Νεαρή γυναίκα μόνη στην παραλία…γράφει
Ομπρέλα 46. Αυτή διάλεξα.
«Μα καλά από όλη την παραλία αυτήν την στραβή διάλεξες;», θα έλεγε η μητέρα
μου.
«Ναι», θα απαντούσα, «γιατί
έχει κάτι το ιδιαίτερο.»
«Ναι», θα μου αντιγύριζε,
«είναι στραβή, μ’ ανεμοδαρμένη στεφάνη, που τα καλάμια της έχουν ξεφτίσει από
τον ήλιο και την αλμύρα.»
«Όντως», θα απαντούσα,
«αλλά αυτή μ’ αρέσει.»
«Ναι», θα επέμενε η μητέρα
μου, «αλλά έχω να πω, πως όλες οι άλλες οι ίσιες δε σου ‘κάναν, αυτή βρήκες να
διαλέξεις επειδή είναι ανέμελη και έχει τα “μυαλά” πάνω από το κεφάλι, σαν και
σένα.»
Πράγματι, σκέφτομαι, γιατί
ό όμοιος στον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα, όπως λέει η σοφή λαϊκή παροιμία.
Ίσως να τη διάλεξα γιατί το άθροισμα των ψηφίων του αριθμού της, 4 και 6, κάνει
10 (4+6=10). Δηλαδή σε γράμματα αλφαβήτου Κ , το δέκατο γράμμα στη σειρά, και Α
το πρώτο , καθώς 1+0=1. Από Κ είναι το όνομα του πατέρα μου και από Α το δικό
μου.
Σε τελική ανάλυση όμως ποιος
νοιάζεται για την ομπρέλα; Ας είναι και αυτή θεόστραβη σαν την τύχη μου. Από
την άλλη πλευρά, ένα στοιχείο που με τράβηξε είναι ότι τη μοναδική έξτρα λαρτζ
ξαπλώστρα, που βρίσκεται κάτω από την διαστρεβλωμένη σκιά της, τη διακοσμούσε
ένα ριγωτό, σε σχήμα βεντάλιας, κοχυλάκι με διαβαθμίσεις του καφέ- μπεζ- άσπρου
χρώματος σε κάθε αυλακιά του. Στο σύνολό τους 26 πτυχώσεις έχει, πράγμα που μ’
έκανε να ενθουσιαστώ σαν παιδί μόλις το ανακάλυψα. Ίσως να το έχει αφήσει
κάποιος εκεί σαν μήνυμα, σαν κρυφό σημάδι που να υπονοεί κάτι.
«Πάψε να πιστεύεις στα
σημάδια του καιρού.», θα με διέκοπτε η μητέρα μου από την ονειροπόληση του
τυχαίου που κρύβει κάτι προφανές, και θα συνέχιζε, «Είσαι 32 χρονών και ακόμα
να προσγειωθείς. Όλες οι φίλες σου βρήκαν άντρα, σωστή δουλειά, κάνε κάτι και
συ, κουνήσου, τίποτα δε θα σου ‘ρθει έτοιμο από τον ουρανό!».
Είναι σαν να την ακούω. Ουφ,
και υποτίθεται πως ήρθα εδώ στην πιο απομονωμένη παραλία της περιοχής, εγώ και
η μοναξιά μου, για να τα βρω με τον εαυτό μου. Και τα λάθη επιμένουν να με
κυνηγούν μέσα από την επιτακτική, φανταστική φωνή της μητέρας μου.
Το αφεντικό μου, εκεί που
είχα υπολογίσει πως θα μου έκανε αύξηση αφού παρακολούθησα τα σεμινάρια
στατιστικής που ήθελε να εφαρμόσει στην εταιρεία, με μείωσε στα 500 ευρώ πριν
το καλοκαίρι. Δεν μου έδωσε κάποια αιτία για τη πράξη του αυτή, παρ’ όλο που
γνωρίζει πως συντηρούμαι μόνη μου.
«Φταίς εσύ.», θα έλεγε η
μητέρα μου, «Έπρεπε να είχες φύγει προ πολλού να είχες βρεί αλλού δουλειά, με
καλύτερες απολαβές.». Ναι σίγουρα, λες
και είναι τόσο εύκολο, θα ανταπαντούσα ή έστω θα το σκεφτόμουν ως απάντηση
από μέσα μου, σιωπηλά.
Όμως ας το πάρουμε το
πρόβλημα από την αρχή. Σήμερα είναι 26 Αυγούστου (δηλαδή αν από το νούμερο 46
της ομπρέλας αφαιρέσεις από το δεύτερο ψηφίο το πρώτο βγαίνει 2 (6-4=2). Και αν
αφήσεις το δεύτερο ψηφίο ανέπαφο 26. Άν τώρα το 2, που είναι η διαφορά του 6
από το 4, το προσθέσουμε στο δεύτερο ψηφίο της ομπρέλας, μας δίνει άθροισμα το
8. (6+2=8). Το δεύτερο ψηφίο της ομπρέλας είναι αυτό που κρατάμε ανέπαφο, ως
μειωτέος ή αφαιρετέος αριθμός. Επομένως έχουμε 26-8 (είκοσι έξι Αυγούστου)-
ωραία σύμπτωση! Όπως και οι 26 πτυχώσεις του κοχυλιου!).
Υποτίθεται πως στις
διακοπές είναι ευκαιρία να τα διορθώσεις όλα. Ωστόσο, από πού να ξεκινήσω;
Όλες οι φίλες μου από το
μαθηματικό είναι διαιρεμένες σε 3 απόλυτα μαθηματικά υποσύνολα ίσου αριθμού
ατόμων. Οι 4 έφυγαν εξωτερικό προς αναζήτηση καλύτερης εργασίας. Οι 4
παντρεύτηκαν. Και οι άλλες 4 ζουν από τα λεφτά του μπαμπά τους και κάνουν και
κανένα ιδιαίτερο πού και πού για να λένε ότι δουλεύουν. Δυστυχώς την τελευταία
πολυτέλεια δεν είναι στο χέρι μου να την αποκτήσω, καθώς έχασα τον πολύτιμο
πατέρα μου πριν από 10 χρόνια. Οπότε αφαιρείται ως πιθανότητα για τη δική μου
περίπτωση.
Και αν δεν είναι στο χέρι
σου να διορθώσεις τα πάντα ή έστω τα βασικά στις διακοπές τι γίνεται;
«Πώς δεν είναι δηλαδή; Μαθηματικός
δεν είσαι; Βάλε τη λογική σου να δουλέψει λοιπόν, βρες λύση.», θα έλεγε με το
καυστικό της ύφος η μητέρα μου.
«Ακριβώς επειδή όλα δεν
ερμηνεύονται με λογική και πράξεις διάλεξα να γίνω μαθηματικός. Μήπως και ερμηνεύσω
τα ανεξήγητα.»
«Ά εσύ παιδάκι μου δεν
πιάνεσαι με τίποτα!» θα σχολίαζε η μητέρα μου σίγουρα, κλείνοντας απηυδισμένη
την κουβέντα.
Αποξεχνιέμαι βουτώντας τα
πόδια μου στην χοντρόκοκκη άμμο. Είναι μπεζ και άπειρη. Στην παραλία, στο τμήμα
που δεν έχει ξαπλώστρες, ένα τσούρμο από 20χρονα (4 κοπέλες και ανάμεσά τους 3
αγόρια) είναι σε πλήρη σχεδόν παραλληλία, τοποθετημένα μπρούμυτα, το ένα δίπλα
στο άλλο. Πρέπει να είναι ή παιδιά ντόπιων, ή παιδιά γονέων που έχουν τα
εξοχικά τους εδώ. Γελάνε και πειράζονται ανέμελα ενώ το αεράκι από τη θάλασσα
τους αναστατώνει ελάχιστα τα μαλλιά. Άραγε το σώμα μου θα είναι ακόμα σφριγηλό
σε 5 χρόνια όπως των 20χρονων; Όχι τίποτα άλλο, απλά επειδή η μπογιά μου πέρασε
και πως θα τυλίξω κανέναν, όπως λέει και η μητέρα μου.
Γελάω μόνη μου ειρωνικά.
Να δεις που οι θεωρίες της μητέρας μου ξεπηδούν ασυνείδητα από παντού, μέσα από
το μυαλό μου, χωρίς να το ελέγχω. Όχι πως με νοιάζει αν θα μείνω μόνη, αλλά το
καλοκαίρι θα φύγει και ‘γω το Σεπτέμβρη πρέπει να είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω
τη νέα χρονιά. Μόνο που δεν μου προσδιόρισε κανείς πόσο ακριβώς του Σεπτέμβρη
5, 10, ή 15; 4, 8 ή 16; ‘Η 24 ή μήπως 26; Και ο Μαρίνος που με παράτησε ανήμερα
της γιορτής του, 26 Ιουλίου, ακριβώς ένα μήνα πριν, δεν μου είπε πότε ακριβώς και
αν υπολόγιζε την επανασύνδεσή μας. Φαντάζομαι πως με αφορμή αυτό το εορταστικό
κλίμα καταμεσής του καλοκαιριού, ήθελε να βγεί και να ξενυχτήσει με τα
φιλαράκια του, να περάσει το υπόλοιπο καλοκαίρι του ελεύθερος, και να θυμηθεί
τις παλιές του συνήθειες.
Δεν ξέρω ποια αλγοριθμική
σειρά μπορεί να μου δώσει την ακρίβεια των αποτελεσμάτων της ζωής μου, που με
τόση αγωνία περιμένω.
Δικαιολογημένα μπορώ να πώ
πως υπέπεσα στην αμαρτία να ψάξω στα ιντερνετικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης για
να βρώ πως ο Μαρίνος φλερτάρει, θέλοντας να ανοίξει ερωτικές παρτίδες σε νέα
γεωγραφικά πλάτη και μήκη. Εγώ από την άλλη αδυνατώ να εμπλουτίσω την
συναισθηματική μου ζωή μέσου διαδικτύου και προγραμμάτων που είναι έξω από τις
δικές μου γνώσεις.
Έχει πάει πέντε το απόγευμα.
Ο ουρανός ξεδιάλυνε και μετέτρεψε τα σύννεφα που έφτιαχναν ως τώρα μια συμπαγή
συστάδα, σε ακαθόριστα σχήματα. Το μικρό κύμα σκάει δυνατά στην ακροθαλασσιά.
Ψηλαφώ το ιδιαίτερο κοχυλάκι και ακούω πάλι τη φωνή της μητέρας μου. «Πάψε να
πιστεύεις στα σημάδια!».
Ο σερβιτόρος, ένα ψηλό,
ξανθό, ηλιοκαμμένο παλικάρι βαράει μύγες, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο
άδειο μπιτς μπαρ ενώ η μουσική παίζει σε χαλαρούς ρυθμούς το “I can’t help falling in love
with you” σε διασκευή των UB40. Πριν καμιά ώρα τον είχα ρωτήσει αν έχει κανένα
στυλό ν’αραδιάσω τις σκέψεις μου. Είχε μόνο ένα για να γράφει τις ανύπαρκτες
παραγγελίες του, αλλά δεν ήθελα να του το στερήσω, καθώς ο χρόνος που θα μου
‘παιρνε να εκτονωθώ γράφοντας ήταν και είναι ακαθόριστος.
Έχω πιαστεί από ώρα στην
ξαπλώστρα σκυμμένη να γράφω στο κινητό μου αντί στο χαρτί του περιοδικού μου,
λόγω έλλειψης στυλό. Σηκώνομαι αποφασιστικά με το κοχυλάκι στο χέρι, πάω στον
σερβιτόρο και τον ρωτώ: «Έχει και άλλα τέτοια στην παραλία;», δείχνοντας το
θαυμαστό μου εύρημα.
«Ναι. Αν βουτήξεις στα
ρηχά, δεξιά στην μύτη που κάνει η αμμουδιά, θα βρείς πολλά τέτοια.»
«Δε σε ρώτησα και πώς σε
λένε.»
«Αλέξανδρο.»
«Σε 4 μέρες γιορτάζεις
δηλαδή.», σκέφτομαι δυνατά και μετά υπολογίζω πως πρέπει να είναι γύρω στα 28.
Που σημαίνει 4 χρόνια μικρότερος από εμένα. Πάλι ο αριθμός 4. Ή μήπως να ‘ναι
26; Δε βαριέσαι.
Φεύγω καταχαρούμενη για να
βουτήξω στο σημείο που μου υπέδειξε.
Μέχρι να δύσει ο ήλιος έχω
βρει τουλάχιστον μία 16άδα κοχύλια σε διάφορα μεγέθη, όμοια όμως μεταξύ τους
στο σχήμα. Ωραία θα ξεκινήσω για το μπαρ, αφού στεγνώσω, και πάνω στον άδειο
πάγκο θα σχεδιάσω μία σπείρα που το κέντρο της θα ξεκινάει από το μικρότερο
κοχύλι και θα καταλήγει στο +: (+άπειρο) ή μήπως στο -:(-άπειρο); Και ο Αλέξανδρος θα μου δανείσει το
στυλό του, αλλά αυτή τη φορά θα γράψω ένα ποίημα χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, χωρίς
σκοπό, πέρα από νικητές και ηττημένους που κάνουν λογικές επιλογές.
Πριν προλάβω να τελειώσω
τη σκέψη μου, έρχεται ο Αλέξανδρος στην ξαπλώστρα μου και μου δίνει το στυλό
του.
«Πάρ’ το δε θα το
χρειαστώ.»
«Ευχαριστώ…με αντάλλαγμα;»,
τον ρωτάω πονηρεμένη.
«Να μου πείς τι ήθελες να
γράψεις.»
«Και αν δε μπορώ να σου πω;
Αν αλλάξω γνώμη στην πορεία;»
«Γράψε κάτι τότε για μένα,
και ‘γω θα σου κάνω ένα ωραίο σχέδιο με αυτά τα κοχύλια που ψάρεψες και έχω
μανία να συλλέγω.»
«Σύμφωνοι!», απαντώ
ενθουσιασμένα και πέφτουμε και οι 2 με τα μούτρα στη δουλειά.
Η μουσική από τα ηχεία
έχει κολλήσει στο ίδιο τραγούδι και οι στίχοι που ακούγονται τώρα υπονοούν ένα ξεχωριστό
μήνυμα:
“….Darling so we go,
some things were meant to be
take my hand take my whole life too,
I can’t help falling in love with you.”*
ΤΕΛΟΣ
*Ελέυθερη μετάφραση
«…Αγάπη μου έτσι προχωράμε
Κάποια πράγματα ήταν γραφτό να γίνουν
Πάρε το χέρι μου και τη ζωή μου
Δε μπορώ
να μην σ’ ερωτευτώ.»
το τραγούδι της ιστορίας!**!

