστεροπαρατηρητή διότι η ευκαιρία είναι η προσωποποίηση μιας ωραίας γυναίκας που έχει τα μαλλιά της μπροστά. Άμα περάσει από δίπλα σου και δεν την γραπώσεις, εσύ θα χάσεις. Με το που φύγει στο σβέρκο δεν έχει τρίχες να την αρπάξεις πάλι πίσω».

«Μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου έχεις Σάφυια Εμπροσθ…» και πριν τελειώσει τη φράση του όλη η τάξη είχε ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια αγνοώντας βέβαια την ξινή έκφραση της Σάφυιας που χανόταν κάτω από την πυκνή κώμη.



«Μπα;Η δικιά σου είναι καλύτερη;» είπε ο παιδόφωνος παλληκαράς που κίνησε το ενδιαφέρον της Ιόλκυιας και τον κοίταξε απ΄την κορφή ως τα νύχια χαμογελώντας παιχνιδιάρικα. Ούτως ή άλλως ποτέ της δε χώνεψε την Σάφυια.

«Σιγά μη σου δείξω κιόλας το σοφό μου κάτοπτρο που εξαφανίζει τις τρίχες.» απάντησε η Σάφυια με απαξίωση.

«Μωρ’τι μας λες;»…

Συνέχισαν έτσι να λογοφέρουν με τις παρεμβάσεις κι άλλων πολιτών, αλλά η Ιόλκυια αποφάσισε να μην ανακατευτεί. Δεν ήταν ότι ένιωθε αποστροφή για τους κατοίκους της Παραξενιάς. Ίσα ίσα πάντα ονειρευόταν μια μεγάλη παρέα μέσα στην οποία θα την αποδέχονταν και θα τη θαύμαζαν για κάτι. Πάντα ονειρευόταν έναν πιστό φίλο. Είχε τόσο μεγάλη ανάγκη για κοινωνικότητα, ήθελε πολύ να ανήκει κάπου.

Ώρες ώρες ευχόταν να είχε μια παραξενιά εμφανή. Θα συμβιβαζόταν ακόμα και με την πιο αποτρόπαια για να είναι και αυτή κάτι, να ξεχωρίζει για κάποιο λόγο. Ίσως τότε δεν θα αισθανόταν τόσο μόνη και θα κατάφερνε να προσελκύσει πιο πολλά άτομα στη ζωή της. Τώρα όμως ένιωθε να βουλιάζει σε ένα κενό μοναξιάς. Ήταν μόλις είκοσι χρονών μα αισθανόταν σαν ολομόναχη γριά. Με ένα αφηρημένο χάδι ακούμπησε τα αγριοκουρεμένα κοντά μαλλιά της. Ήταν κι αυτά ένα τίμημα για τη μοναξιά της.

Τα θλιμμένα πέπλα που κάλυψαν την ψυχή της, δεν παραμέρησε ποτέ η χαρά της ζωής από τότε που η ψυχομάνα της πέθανε, πριν δύο χρόνια. Μετά από αυτό η Ιόλκυια κλείστηκε στο σπίτι της κι αφιέρωσε το χρόνο της στον κήπο. Παρατημένη στην μοναξιά της, και ως ένδειξη πένθους, άφησε τον εαυτό της απεριποίητο. Τα μαλλιά της μάκρυναν, έγιναν ατημέλητα και μπερδεμένα. «Αφού κανείς δεν με πλησιάζει, ας γίνω ένα ζωντανό τέρας τι διαφορά έχει;» είχε συλλογιστεί.

Όλη αυτή η άρνηση κράτησε ένα χρόνο. Η Ιόλκυια πήγαινοερχόταν στην συνοικία όπου ζούσε. Καλημέριζε τους γείτονες, καλησπέριζε τους διαβάτες, αλλά παρέμενε μόνη. Μέχρι που ένα βράδυ που καθόταν στην αυλή απορροφημένη με τ’άστρα και τις πορείες που διέγραφαν αυτά στον μαύρο ουρανό, ένα αηδόνι κάθισε σε ένα δέντρο και είπε το γλυκό του τραγούδι. «Πρέπει να ήρθε από τη ρεματιά» συμπέρανε η Ιόλκυια. «Τι περίεργο, πρώτη φορά πλησιάζει την αυλή μας» και η φωνή του της μαλάκωνε την ψυχή. «Λες να θέλει κάτι να μου πεί; Να ’ναι μήνυμα απ’την αγαπημένη μου ψυχομάνα;»

Έτσι πως έκλεισαν τα μάτια της στη γλυκιά μελωδία του κελαηδίσματος, την πήρε ο ύπνος. Είδε την Παρνάκυια ντυμένη με λευκά υφάσματα, χαμογελαστή, με τα μαύρα της μαλλιά πιασμένα σε έναν περιποιημένο κότσο. Ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε την αγαπημένη της κρεμμυδόσουπα.

«Έλα εδώ καλή μου να δεις τι σου ’χω μαγειρέψει, να φας και να νιώσεις τη γλύκα της ψυχής σου μικρή μου Ιόλκυια», είπε και η χροιά της ήταν σαν να στάζει μέλι. Η Παρνάκυια της ένευσε να ’ρθει κοντά. Μόλις πλησίασε η Ιόλκυια της είπε εμπιστευτικά με αυστηρό τόνο: «Πρόσεξε μικρή μου όμως μην το παρακάνεις, γιατί η πολλή ζάχαρη πικρίζει. Είναι καιρός να διώξεις τη τρίχινη θλίψη από πάνω σου» τόνισε και με μιας η Ιόλκυια πετάχτηκε αναστατωμένη από το όνειρο.

Η νύχτα είχε φύγει κι είχε πάρει μαζί της το αηδόνι και το τραγούδι του. Ήταν πια χαράματα κι ο ήλιος ξεκινούσε διστακτικά την πορεία του για να φωτίσει την πλάση. Η Ιόλκυια πήρε ένα ψαλίδι αποφασισμένη. Το όνειρο που είχε δεί την είχε επηρρεάσει βαθιά.Σε λίγα λεπτά είχε αλλάξει όψη. Στη νοτιοανατολική γωνία της αυλής, την ώρα που τα κοκκινωπά χρώματα της αυγής απόδιωχναν τον βαθύ μπλε του ουρανού, η Ιόλκυια έθαψε τις πλούσιες πυρόξανθες μπούκλες της.





Αντίθετα με τις θύμησές της είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο κόσμος ήταν ανήσυχος. Κάποιοι στους μακρινούς στοίχους είχαν αποσπάσει δύο βιβλία του Μεγάλου Μισητού, όπως ακούγονταν τα νέα που διαδίδονταν γρήγορα. Η Ιόλκυια είχε καταβληθεί απ’την κούραση και είχε καθίσει οκλαδόν στο πλακόστρωτο δάπεδο της πλατείας. Σκεφτόταν το ενδεχόμενο να φύγει αλλά, κατά βάθος δεν ήθελε να γυρίσει πάλι στο μοναχικό της κατάλυμα και να ‘ναι όλα όπως τ’άφησε. Κάθισε λοιπόν και περίμενε το βράδυ. Μοίρασαν σε όλους τους διαγωνιζόμενους φαγητό. Έπιασε και κουβέντα με δύο αδερφάκια που το ένα μιμούνταν το άλλο σε λόγια και κινήσεις, πέρασε η ώρα με τις φωνούλες και τα παιχνίδια των μικρών προσωρινών της φίλων, και κάποια στιγμή βρέθηκε να κοιμάται στην πολύχρωμη κουρελού της. Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος και γυρνούσε συνέχεια πλευρό, σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει ακόμα και εκεί αν θα έφευγε ή αν θα έμενε.

Κάπου στο τέλος της νυχτιάς έκρυψε την όρασή της ένα σύννεφο από διάφανη ομίχλη.Το σύννεφο ήταν ασημί λες και είχε φτιαχθεί από μαλαματένιο αέρα και από μέσα του ξεπρόβαλλε ξαφνικά ο ίδιος ο Μέγας Μισητός! Ήταν χοντρός με μεγάλη μουστάκα και εύθυμος. Γελούσε και από τα τρανταχτά του γέλια κουνιόταν ρυθμικά η πελώρια κοιλιά του πάνω κάτω. Αναπαυόταν σε ένα ξύλινο περίτεχνα σκαλισμένο θρόνο με επένδυση από πορφυρό μαξιλάρι στο κάθισμα και στην πλάτη. Τα μαύρα μπιρμπιλωτά του μάτια πετούσαν σπίθες ενθουσιασμού. «Αχαχαχχαχαχαχααχ…οχοχοοχοοχοοο…ε λοιπόν για δες τους, όλοι είναι καλοί, όλοι έχουν κάτι να δείξουν στην λατρευτή μου Παραξενιά. Ωχοχοχοοχχοοχοχο..πολλές ευφυείς ανακαλύψεις, σε ποιον να πρωτοδώσω τα άγραφα βιβλία μου;»

Η Ιόλκυια τον κοίταξε απορημένη από χαμηλά. Έβλεπε καλά; Ο Μέγας Μισητός αυτοπροσώπως;Η αλήθεια ήταν πως αντίθετα από τη φήμη του, δεν της φάνηκε και τόσο αντιπαθητικός.

«Συγγνώμη κοπελιά σε ξύπνησα ε;Ωχοχοχοοχοχχο δεν το θελα…Το ονοματάκι σου;»

«Εεεε… Ιό…λκυια» είπε με το βλέμμα ακόμα ξαφνιασμένο από την παράξενη επίσκεψη.

«Έλα κοντά μου Ιόλκυια! Τι κάθεσαι εκεί χαμηλά;», είπε και με μια σβέλτη κίνηση τη γράπωσε απ’το μπράτσο και την ανέβασε δίπλα του στο ασημένιο σύννεφο.

«Κοίτα πόσο ευτιχισμένοι κοιμούνται όλοι.Ωχοχοχοχοοχοχο…Πόσο χαίρομαι που έδωσα νόημα στην παράξενη ζωή τους. Εσύ τώρα τι έχεις να μου δείξεις Ιόλκυια;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Μέγας Μισητός.

«Εεε..δεν ξέρω αν αυτό που έχω αξίζει. Ίσως…» κόμπιασε η Ιόλκυια.

«Καλά, καλά, σίγουρα κάτι κρύβει ο τορβάς σου, έτσι δεν είναι μικρή μου;»τη διέκοψε ο Μέγας Μισητός. 

«Δυο ρόδια!»

«Ρόδια!!!Ω!Έκτακτα!Ωχοχοχοχοοχοχχο…Τι σπουδαία!» είπε και με μιας άρχισε να χειροκροτάει ευχαριστημένος. Γέλασε και μετά της ψιθύρισε συνομωτικα: «Ξέρεις είναι το αγαπημένο μου φρούτο.» και συνέχισε δυνατά :

«Ε λοιπόν πες ότι στο χαρίζω το βιβλίο μου. Τέτοια συγκυρία! Αξίζει ένα βιβλίο του Μεγάλου Μισητού ε;»

«Μααα…»προσπάθησε να αρθρώσει έναν δισταγμό η Ιόλκυια.

«Πάρ’το, πάρ’το.» είπε και μαγικά εμφανίστηκε ένα δερματόδετο βιβλίο στο αριστερό του χέρι «Πάρ’το! Είναι δικό σου! Τι δεν το πιστεύεις; Μπορείς να γράψεις τώρα αμέσως! Να και η πέννα, δεν έχεις δικαιολογίες!Γράφε, γράφε ωχοχοχοχοοχχοχοχο!»

Άναυδη η Ιόλκυια ξεφύλλιζε το κενό βιβλίο με τις κατάλευκες σελίδες.

«Γράφε καλέ! Μην καθυστερείς!»

Η Ιόλκυια πήρε την πέννα και έγραψε σε ένα τυχαίο φύλλο αγάπη. Γύρισε σελίδα, σκέφτηκε για λίγο, και έπειτα έγραψε και πάλι αγάπη. Και στην επόμενη έκανε το ίδιο, ώσπου άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο γεμίζοντας τις σελίδες του μονάχα με μια και μοναδική λέξη: Αγάπη. 

«Στο όνομα του Μέγα Μισητού κέρδισα! Κέρδισαααααααααααααααααα!!!»

Η Ιόλκυια πετάχτηκε σαν να επέστρεψε από άλλο κόσμο. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν έναςμικροκροκαμωμένος ανθρωπάκος από το διπλανό στοίχο που έκανε τρέχοντας την πλατεία πάνω κάτω ανάμεσα στους συμπολίτες του με το βιβλίο του Μεγάλου Μισητού να ανεμίζει στα σηκωμένα του χέρια.

«Κέρδισαααααα!»



Η Ιόλκυια αναστέναξε.Ώστε ήταν όνειρο…

Σούσουρο ανασηκώθηκε στον δικό της στοίχο.

«Ω τι καλά!Τι όμορφα!» είπε μια καμπουριασμένη κυρία.

«Άντε και στα δικά μας!» ευχήθηκε ο παιδόφωνος άντρας.

«Μμμμμ…σίγουρα.» μουρμούρισε κάτω από τα μαλλιά της η Σάφυια.

Όλοι θα ’θελαν την τύχη του νικητή λίγο πολύ, μα η Ιόλκυια την ποθούσε θαρρείς περισσότερο από όλους μετά από το όνειρο που είδε. Ήταν διψασμένη για συντροφιά και αγάπη. Αποφάσισε πως θα περίμενε όσο χρειαζόταν.

Η μέρα κύλησε γρήγορα. Η Ιόλκυια άφησε την κουρελού της κάτω απλωμένη για να μη χάσει τη σειρά της, κρέμασε τον τορβά της στο δεξί της ώμο και ξεκίνησε την περιπλάνησή της στην αλλόκοτη πλατεία της Ιδιοτροπίας. Κατευθύνθηκε προς τα τρία κεντρικά της κτίρια που βρίσκονταν στην βόρεια πλευρά εκεί που κατέληγαν οι αχανείς ουρές. Πληθώρα διαγωνιζόμενων πλανιόταν στους χώρους της πλατείας: άλλοι νευρικοί και αγχωμένοι, άλλοι αφηρημένοι και ψύχραιμοι, βόλταραν ανάμεσα στα δημόσια οικοδομήματα. Το μεσαίο κεντρικό κτίριο της πλατείας που ήταν το δημόσιο παρατηρητήριο της Παραξενιάς. Ήταν ένα ορθογώνιο παλαιότατο πλίνθινο σπίτι, με μία κεντρική τεράστια ξύλινη δίφυλλη πόρτα στη μέση και πολλά συμμετρικά παράθυρα δεξιά και αριστερά. Η έλλειψη στέγης ήταν αρκετή για να μετατραπεί σε σπουδαίο αστρολογικό παρατηρητήριο. Τι και αν τα ακριβέστερα τηλεσκόπια ήταν εκτεθιμένα στις απότομες αλλαγές του καιρού, τι και αν τα τελειότερα ψηφιακά μέσα παρακολούθησης του παράλληλου σύμπαντος δεν μπορούσαν να είναι απόλυτα ασφαλή σε τέτοιο χώρο, οι πολίτες της Παραξενιάς αυτό το κτίριο είχαν επιλέξει για αστεροσκοπείο τους. Και ήταν νύχτα μέρα ανοιχτό στο κοινό και όλοι ήταν ευχαριστημένοι από τη λειτουργία του. 

Η Ιόλκυια μπήκε μέσα. Χάζεψε τα ακριβή όργανα, τον κόσμο και τα παιδάκια που εξέταζαν κάθε μηχάνημα, προσπάθησε να κοιτάξει μέσα από διάφορα κατασκευάσματα τα συμπαντικά σώματα, αλλά μόνο τα νεφελώματα και τα σύννεφα ήταν εμφανή εξαιτίας του δυνατού ήλιου. Μετά από λίγο βγήκε έξω να περπατήσει. Αισιόδοξες σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό της. Ίσως τα ρόδια της έδιναν την ευτυχία που αναζητούσε. Ήξερε φυσικά πως την αγάπη του Βάλυιου του Ερωτοαρνητή δεν θα την κέρδιζε ποτέ.



Ήταν δεν ήταν δεκάξι χρονών όταν η καρδούλα της Ιόλκυιας πρωτοσκίρτισε για τον Βάλυιο. Ήταν ένα μελαγχολικό αγόρι με μεγάλα μελιά μάτια, δύο χρόνια μεγαλύτερος, με μία αφύσικη αποστασιοποίηση από τα πάντα. Στο σχολείο οι συμμαθήτριες της Ιόλκυιας τον κοροιδεύαν γιατί ήταν ισχνός και ραδινός, αλλά και απίστευτα αφηρημένος. Τον φωνάζαν ο ποιητής του Έρωτα και χασκογελούσαν δακτυλοδείχνοντάς τον όταν στα διαλλείμματα καθόταν κάτω από τη μουριά του σχολείου και έγραφε αράδες σε παλιά φύλλα. Οι ματιές τους είχαν διασταυρωθεί πολλές φορές, όμως η Ιόλκυια αρνιόταν να παραδεχτεί τον εφηβικό της έρωτα ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό από φόβο μην εξαφανιστεί ο Βάλυιος από τη ζωή της, όπως κάθε άνθρωπος που προσπαθούσε να πλησιάσει. Μπορεί να μην επικοινωνούσαν, όμως κύματα ενέργειας έμοιαζαν να διαφεύγουν κάθε φορά που τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν. Που να ’ξερε η Ιόλκυια πως όλα αυτά τα παλιόχαρτα που ξεχείλιζαν από τις τριμμένες τσέπες του Βάλυιου ήταν ποιήματα για τον πλατωνικό έρωτά της! Εξάλλου αυτή ήταν και η βασανιστική του παραξενιά. Να μη γευτεί πότε την απόλυτη αγάπη στο όνομα της ποίησης, της προσωπικής έκφρασης που βγαίνει μέσα από μια πληγωμένη καρδιά. Που να ’ξερε κι ο Βάλυιος πως η Ιόλκυια ξενυχτούσε με την ανάμνηση των μελαγχολικών ματιών του να της τρυπούν την ψυχή, αναστενάζοντας τα ατελείωτα βράδια για να κρύψει τον μυστικό έρωτά της. Μόνο η Παρνάκυια είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε. H διάθεση της Ιόλκυιας ήταν συχνά πεσμένη αλλά τώρα η ψυχομάνα παρατήρησε πως η κορούλα της απέφευγε ακόμα και το φαγητό. Ανησύχησε για την ανορεξία της και προσπάθησε να μάθει:

«Τι έχεις καλή μου;»

«Δεν μπορώ να σου πω μανούλα μου, μη με πιέζεις.» ψέλλισε σχεδόν άφωνα η έφηβη Ιόλκυια.

«Τι σε ταλαιπωρεί;» επέμεινε γλυκά η Παρνάκυια.

«Πονάει η καρδούλα μου, νομίζω πως θα σπάσει.»

«Αγάπησες μικρή μου;»

«Ναι και δε θα ομολογήσω το όνομα του. Φοβάμαι μην τον χάσω μανούλα.» έλεγε η Ιόλκυια και ξεσπούσε σε κλάμματα.

Η ίδια συζήτηση επαναλαμβανόταν για ένα μήνα περίπου. Η Παρνάκυια ρωτούσε μα η Ιόλκυια αρνούνταν να αποκαλύψει τον έρωτά της, συχνά με δάκρυα στα μάτια. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και τα είπε όλα στη μητέρα της. Μόλις έμαθε η Παρνάκυια για το Βάλυιο βαθιά θλίψη την κυρίευσε.

«Καλή μου, το αγόρι αυτό που μου λες με τα μελιά τα μάτια έχει και δεύτερο όνομα, λέγεται Ερωτοαρνητής.» είπε και η Ιόλκυια άνοιξε διάπλατα τα μάτια της..

«Γιατί;»

«Γιατί η δικιά του παραξενιά είναι να μη ζει τον έρωτα παρά μόνο μέσα από τα ποιήματα του. Αν μου το ’λεγες πιο νωρίς ίσως προλάβαινα να σου εξηγήσω. Ξέρω τη μητέρα του, την Τάδυια Ξανθοφρυδούσα. Ήμουν στο σπίτι της και βοηθούσα στη γέννα του Βάλυιου που ήταν δύσκολη. Μη στεναχωριέσαι και μη μαυρίζεις την ψυχή σου. Και αν σε κοιτάει και κλεφτά όπως λες, μπορεί να ’σαι συ η μούσα στα ποιήματα του.Όμως θα μείνεις μόνο εκεί γι’αυτό και μη βασανίζεσαι».

«Δε μπορώ μητέρα τον Βάλυιο θα τον αγαπάω για πάντα.» δήλωσε σοβαρά η Ιόλκυια.



Για πάντα… Δεν μπορούσε με την ίδια ευκολία να δηλώσει κάτι τέτοιο τώρα. Σίγουρα η εικόνα του δεν είχε ξεθωριάσει και τη γέμιζε με αγάπη. Πολλές φορές είχε φανταστεί τον Βάλυιο για μοναδικό της ταίρι. Όμως το πάντα είναι πολύ μακρινό και είχε απογοητευτεί πολύ από την μοναξιά της. Αν κέρδιζε το βιβλίο του Μεγάλου Μισητού θα διεκδικούσε την αγάπη από όλους: από τον περίγυρο, τους πιθανούς φίλους,ακόμη και από την οικογένεια που τόσο ονειρευόταν να κάνει. Στη σκέψη των παιδιών το μυαλό της πήγε στα ρόδια. Ε, λοιπόν αυτά τα δύο φρούτα όπως και τα υπόλοιπα οκτώ που κρέμονταν από τη ροδιά της αυλής της ήταν κάτι σαν «μεταφυσικά» παιδιά της. Δεν είχε καταλήξε παράλογα σε αυτό το συμπέρασμα. Είχε πειστεί γι’ αυτό έξι μέρες πριν.



Η Ιόλκυια είχε ξυπνήσει κεφάτη και πνίγοντας ένα χασμουρητό με χάρη, πριν καλά καλά ξεκολλήσουν από τη νύστα τα ματοτσίνορά της, πήγε στην αγαπημένη της ροδιά να δει αν είχαν ωριμάσει οι καρποί της. Τον τελευταίο χρόνο ένιωθε πολύ όμορφα. Ήταν πιο κοινωνική, πιο ανέμελη. Είχε αποδεχτεί την αστάθεια που της προσέφερε η μοναξιά της και δεν έπαυε να της αντιστέκεται πότε περιθάλπτωντας αδέσποτα ζώα και πότε προσεγγίζοντας τους γείτονες. Πολύ λίγες μέρες μετά την ταφή της τρίχινης θλίψης της είχε δεί στο ίδιο σημείο να φυτρώνει ένα βλαστάρι, το οποίο είχε πλέον εξελιχθεί σε κορμό κανονικής ροδιάς. Η Ιόλκυια χάρηκε πολύ με την παράξενη φύτρα. Σαν να είχαν βγάλει σπόρια οι νεκρές της τρίχες και να δώσαν αυτή τη χαριτωμένη ροδιά. Τη φρόντιζε πολύ και την αγαπούσε και αντί αυτό να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη ροδιά, όπως σε όλα όσα αφοσιωνόταν, το δέντρο φούντωνε ωριμάζοντας τους λαχταριστούς καρπούς του.Και να που σήμερα δυο ρόδια στα χαμηλότερα κλαδιά φαίνονταν έτοιμα, καλογινομένα. Τα έκοψε, τα άνοιξε με προσοχή και δοκίμασε τα μικρά δροσερά σποράκια τους. Η γεύση των σπόρων της γλύκανε απολαυστικά τον ουρανίσκο και σχεδόν ξέχασε να φτύσει τα κουκούτσια καθώς τους κρατσάνιζε. Δυο τρία έπεσαν καταλάθως παραδίπλα από τη ροδιά. Την επόμενη μέρα με έκπληξη παρατήρησε πως στο σημείο που είχαν πέσει τα κουκούτσια εμφανίστηκαν δύο ακόμα βλαστάρια. Ένα σμάρι από μέλισσες ζουζούνιζε χαρούμενα πάνω από αυτά. Την μεθεπόμενη γρασίδι κάλυπτε μια ακτίνα πενήντα πόντων με κέντρο τα νέα φυτά.

« Τι να συμβαίνει τώρα», αναρωτήθηκε φωναχτά η Ιόλκυια, «τι περίεργα πράγματα είναι αυτά;».

Στο μεταξύ τα δύο ρόδια από τα οποία έτρωγε πού και πού τα σπυριά η Ιόλκυια, αν και ανοιγμένα, δεν μαράζωναν ούτε χάναν τα υγρά τους. Ήταν σαν να τα είχε κόψει μόλις από τη ροδιά. Πήρε γεμάτη περιέργεια άλλα τρία σπόρια και τα βαλε στις άλλες τρείς γωνίες της αυλής. Τα αποτελέσματα ήταν εξίσου εκπληκτικά. Σε μια μέρα η αυλή είχε γεμίσει από ζωύφια, πόες, χορτάρι. Άφωνη η Ιόλκυια παρατηρούσε χωρίς να τολμά να κόψει και τα υπόλοιπα ρόδια. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ενέργεια έκλειναν μέσα τους τα σπάνια αυτά φρούτα και προκαλούσαν τέτοια θαύματα. Της θύμιζαν την ενέργεια που είχε μικρή για ζωή, για αγάπη.Εκείνες οι έξι μέρες ήταν ίσως και οι πιο χαρούμενες της ζωής της. Αποφάσισε να μην πει τίποτα σε κανένα και να χρησιμοποιεί συνετά τα ρόδια για να καλυτερεύσει την καθημερινότητά της. Μέχρι που άκουσε εκείνο το απόγευμα την φωνή του τελάλη:

«Προσοχή! Ξεχωριστοί κάτοικοι της Παραξενιάς αύριο αρχίζει ο διαγωνισμός στην κεντρική πλατεία της Ιδιοτροπίας! Ελάτε όλοι και ο Μεγάλος Μισητός θα σας ανταμείψει!!!!Προσοχή!Μεγάλος Διαγωνισμός!Μέγας Μισητός! Ελάτε! Ελάτε και δε θα το μετανιώσετε! Προσοχή!». Ήταν τόσο απορροφημένη με τη ροδιά της που κόντεψε να το ξεχάσει τελείως. Όλη η γειτονιά είχε βουίξει την τελευταία βδομάδα για το Μεγάλο Διαγωνισμό .

«Αμάν και αυτός ο τελάλης! Δεν έβγαζε λόγο καλύτερα;» είπε και χαμογελώντας μπήκε στη ζεστή κουζίνα της, τύλιξε τα ρόδια σε μια πετσέτα και τα έβαλε σε ένα παλιό σκούρο καφέ τορβά. Αύριο θα ήταν και αυτή στην πλατεία της Ιδιοτροπίας…





Είχε πάει τρείς το μεσημέρι. Βαρέθηκε να κάνει βόλτες και είπε να επισκεφθεί για λίγο τη μεγάλη βιβλιοθήκη, αριστερά και λίγα μέτρα πιο κάτω από το Αστεροσκοπείο. Η βιβλιοθήκη ήταν ένα σύγχρονο κτίριο που μεταλλάσονταν από σκοτεινό οικοδόμημα σε φωτεινό με πολλά αίθρια. Είχε κινητούς τοίχους, άχρηστα παραπετάσματα και αταίριαστα διακοσμητικά στοιχεία.Οι αλλάγες γινόντουσαν με τη βοήθεια μηχανημάτων και δεν υπάκουαν σε καμμιά λογική. Έτσι μια ηλιόλουστη μέρα σαν και αυτή μπορεί να βρισκόσουν να διαβάζεις μέσα σε ένα γυάλινο κουτί περιβαλλόμενο από ατελείωτες περσίδες, υπό το φως μεγάλων πορτατίφ. Έψαξε πολλούς παράξενους συγγραφείς, άγνωστους και μη. Ξεφύλλισε ανάποδα βιβλία, διηγήματα γραμμένα σε γλώσσες από άλλους κόσμους, συλλογές από αλλόκοτες φωτογραφίες και ζωγραφιές. Μέχρι να βγεί από εκεί βράδιασε. Το τρίτο κτίριο της πλατείας δεν την ενδιέφερε. Ένα αδιάφορο οίκημα που χρησίμευε ως δημαρχείο και ως ξενοδοχείο μαζί, δεξιά από το Αστεροσκοπείο. Επέστρεψε ολοταχώς στον στοίχο της, στη σειρά της. Μετά από λίγο δέχτηκε με ευγνωμοσύνη το γεύμα, συνομίλησε ευδιάθετα με τους διπλανούς της και για πότε την πήρε ο ύπνος ούτε που το κατάλαβε. Το όνειρο που είδε εκείνο το βράδυ δε θα το ξεχνούσε ποτέ. Ήταν σε μια παραλία που απέχει δύο ώρες από τη συνοικία της και είναι γνωστή για τα απόκρημνά της βράχια. Σκαρφάλωνε συνέχεια για να εξασφαλίσει καλύτερη θέα ώσπου σκόνταψε σε ένα χιλιοτριμμένο τετράδιο. Έσκυψε να το περισώσει μη διαλυθεί κάτω από τις φτέρνες της, του έριξε μια γρήγορη ματιά και τα γράμματα που διέκρινε της φάνηκαν γνώριμα.

«Συγγνώμη δεσποινίς.» άκουσε μια σπαστή φωνή από πίσω της.

«Βάλυιε…» έκθαμβη αναφώνησε η Ιόλκυια γυρνώντας προς τα πίσω το πρόσωπό της.

«Πως βρέθηκες εδώ; Το ξέρεις πως σε ψάχνω παντού; Μόνο αυτά τα παλιόχαρτα μου μείναν για να σου δείξω…»

«Τι;» είπε έντονα η Ιόλκυια «τι είναι αυτό στη τσέπη σου;» ρώτησε και έδειξε το αναγνωριστικό σακάκι του Βάλυιου με τις τριμμένες τσέπες όπου διαγράφονταν κάτι στρογγυλό. « Πού το βρήκες;»

«Είναι το μέλι της ψυχής σου, το νέκταρ του έρωτά μου. Είναι αυτό που φύλαξες για μένα, γεύομαι τα ρόδια και θυμάμαι πόσο μ’αγαπούσες.»

«Ακόμα σ’αγαπώ.» ψυθίρισε με τα πόδια της να τρέμουν από την ταραχή η Ιόλκυια. Ο Βάλυιος άνοιξε τα λευκά αδύναμα χέρια του και την αγκάλιασε. Με βουρκωμένα μάτια της εξομολογήθηκε:

«Σ’ευχαριστώ που γύρισες. Θα σ’αγαπώ από εδώ ως το παράλληλο σύμπαν. Γλυκιά μου Ιόλκυια...» και ενώ τη φιλούσε απαλά στο στόμα ένα χάδι σαν να της ηλέκτρισε την πλάτη και ξύπνησε φανερά αναστατωμένη.

Ήταν η γριά με τα μπλε δάκτυλα: «Πρέπει να πλησιάζει η σειρά σου.» της είπε απολογητικά. Η καρδιά της Ιόλκυιας συσπάστηκε σε ένα βίαιο χτύπο από την αγωνία. Έδιωξε απότομα τη ζεστή ονειρική οπτασία του Βάλυιου από το νου της, συμμόρφωσε τα ρούχα της και σηκώθηκε όρθια γεμάτη θάρρος. Ο παιδόφωνος ψηλός άντρας μόλις είχε απορριφθεί από την επιτροπή. Η Σάφυια ήταν μπροστά της και μετά θα κρινόταν η Ιόλκυια. 

Η επιτροπή του στοίχου της αποτελούνταν από έναν Πρωτοτυποκριτή που λεγόταν Μέρκυιος Θαλασσόδαρτος και δύο βοηθούς, τον Ξένυιο Προπορευτή που ήταν φανερά κοντός σαν νάνος, και τον Ρέπτυιο Αλτρουϊστή. Η πολιτεία φρόντιζε πάντα οι Πρωτοτυποκριτές να έχουν μια παραξενιά που να επηρρεάζει κατά το ελάχιστο την αντικειμενική τους κρίση, ενώ οι βοηθοί τους να είναι τουλάχιστον συμπαθητικοί.

Οι κριτές ξεμπέρδεψαν με την Σάφυια γρήγορα. Το εμπνευσμένο κάτοπτρό της δεν άρεσε και έτσι η Σάφυια έφυγε αστραπιαία, βρίζοντας χαμηλόφωνα.

Όταν ήρθε τελικά η σειρά της Ιόλκυιας, εκείνη χαιρέτησε τους κριτές και συστήθηκε και οι κριτές ανταπέδωσαν ευγενικά και συστήθηκαν και αυτοί με τη σειρά τους όπως επεβαλλαν οι κανόνες του Μεγάλου Διαγωνισμού.Της έδωσαν χρόνο να τους παρουσιάσει τα πράγματα της. Η Ιόλκυια έχωσε τις παλάμες της μέσα στον τορβά και είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε:

«Σας έφερα αυτά τα ρόδια από την αυλή μου που δε μαραίνονται ποτέ.»

«Μμμμ...ενδιαφέρον» απάντησε ο Ξένυιος Προπορευτής.

«Έχουν κάποια άλλη ιδιότητα;» πετάχτηκε ο Μέρκυιος και την κοίταξε με το θαλασσοδαρμένο ξερακιανό του πρόσωπο.

«Όπου πέφτουν τα σπειριά τους η γή οργιάζει. Αυτό παρατήρησα στον κήπο μου τυχαία» απάντησε η Ιόλκυια.

«Μμμμμ...Μάλιστα» είπε πάλι ο Ξένιος Προπορευτής.

«Μήπως μπορείς να μας κάνεις μια μικρή επίδειξη;» ρώτησε ο Ρέπτυιος Αλτρουιστής. «Για την ακρίβεια εδώ κοντά έχει ένα παρτέρι» της χαμογέλασε και κατευθύνθηκαν και οι τέσσερις σε ένα ακαθορίστου σχήματος κοντινό κηπάκι της πλατείας της Ιδιοτροπίας.

Η Ιόλκυια ανταπέδωσε ένα βεβιασμένο χαμόγελο και αφαίρεσε ένα σπυρί από το κάθε ρόδι. Το ένα το τοποθέτησε σε μία μηρμυγκοφωλιά και το άλλο στις ρίζες από ένα θαμνάκι. Και όντως σε λίγα λεπτά η μυρμηγκοφωλιά άρχισε να αποκτά ασυνήθιστη κίνηση ενώ το θαμνάκι ήταν σαν να ετοιμαζόταν να πετάξει μπουμπούκια. Οι κριτές παρατήρησαν για λίγο το πανδαιμόνιο από ζουζούνια που πηγαινοέρχονταν ζωηρά, τη χλόη που ξεπεταγόταν από το πουθενά και τα σκαθάρια που συνωστίζονταν. Πρώτος μιλησε ο Μέρκυιος Θαλασσόδαρτος:

«Έχω την αίσθηση πως οι σπόροι της ροδιάς σου κρύβουν μεγάλη δύναμη μέσα τους. Όμως για φαντάσου που θα μπορούσε να οδηγήσει η υπερβολική τους χρήση; Δυο σποράκια έριξες και έγινε χαμός.»

«Ναι αλλά τόση πολλή ενέργεια έχετε βρει κρυμμένη κάπου αλλού;» πήγε να απολογηθεί δειλά η Ιόλκυια.

Τον λόγο πήρε αμέσως Ξένυιος Προπορευτής που φάνηκε πιο ενθουσιασμένος : «Σίγουρα θα έχει θαυμαστά αποτελέσματα στην κηπουρική, και στη φύση, γιατί όχι. Δεν είμαι βέβαιος όμως αν κάτι τέτοιο αξίζει ένα βιβλίο του Μεγάλου Μισητού». Η Ιόλκυια δάγκωσε τα χείλια της πικραμένη καθώς ανέτρεξε στο προχθεσινό της όνειρο. Ο Ρέπτυιος Αλτρουϊστής δε σχολίασε τίποτα απλά ξεφυσούσε και προσπαθούσε να ερευνήσει κάτι το μαγικό κοιτώντας τα γκρίζα πια από την απογοήτευση μάτια της Ιόλκυιας. Τελικάμετά από μια σύντομη συζήτηση συμφώνησαν πως δεν μπορεί να αποκτήσει το κενό βιβλίο. Η Ιόλκυια έβαλε με προσοχή τα δύο ρόδια στον τορβά χωρίς να χάσει άλλο σπόρο και απομακρύνθηκε περήφανα και σιωπηλά.

Στο δρόμο του γυρισμού, η Ιόλκυια μεγάλωσε την απόσταση από το σπίτι της, πότε χαζεύοντας τους διαβάτες, πότε περιεργάζοντας τη φύση, τα κτίρια. Είχε κάτι το βαρύθυμο στην περπατησιά της και το βλέμμα της φάνταζε λίγο κενό. Το μυαλό της ήταν σαν να ταξίδευε σε άλλο κόσμο και ας εξέταζε ερευνητικά πότε αγγίζοντας, πότε μυρίζοντας, πότε ακούγοντας αδέσποτα ζώα, λουλούδια και ανθρώπους. Όλες οι αισθήσεις της έμοιαζαν πιο ευαίσθητες, λες και αντίκριζε για πρώτη φορά τον κόσμο τούτο της Παραξενιάς. Όμως η κατανόηση αυτού του κόσμου γινόταν τώρα πιότερο με απογοήτευση παρά με ενθουσιασμό από την Ιόλκυια. Το χάδι της στα σκυλάκια του δρόμου σαν να έκρυβε μια πίκρα, η ακοή της που αναγνώριζε χαρούμενες φωνούλες παιδιών να παίζουν, σαν να αναζητούσε νοσταλγικά αγαπημένους ήχους, η όραση της που περιπλανιόταν άσκοπα σε κάθε ερέθισμα, σαν να ήθελε να γεμίσει από τα πάντα.

Έφτασε απογευματάκι στην αυλή της μ’ ένα πλάκωμα στο στήθος. Όλες οι ελπίδες της είχαν σβήσει. Είδε τη ζωντανή ροδιά της και αναθάρρησε, άγγιξε τον κορμό της και ένα δάκρυ γεμάτο παράπονο της ξέφυγε. «Τι όμορφη που είσαι ροδιά μου...», αναστέναξε κόβωντας κάθε εσωτερικό λυγμό της. Μετά πήρε μια μικρή σκάλα και ένα μικρό κλαδευτήρι και έκοψε όλα τα υπόλοιπα ρόδια με κινήσεις γεμάτες αγάπη. Στη συνέχεια έπλεξε ένα καλάθι από καλάμια, που είχε συνήθεια να μαζεύει από την κοντινή ρεματιά, περιμετρικά από το στέρνο της και τοποθέτησε όλα τα ρόδια μέσα. Και το βράδυ κοιμήθηκε ανάσκελα, με τα ρόδια που φυλούσε η καρδιά της να ζουλούν τα τρυφερά της στήθη.

Το άλλο πρωί πολύ νωρίς ξεκίνησε για την απότομη ακτή. Το φως του ήλιου ελίσσονταν ανάμεσα στα κατάλευκα παγωμένα σύννεφα, μα η Ιόλκυια αρνιόταν να το αντικρίσει κατάματα και ας ήταν μαλακό. Με το βλέμμα σκυμμένο στα ρόδια της που περιζώναν τον θώρακά της, σκυφτή και πικραμένη προχωρούσε. Αργά και σταθερά, μην της ξεφύγει κανένας πολύτιμος καρπός. Πού και πού τύλιγε τα χέρια της σταυρωτά στα πλευρά της, προστατευτικά να μην της πέσουν, με τρόπο που φαινόταν ότι αγκαλιάζει μόνη της το κορμί της. Και αυτή ήταν η αλήθεια που πάγωνε την καρδούλα της αυτό το κρύο πρωϊνό. Είχε μείνει μόνη της, χωρίς την αγαπημένη της ψυχομάνα, απομονωμένη από τον εφηβικό της έρωτα, χωρίς φίλους. Και όσο και αν ήθελε να πλημμυρίσει από αγάπη τους πάντες δεν υπήρχε άνθρωπος να την πλησιάσει τόσα χρόνια τώρα. Έχασε και την τελευταία ευκαιρία μετά την αποτυχία της για την απόκτηση του βιβλίου του Μέγα Μισητού. Τίποτα δεν είχε μείνει πια πέρα από αυτή και τα ρόδια της.

Όταν έφτασε στην ακτή δεν είχε κόσμο μιας και ήταν χειμώνας. Σκαρφάλωσε στα απότομα βράχια και έψαξε για το σημείο όπου είχε δει τον παιδικό της έρωτα στο όνειρό της, με τα δυό της χέρια αγκάλιασε το χειροποίητο καλάθι με τους δέκα καρπούς της ροδιάς της, έδωσε μια και τσακίστηκε από τα βράχια...





Τρεις μέρες μετά τον Διαγωνισμό ο Ρέπτυιος Αλτρουιστής δεν έβρισκε ήσυχο ύπνο. Δεν ήθελε να αναστατώσει την οικογένεια του και να τους το πει. Αρκετά τους είχε κουράσει τόσα χρόνια με το να ασχολείται με το κοινό καλό εις βάρος της προσωπικής τους γαλήνης. Η παραξενιά του να τρέχει για όλους είχε κάνει τα παιδιά του και τη γυναίκα του δυστυχισμένους. Έσπαγε το κεφάλι του να συνδυάσει την ανησυχία του με ένα παράξενο γεγονός που μπορεί να τον οδηγούσε κάπου. Αν μη τι άλλο πίστευε πολύ στο ένστικτό του και αυτές οι ανεξήγητες αϋπνίες έπρεπε να σημαίνουν κάτι. Ίσως να όφειλε να είναι συνεχώς σε επαγρύπνηση για την ανακάλυψη ενός ανθρώπου, ενός μηχανήματος ή ενός φυτού που θα βοηθούσε την παράξενη πατρίδα του. Μέχρι που άκουσε φήμες να λένε για μια απόκρυμνη παραλία που ενώ τόσα χρόνια ήταν αδιάφορη, γέμισε κόσμο μες στο καταχείμωνο, γιατί είχε ζεστά νερά και μάζευε σπάνια ακίνδυνα ψάρια, και κάποιος μπορούσε να βουτήξει και να θαυμάσει τον πλούτο των φυτών του βυθού της.

Ξαφνικά ένα βράδυ που κουκουλωμένος προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις διαισθήσεις του, σε συνδυασμό με τα γεγονότα των ημερών που ακολούθησαν τον Μεγάλο Διαγωνισμό, ήρθε σαν κεραυνός μια ιδέα: «Το κορίτσι με τα πυρόξανθα μαλλιά.» φώναξε.

«Τι ανοησίες λες πάλι..» του αντιμίλησε η γυναίκα του.

Ο Ρέπτυιος τινάχτηκε από τη κουβέρτα του, ντύθηκε πρόχειρα και έτρεξε κατευθείαν σ το σπίτι του Ξένυιου Προπορευτή.

«Που είναι ο φίλος σου, ο Σάκυιος Ξυλοποδαράκης;» ρώτησε βροντώντας την πόρτα ο Ρέπτυιος Αλτρουϊστής.

«Τι συμβαίνει;» απάντησε τρομαγμένος ο Ξένυιος Προπορευτής.

«Πήγαινέ με αμέσως σε αυτόν. Τον χρειάζομαι..»



Το ίδιο βράδυ ο Ρέπτυιος ο Αλτρουϊστής πήγε με τον Σάκυιο Ξυλοποδαράκη στην φημισμένη απόκρυμνη ακτή που εκείνη την ώρα ήταν έρημη. Ο δεύτερος ο οποίος είχε την παραξενιά να μην αποδέχεται το ύψος του, που ήταν λιγότερο και από νάνου, είχε ανακαλύψει ένα μαγικό βοτάνι που σαν το έπινε γινόταν ίσα με πέντε μέτρα ψηλός για μία ώρα εντυπωσιάζοντας τους συμπολίτες του.

Έτσι ο Ρέπτυιος Αλτρουϊστής με τη βοήθεια του Σάκυιου Ξυλοποδαράκη κατάφερε να συλλέξει κάθε σπυρί από τον πάτο του βυθού. 

Στην πραγματικότητα η παραξενιά της Ιόλκυιας ήταν ότι αγαπούσε τα πάντα χωρίς μέτρο. Τα αγνά της συναισθήματα ήθελαν να αγκαλιάσουν με ανιδιοτέλεια όλη την πλάση. Δινόταν σε ανθρώπους, ζώα και φυτά με όλη της την ψυχούλα και γι’ αυτό όλοι την φοβόντουσαν και την απέφευγαν. Και καθώς το αδικοχαμένο κορμάκι της σκίστηκε στα βράχια, τα ρόδια πήραν όλη την ενέργεια από το μεγαλείο της καρδιάς της για πάντα.

Και ο Σάκυιος Αλτρουϊστής πήρε τους πολύτιμους σπόρους και τους φύτεψε σε ένα εγκαταλελειμένο χωριό κοντά στην Ιδιοτροπία. Οι σπόροι άνθισαν, τα ζώα πλησίασαν και οι άνθρωποι κατοίκησαν στο χωριό που σύντομα έγινε μια ευτυχισμένη κοινότητα. Οι κάτοικοι ζούσαν μονιασμένα παρά τις παραξενιές τους. Το χωριό μεγάλωσε και σύντομα έγινε δήμος και ο Σάκυιος Αλτρουϊστής πήρε το ρόλο του δημάρχου. Και η δουλειά του ήταν ξεκούραστη γιατί όλα έμοιαζαν να είναι αρμονικά δίχως τη δική του παρέμβαση, και είχε επιτέλους πολύ χρόνο για να διαθέσει στην οικογένειά του. Και ο δήμος επεκτάθηκε τόσο πολύ που γρήγορα έγινε το πιο ευήμερο και πολυπληθές προάστιο της Ιδιοτροπίας. Μόνο που ο Σάκυιος Αλτρουϊστής δεν θυμόταν το όνομα της Ιόλκυιας και ονόμασε τη συνοικία του «Γειτονιά της Πυρόξανθης Ροδένιας».



Και αν δεν ακούσατε ποτέ για κείνη την ονειρική γειτονιά, κάπου μακρυά σε ένα παράλληλο σύμπαν, ίσως στο δικό μας κόσμο να φτάσουν στ’ αυτιά σας κάποια παράξενα λόγια ενός μετεμψυχωμένου ποιητή, που στους στίχους του νοσταλγεί την άφταστη ψυχή της δικιάς του αγαπημένης, θυμίζοντας κάτι από τούτη εδώ την ιστορία...