Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Ο δορυφόρος της αγάπης (Συγγραφή Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου)

Ο δορυφόρος της αγάπης


“Satellite s gone, up to the skies!”
Ναι έτσι ακριβώς όπως τα λέει ο Λου Ριντ. Έφυγε στους ουρανούς ο δορυφόρος μου. Πριν δύο βδομάδες ή μήπως τρείς. Ούτε που θυμάμαι. Έχω κολλήσει εδώ στο ανοιχτό pc μου που ασταμάτητα ανεβάζει ως δια μαγείας αναρτήσεις, τι είπε ο ένας, τι δήλωσε ο άλλος. To facebook έχει πάρει φωτιά και με μάτια θολωμένα από την αϋπνία δε μπορώ να συνειδητοποιήσω πως ο δορυφόρος μου έφυγε.
Μια διαρκής σιωπή και αποστασιοποίηση από τον προσωπικό μου τοίχο δεν μπορεί να περιγράψει το μέγεθος της μελαγχολίας που περνώ τα τελευταία βράδια. Ίσως το στενάχωρο γραφείο-lobby μου και η απεχθής του εικόνα να προδίδει την ψυχική μου διάθεση. Αποτσίγαρα παντού, μέσα στο πηγμένο τασάκι, έξω από αυτό, κάτω στο πάτωμα. Πεταμένα, τσαλακωμένα μεταλλικά κουτάκια coca cola για την εγρήγορση, κουτιά με μισοφαγωμένα ντελίβερι φαγητά ή κομμάτια πίτσα, ένα μισοάδειο μπουκάλι jack daniels σε απόσταση αναπνοής από το στόμα μου, παρ’όλο που το πρόσωπό μου είναι κολλημένο μόλις 20 εκατοστά από την άψυχη οθόνη. Τώρα που το παρατηρώ καλύτερα η διαφάνεια της αδειοσύνης (αν υπάρχει αυτή η λέξη) του μπουκαλιού καλύπτει ένα τμήμα από τα ασταμάτητα λόγια που φαίνονται στην ιστοσελίδα, διαστρεβλώνοντας λίγο τα σχήματα. Όχι πως έχει σημασία και μπορώ να συγκεντρωθώ να διαβάσω. Είμαι ζαλισμένη ας μου επιτραπούν τα εκφραστικά λάθη μία φορά -τύπου αδειοσύνη. Εξάλλου αφού δεν έμαθα να εκφράζομαι ποτέ στα προσωπικά μου, όπως όταν ο δορυφόρος μου ξεμάκρυνε ποιητικά από την καθημερινότητά μου, ας μην κάνω το ίδιο και με τα εσώψυχά μου. Η αδειοσύνη μου λοιπόν που επισκιάζει το βλέμμα μου στον καθρέπτη του μπάνιου, τη φωνή μου στο τηλέφωνο, τις κινήσεις μου στο στριφογύρισμα στον καναπέ, το σπασμένο μου χαμόγελο στον ευγενικό ντελιβερά, το εξασθενημένο χασμουρητό μου, μου προκαλεί αναγούλα. Παντού, όλα άδεια, μέσα μου, έξω μου.
Σ’ευχαριστώ Λου Ριντ που μου ΄δωσες την αιτία. Γη χωρίς Σελήνη είμαι, όπως θα έλεγε κάποιος τροβαδούρος ποιητής του Μεσαίωνα που πιστεύει στα ταρώ και τη μεταφυσική, κρυφά, μην και βρεθεί σε καμιά πυρά. Βασικά μου ‘φτιαξες το κέφι. Γέμισες το μυαλό μου με τη λύση. Πλακάτ και φωνές μπροστά στα ψηφιακά μου μάτια, ατελείωτα ντιμπέιτ και καυστικοί σχολιασμοί, άραγε γι’ αυτό το μεγάλο μου κενό; Όχι. Απλά έφυγε αυτός, ο δορυφόρος μου. Κάτι η αδυναμία αντιμετώπισης της γενικής κρίσης, κάτι που η μάνα του από επαρχία έπαιρνε τηλέφωνο κάθε τρείς και λίγο κλαίγοντας, «Αγόρι μου γύρνα σπίτι, δε θα ‘χεις να φας.», κάτι η ματαιωμένη εξεταστική, εξαφανίστηκε. Και τώρα; Τώρα τίποτα. Αξημέρωτες βραδιές και πρωινά με κατεβασμένα τα παντζούρια κάθομαι σαν σαπρόφυτο μπροστά από την οθόνη. Να περιμένω μια κίνηση στο προφίλ του, μια ένδειξη για το πού βρίσκεται. Μάταια. Καπνίζω, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Πίνω και με πίνει. Μάταια. Αδειοσύνη. Η μάχη συνεχίζεται ψηφιακά και ‘γω πιο κενή από ποτέ. Μέσα στο κεφάλι μου συνεχίζεται το τραγούδι του Λου. Thing like that drive me out of my mind. Ναι έχω τρελαθεί, μου λείπει απίστευτα, και όλη αυτή η τραγωδία και η στέρηση μου την έχει βαρέσει άσχημα. Ο Λου συνεχίζει στο μυαλό μου. I watch it for a little while, I love to watch things on TV ”. Όχι δεν τον παρακολούθησα να απομακρύνεται, ούτε κατάλαβα τις συνθήκες υπό τις οποίες εξαφανίστηκε. Όχι δεν μ’ αρέσει να βλέπω πράγματα στην TV, ειδικά αυτές τις μέρες.  Satellite's gone. Way up to Mars. Αυτό ήταν. Πριν ο δικός μου δορυφόρος φύγει, για τον απομακρυσμένο Άρη ή κάποιον άλλο ανεξερεύνητο πλανήτη, σηκώνομαι από τη βουλιαγμένη καρέκλα του γραφείου μου. Πάω στο μπάνιο, πλένω το πρόσωπο με τους μαύρους κύκλους, και βουρτσίζω απρόθυμα το στυφό μου στόμα. Πετάω ένα πρόχειρο μωβ φουστάνι στο ταλαίπωρο κορμί μου και βροντάω την εξώπορτα. Στο τρόλεϊ που κάνει τη διαδρομή από Κυψέλη- Βύρωνα, ο κόσμος με κοιτάει σαν αλλοπρόσαλλο ον. Και μετά ξεχνιούνται, τους παρασύρουν οι πολιτικές τοποθετήσεις, τα σχόλια μεταξύ αγνώστων που «δένουν» ή «λύουν» τις εν δυνάμει αναπτυσσόμενες σχέσεις. Μόνο που για μένα αυτά τα σχόλια πέφτουν στο κενό, εκεί στην ατέλειωτη μαύρη τρύπα της αδειοσύνης μου, που το στήθος μου καρδιοχτυπά τώρα για να τη λήξει. Το τρόλεϊ φρενάρει απότομα πριν πλησιάσει την πλατεία Συντάγματος. Έχει συγκέντρωση και το πλήθος που έχει μαζευτεί αλαλάζοντας δεν αφήνει περιθώρια. Κατεβαίνω αλαφιασμένη, σπρώχνω και σπρώχνομαι ενώ το Ο-Χ-Ι αντηχεί απειλητικά στ’ αυτιά μου. Όχι δε θα με ποδοπατήσουν. Θα φτάσω στο δορυφόρο μου πάση θυσία. Ενώ το κρεσέντο του τραγουδιού μου σπάει νοητικά τα τύμπανα “ Satelli-i-a-i-te of lo-o-ou-o-ve”,  με τα αντρικά και γυναικεία φωνητικά  σε έξαρση να φωνάζουν «αου-ου-ου-ου!», αντρικά και γυναικεία κορμιά με τη μάζα τους μ’ έχουν κάνει να ιδρώσω για ν’ ανοίξω δρόμο. Βγαίνω στον εθνικό κήπο με κομμένη την ανάσα. Τρέχω. Στο Καλλιμάρμαρο με περιμένει ένα τεράστιο πανό κόκκινο ν-α-ι και νιώθω σαν τον Ιούλιο Καίσαρα που ο λαός τον προστάζει “vai!*” για νέες εδαφικές κατακτήσεις. Εδώ τα πράγματα είναι πιο χαλαρά, όμως αρχίζει η ανηφόρα που μου κόβει το τρεχαλητό. Οι γάμπες μου έχουν πάρει φωτιά. Φτάνω έξω από την χαρακτηριστική μονοκατοικία του ’50 με κενά μνήμης για το πώς διέσχισα τόση απόσταση. Ανεβαίνω τα λίγα σκαλάκια με ένα σάλτο και σπρώχνω τη ξύλινη πράσινη πόρτα με το μπρούτζινο χερούλι. Τα τριγωνικά κάγκελα των παραθύρων της αντιδρούν μ’ ένα τρίξιμο ενώ αυτή ανοίγει διάπλατα υπό το βάρος μου. Αδυνατώ να σκεφτώ αν ήταν ήδη μισάνοιχτη. Στο κεντρικό χολ με το αγαπημένο μου παρκέ ψαροκόκαλο μια τηλεόραση παίζει στη διαπασών και ενημερώνει πως: «Πλήθος κόσμου σήμερα διαδηλώνει στο κέντρο της Αθήνας…». Ο δορυφόρος μου βρίσκεται οκλαδόν μπροστά από την πλανεύτρα οθόνη, το μαλλί του αχτένιστο, οι αγκώνες του ακουμπισμένοι στο πάτωμα και οι παλάμες στο πρόσωπο, να κοιτά αποχαυνωμένος τα αναμεταδιδόμενα δρώμενα. Κυκλικά γύρω του πεταμένα περιοδικά, αποφάγια, αποτσίγαρα, μπουκάλια. Σωριάζομαι στα γόνατα του εξουθενωμένη. Με κοιτάει με βλέμμα θολό και άγρυπνο.
«Τι κάνεις;»
«Είμαι εδώ. Εσύ τι κάνεις;»
«Όπως βλέπεις απολύτως τίποτα.»
«Δεν έφυγες;»
«Όχι.»
Ένα ξεφύσημα ανακούφισης βγαίνει από τα ξεψυχισμένα μέσα μου. Τον αγκαλιάζω.
«Μη φύγεις, δορυφόρε μου.»
«Τι;»
«Τίποτα.»
Μένουμε έτσι αγκαλιά στο πάτωμα για ώρες. Κλείνω τη ρημαδο-tv.
Εύχομαι κανένας ποτέ ξανά να μη χάσει τον δορυφόρο του. Ή να τον παρακολουθήσει να φεύγει αμέτοχος χωρίς να κάνει κάτι να τον επαναφέρει πίσω στην συνηθισμένη του τροχιά.



ΤΕΛΟΣ


*vai, στη λατινική πήγαινε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου