Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Η Πριγκηπέσσα και η Σελήνη- (Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου)

Η Πριγκηπέσσα και η Σελήνη

Μισή σελήνη.

Άλλοτε ολόγιομη φώτιζε το κορμί του αγαπημένου που κοιμόταν πλάι της. Έμπαινε μέσα από το αναγεννησιακό μπαλκόνι με τα οβάλ πορτόφυλλα και ασήμωνε   την ξανθιά του κώμη δίνοντάς του μορφή απόκοσμη.

Και αυτή ρουφούσε την ρυθμική του ανάσα που γλυκοπίκριζε από το μισάνοιχτό του στόμα. Γέμιζε η εισπνοή της μυρωδιά από τον στεγνό ιδρώτα της σταρένιας του σάρκας που λίγο πριν,   παραδομένη στο ξέφρενο καρδιοχτύπι της,   της χάριζε ηδονές.

Τα άνθη της λεμονιάς και του γιασεμιού   από την αυλή του παλάτσο, μπλεγμένα μέσα στις αισθήσεις της μαζί με το σάλιο και τη γεύση που τρυγούσε από τα τρυφερά του φιλιά.

Δυο στιγμές μέσα στα χέρια του όλη η αιωνιότητα. Τα ίδια  χέρια που κράδαιναν το σπαθί, και έσφιγγαν βάναυσα τα χαλινάρια από τ’ άλογο, που πέταγαν νευρικά το καπέλο και την κάπα της φορεσιάς του κάθε που έμπαινε κρυφά στην κάμαρή της. Τα ίδια αυτά χέρια την ανύψωναν εκστασιασμένα στις κρυφές πύλες τ’ ουρανού. Εκεί που δεν υπάρχει χρόνος. Εκεί που ο θεός χαρίζει τη λησμονιά στους ερωτευμένους και ζούνε πέρα από τα γήινα. Ζούνε αυτό που κανείς που δεν αγάπησε αληθινά δεν μπορεί να ζήσει.   

Που να ‘ναι τώρα που το φως της σελήνης της θυμίζει την αβάσταχτη απουσία του; Πέφτει σαν ψυχρή βροχή και κάνει τα λευκά της σεντόνια στο αδειανό κρεβάτι ασήκωτα σαν μάρμαρα του τάφου.

Τα πουλιά σωπαίνουν στα δέντρα. Έχει βγεί η νυχτιά εδώ και ώρα μ’ αυτή θέλει να τραγουδήσει τον πόνο της, την πίκρα της, αποχαιρετώντας το στερέωμα σαν τον δυόμενο ήλιο.

Μόνο τα τριζόνια απέμειναν να ηχούν την ατέρμονή τους επαναλαμβανόμενη μελωδία. Θα ‘θελε η βουβή της θλίψη να γίνει κραυγή, κάλεσμα και διαταγή να ‘ρθει πίσω. Αυτός που έφυγε για μέρη μακρινά και  ξένα. Αυτός που έφυγε για σπάνια λάφυρα και αμύθητα πλούτη της Ανατολής.

Άραγε εκεί που πλαγιάζει τον φωτίζει η ίδια σελήνη; Το ίδιο φώς λάμπει πάνω στ’ αγαπημένα χαρακτηριστικά του; Το ίδιο φως τον συγκλονίζει; Ένας πνιχτός αναστεναγμός ξεφεύγει από τα χείλη της. Και ο ανεκπλήρωτος πόθος που σφιχτά τρύπωσε στο μεδούλι της και την παραλογίζει γίνεται ευχή και κατάρα:

«Αχ Σελήνη μου εσύ που κόσμους τριγυρίζεις και με το ασημόφωτό σου σκεπάζεις όλες τις πράξεις των ανθρώπων, βάλε το πρόσωπό μου πάνω σου έστω για μια βραδιά. Να με δει αυτός που την καρδιά μου ορίζει και να γυρίσει κοντά μου…
Μα αν αρνηθεί την εικόνα μου που για χατίρι μου εσύ θα φορέσεις στην πλήρη φέξη σου, ύφανε ασημένιο ιστό και σκέπασέ τον. Έτσι που τίποτα πια να μην τον αγγίζει, ούτε η χαρά, ούτε η λύπη και οι γήινες απολαύσεις να μην τον συγκινούν. Πάρε τη δύναμη της καρδιάς του και δώσ’ τη στ’ άστρα να λάμπουν περισσότερο, να μην ξαναγαπήσει πια, και ‘γω να βλέπω λαμπερή την αγάπη του κάθε μέρα στον ουρανό από δω που μ’ άφησε μοναχή και καταδικασμένη…»








ΤΕΛΟΣ




Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Ο δορυφόρος της αγάπης (Συγγραφή Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου)

Ο δορυφόρος της αγάπης


“Satellite s gone, up to the skies!”
Ναι έτσι ακριβώς όπως τα λέει ο Λου Ριντ. Έφυγε στους ουρανούς ο δορυφόρος μου. Πριν δύο βδομάδες ή μήπως τρείς. Ούτε που θυμάμαι. Έχω κολλήσει εδώ στο ανοιχτό pc μου που ασταμάτητα ανεβάζει ως δια μαγείας αναρτήσεις, τι είπε ο ένας, τι δήλωσε ο άλλος. To facebook έχει πάρει φωτιά και με μάτια θολωμένα από την αϋπνία δε μπορώ να συνειδητοποιήσω πως ο δορυφόρος μου έφυγε.
Μια διαρκής σιωπή και αποστασιοποίηση από τον προσωπικό μου τοίχο δεν μπορεί να περιγράψει το μέγεθος της μελαγχολίας που περνώ τα τελευταία βράδια. Ίσως το στενάχωρο γραφείο-lobby μου και η απεχθής του εικόνα να προδίδει την ψυχική μου διάθεση. Αποτσίγαρα παντού, μέσα στο πηγμένο τασάκι, έξω από αυτό, κάτω στο πάτωμα. Πεταμένα, τσαλακωμένα μεταλλικά κουτάκια coca cola για την εγρήγορση, κουτιά με μισοφαγωμένα ντελίβερι φαγητά ή κομμάτια πίτσα, ένα μισοάδειο μπουκάλι jack daniels σε απόσταση αναπνοής από το στόμα μου, παρ’όλο που το πρόσωπό μου είναι κολλημένο μόλις 20 εκατοστά από την άψυχη οθόνη. Τώρα που το παρατηρώ καλύτερα η διαφάνεια της αδειοσύνης (αν υπάρχει αυτή η λέξη) του μπουκαλιού καλύπτει ένα τμήμα από τα ασταμάτητα λόγια που φαίνονται στην ιστοσελίδα, διαστρεβλώνοντας λίγο τα σχήματα. Όχι πως έχει σημασία και μπορώ να συγκεντρωθώ να διαβάσω. Είμαι ζαλισμένη ας μου επιτραπούν τα εκφραστικά λάθη μία φορά -τύπου αδειοσύνη. Εξάλλου αφού δεν έμαθα να εκφράζομαι ποτέ στα προσωπικά μου, όπως όταν ο δορυφόρος μου ξεμάκρυνε ποιητικά από την καθημερινότητά μου, ας μην κάνω το ίδιο και με τα εσώψυχά μου. Η αδειοσύνη μου λοιπόν που επισκιάζει το βλέμμα μου στον καθρέπτη του μπάνιου, τη φωνή μου στο τηλέφωνο, τις κινήσεις μου στο στριφογύρισμα στον καναπέ, το σπασμένο μου χαμόγελο στον ευγενικό ντελιβερά, το εξασθενημένο χασμουρητό μου, μου προκαλεί αναγούλα. Παντού, όλα άδεια, μέσα μου, έξω μου.
Σ’ευχαριστώ Λου Ριντ που μου ΄δωσες την αιτία. Γη χωρίς Σελήνη είμαι, όπως θα έλεγε κάποιος τροβαδούρος ποιητής του Μεσαίωνα που πιστεύει στα ταρώ και τη μεταφυσική, κρυφά, μην και βρεθεί σε καμιά πυρά. Βασικά μου ‘φτιαξες το κέφι. Γέμισες το μυαλό μου με τη λύση. Πλακάτ και φωνές μπροστά στα ψηφιακά μου μάτια, ατελείωτα ντιμπέιτ και καυστικοί σχολιασμοί, άραγε γι’ αυτό το μεγάλο μου κενό; Όχι. Απλά έφυγε αυτός, ο δορυφόρος μου. Κάτι η αδυναμία αντιμετώπισης της γενικής κρίσης, κάτι που η μάνα του από επαρχία έπαιρνε τηλέφωνο κάθε τρείς και λίγο κλαίγοντας, «Αγόρι μου γύρνα σπίτι, δε θα ‘χεις να φας.», κάτι η ματαιωμένη εξεταστική, εξαφανίστηκε. Και τώρα; Τώρα τίποτα. Αξημέρωτες βραδιές και πρωινά με κατεβασμένα τα παντζούρια κάθομαι σαν σαπρόφυτο μπροστά από την οθόνη. Να περιμένω μια κίνηση στο προφίλ του, μια ένδειξη για το πού βρίσκεται. Μάταια. Καπνίζω, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Πίνω και με πίνει. Μάταια. Αδειοσύνη. Η μάχη συνεχίζεται ψηφιακά και ‘γω πιο κενή από ποτέ. Μέσα στο κεφάλι μου συνεχίζεται το τραγούδι του Λου. Thing like that drive me out of my mind. Ναι έχω τρελαθεί, μου λείπει απίστευτα, και όλη αυτή η τραγωδία και η στέρηση μου την έχει βαρέσει άσχημα. Ο Λου συνεχίζει στο μυαλό μου. I watch it for a little while, I love to watch things on TV ”. Όχι δεν τον παρακολούθησα να απομακρύνεται, ούτε κατάλαβα τις συνθήκες υπό τις οποίες εξαφανίστηκε. Όχι δεν μ’ αρέσει να βλέπω πράγματα στην TV, ειδικά αυτές τις μέρες.  Satellite's gone. Way up to Mars. Αυτό ήταν. Πριν ο δικός μου δορυφόρος φύγει, για τον απομακρυσμένο Άρη ή κάποιον άλλο ανεξερεύνητο πλανήτη, σηκώνομαι από τη βουλιαγμένη καρέκλα του γραφείου μου. Πάω στο μπάνιο, πλένω το πρόσωπο με τους μαύρους κύκλους, και βουρτσίζω απρόθυμα το στυφό μου στόμα. Πετάω ένα πρόχειρο μωβ φουστάνι στο ταλαίπωρο κορμί μου και βροντάω την εξώπορτα. Στο τρόλεϊ που κάνει τη διαδρομή από Κυψέλη- Βύρωνα, ο κόσμος με κοιτάει σαν αλλοπρόσαλλο ον. Και μετά ξεχνιούνται, τους παρασύρουν οι πολιτικές τοποθετήσεις, τα σχόλια μεταξύ αγνώστων που «δένουν» ή «λύουν» τις εν δυνάμει αναπτυσσόμενες σχέσεις. Μόνο που για μένα αυτά τα σχόλια πέφτουν στο κενό, εκεί στην ατέλειωτη μαύρη τρύπα της αδειοσύνης μου, που το στήθος μου καρδιοχτυπά τώρα για να τη λήξει. Το τρόλεϊ φρενάρει απότομα πριν πλησιάσει την πλατεία Συντάγματος. Έχει συγκέντρωση και το πλήθος που έχει μαζευτεί αλαλάζοντας δεν αφήνει περιθώρια. Κατεβαίνω αλαφιασμένη, σπρώχνω και σπρώχνομαι ενώ το Ο-Χ-Ι αντηχεί απειλητικά στ’ αυτιά μου. Όχι δε θα με ποδοπατήσουν. Θα φτάσω στο δορυφόρο μου πάση θυσία. Ενώ το κρεσέντο του τραγουδιού μου σπάει νοητικά τα τύμπανα “ Satelli-i-a-i-te of lo-o-ou-o-ve”,  με τα αντρικά και γυναικεία φωνητικά  σε έξαρση να φωνάζουν «αου-ου-ου-ου!», αντρικά και γυναικεία κορμιά με τη μάζα τους μ’ έχουν κάνει να ιδρώσω για ν’ ανοίξω δρόμο. Βγαίνω στον εθνικό κήπο με κομμένη την ανάσα. Τρέχω. Στο Καλλιμάρμαρο με περιμένει ένα τεράστιο πανό κόκκινο ν-α-ι και νιώθω σαν τον Ιούλιο Καίσαρα που ο λαός τον προστάζει “vai!*” για νέες εδαφικές κατακτήσεις. Εδώ τα πράγματα είναι πιο χαλαρά, όμως αρχίζει η ανηφόρα που μου κόβει το τρεχαλητό. Οι γάμπες μου έχουν πάρει φωτιά. Φτάνω έξω από την χαρακτηριστική μονοκατοικία του ’50 με κενά μνήμης για το πώς διέσχισα τόση απόσταση. Ανεβαίνω τα λίγα σκαλάκια με ένα σάλτο και σπρώχνω τη ξύλινη πράσινη πόρτα με το μπρούτζινο χερούλι. Τα τριγωνικά κάγκελα των παραθύρων της αντιδρούν μ’ ένα τρίξιμο ενώ αυτή ανοίγει διάπλατα υπό το βάρος μου. Αδυνατώ να σκεφτώ αν ήταν ήδη μισάνοιχτη. Στο κεντρικό χολ με το αγαπημένο μου παρκέ ψαροκόκαλο μια τηλεόραση παίζει στη διαπασών και ενημερώνει πως: «Πλήθος κόσμου σήμερα διαδηλώνει στο κέντρο της Αθήνας…». Ο δορυφόρος μου βρίσκεται οκλαδόν μπροστά από την πλανεύτρα οθόνη, το μαλλί του αχτένιστο, οι αγκώνες του ακουμπισμένοι στο πάτωμα και οι παλάμες στο πρόσωπο, να κοιτά αποχαυνωμένος τα αναμεταδιδόμενα δρώμενα. Κυκλικά γύρω του πεταμένα περιοδικά, αποφάγια, αποτσίγαρα, μπουκάλια. Σωριάζομαι στα γόνατα του εξουθενωμένη. Με κοιτάει με βλέμμα θολό και άγρυπνο.
«Τι κάνεις;»
«Είμαι εδώ. Εσύ τι κάνεις;»
«Όπως βλέπεις απολύτως τίποτα.»
«Δεν έφυγες;»
«Όχι.»
Ένα ξεφύσημα ανακούφισης βγαίνει από τα ξεψυχισμένα μέσα μου. Τον αγκαλιάζω.
«Μη φύγεις, δορυφόρε μου.»
«Τι;»
«Τίποτα.»
Μένουμε έτσι αγκαλιά στο πάτωμα για ώρες. Κλείνω τη ρημαδο-tv.
Εύχομαι κανένας ποτέ ξανά να μη χάσει τον δορυφόρο του. Ή να τον παρακολουθήσει να φεύγει αμέτοχος χωρίς να κάνει κάτι να τον επαναφέρει πίσω στην συνηθισμένη του τροχιά.



ΤΕΛΟΣ


*vai, στη λατινική πήγαινε.




Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Άγνωστοι θρύλοι των Μετεώρων-( Συγγραφή Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου)

Άγνωστοι θρύλοι των Μετεώρων
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Mystery τον Απρίλιο του 2010


Στους πρόποδες των μετεωρίτκων βράχων, στην "καρδιά" ενός σπάνιου γεωλογικού φαινομένου, ξεφυτρώνει ένα μικρό γραφικό χωριό μόλις χιλίων κατοίκων: το Καστράκι,  που προσελκύει κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες τουρίστες απ' όλο τον κόσμο. Με μια προσεκτική ματιά, ο επισκέπτης ανακαλύπτει τον ιδιαίτερο παραδοσιακό οικισμό που αποτελείται από ένα σύνολο παλιών κατοικιών στην άλλοτε πλατεία του χωριού, στο Μεσοχώρι. Aυτοί οι μικροί "αρχιτεκτονικοί θησαυροί" διατηρούν ζωντανές τις μνήμες της ιστορίας του οικισμού, μεταδίδοντας το μήνυμα της απλότητας.
             Αυτό όμως που πραγματικά αποτελεί μαγευτικό θέαμα είναι ο φυσικός περίγυρος του χωριού. Τα σπίτια ξεκινούν από χαμηλά και όσο ανηφορίζει κανείς έχει την αίσθηση πως μάχονται και αυτά να σκαρφαλώσουν πάνω στους κοσμογονικούς βράχους. Και πράγματι κάποια από αυτά χρησιμοποιούν τα αιωνόβια βράχια για τοίχο τους. Τα Μετέωρα, σε συνδυασμό με τις τρεις ρεματιές  που διασχίζουν το Καστράκι, το μετατρέπουν σε ένα τόπο με ιδιαίτερη ενέργεια.


Τα απόκοσμα βράχια των Μετεώρων, ήταν σχεδόν απίθανο να μη συνδυαστούν με το δέος του ανθρώπινου νου στην προσπάθειά του να νιώσει το μεγαλείο των θεϊκών δυνάμεων που δημιούργησαν αυτόν τον παράδοξο τόπο. Αλλά και για την αναζήτηση του θείου και της κοσμικής ενέργειας που έφτιαξε το σύμπαν δεν υπάρχει καταλληλότερος τόπος από τούτο, για απομόνωση και διαλογισμό.
Κάπως έτσι σκέφτηκαν οι πρώτοι ασκητές όταν επέλεξαν τις ρωγμές και τις σπηλιές των θεόρατων όγκων από πέτρα τον 9ο αιώνα μ.Χ. και με αυταπάρνηση και υπομονή εγκαθίδρυσαν τον ερημικό μοναχισμό. Αρχικά δημιούργησαν μικρούς χώρους προσευχής και αργότερα σκήτες. Η πρώτη μοναστική κοινότητα στην περιοχή ήταν η Σκήτη των Σταγών με κέντρο συνάξεως το εκκλησάκι της Παναγιάς της Δούπιανης που σώζεται ακόμα στο Καστράκι. Κάπου τότε (στα μέσα του 14ου αιώνα) τοποθετείται χρονικά και η ίδρυση του οικισμού του Καστρακίου. Είναι η περίοδος που κάποιες συγκεκριμένες συγκυρίες, οδηγούν στη γέννηση του χωριού.

Καθώς τα Μετέωρα προσεγγίζονται από την ανθρώπινη φύση προκύπτουν διάφοροι θρύλοι που προσπαθούν να εξηγήσουν τη δημιουργία αυτού του μοναδικού στην Ελλάδα γεωλογικού φαινομένου. Το επιβλητικό τοπίο σκλαβώνει τις αισθήσεις περιηγητών και κατοίκων, πυροδοτεί την φαντασία τους και στην πορεία των χρόνων γεννά πληθώρα μυθοπλαστικών διηγήσεων. Οι φυσιολατρικές δεισιδαιμονίες αποκτούν υπόσταση μέσα από το πνεύμα των απλών χωρικών που ερμηνεύει με τοπωνύμια και παράξενες διηγήσεις το παράδοξο του φυσικού χώρου.
Ο πιο διαδεδομένος θρύλος  για τη γένεση των Μετεωρίτικων βράχων λέει πως στα παλιά χρόνια η Θεσσαλία ήταν μια απέραντη λίμνη. Ένας μεγάλος σεισμός χώρισε τα βουνά στα δύο και εκεί, ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο, σχηματίστηκε ένα πέρασμα, τα Τέμπη. Τα νερά της λίμνης ελεύθερα πια χύθηκαν στη θάλασσα και η Θεσσαλία έγινε μια γόνιμη πεδιάδα, όπου μόνο οι πέτρινοι όγκοι των Μετεώρων, γεμάτοι απολιθωμένα όστρακα, μαρτυρούν την μεγαλειώδη φυσική ιστορία της τοποθεσίας.
              Και ο θρύλος επιβεβαιώνεται καθώς στο Καστράκι υπάρχει ένας στρογγυλός και λείος βράχος που οι ντόπιοι τον αποκαλούν «Άλσο» (από τη λέξη «άλυσος») γιατί  σύμφωνα με την προφορική παράδοση, όταν τα παλιά χρόνια η Θεσσαλία ήταν θάλασσα, υπήρχε εκεί μια χρυσή αλυσίδα για να δένουν τα καράβια. Όταν αποτραβήχτηκαν τα νερά και η Θεσσαλία έγινε κάμπος, ήρθαν στον «Άλσο» και κατοίκησαν βασιλιάδες. Γι’ αυτό εκεί πάνω υπάρχουν και κάποια υπολείμματα παλαιού κτίσματος (ίσως μικρού κάστρου;) και κάπως έτσι ενδεχομένως να προέκυψε και η ονομασία του χωριού Καστράκι.



Οι θρύλοι για τα τοπωνύμια αναφέρονται κυρίως σε μετεωρίτικους βράχους με ιδιαίτερη μορφή. Ενίοτε στις μυθικές αφηγήσεις συναντάμε, πέρα από το δέος για το απόκοσμο τοπίο, το σεβασμό στο θείο, αλλά και τη βαθιά πεποίθηση του λαού ότι κάποτε υπήρχε βασιλιάς που κυβερνούσε από το παλάτι του, που βρισκόταν στην κορυφή βράχου, μαζί με τη βασίλισσά του, δίκαια τον τόπο.
Και πράγματι ο ισχυρότερος από ιστορικής άποψης, αλλά και από τοπικής περηφάνιας θρύλος για τους Καστρακινούς, είναι αυτός του βασιλιά του Βυζαντίου, Ανδρόνικου του Β’. Σύμφωνα με την ιστορία ο βασιλιάς Ανδρόνικος ο Β’ Παλαιολόγος κληρονόμησε νόμιμα το θρόνο του Βυζαντίου από τον πατέρα του Μιχαήλ. Λόγω οικονομικών δυσχερειών κατάργησε το Βυζαντινό Ναυτικό, και υπό τις πιέσεις των Βενετών και των Γενουατών προχώρησε στην πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας. Οι Καταλανοί μισθοφόροι αποδείχθηκαν πολύ κατώτεροι των προσδοκιών του. Λεηλατούσαν και κατέσφαζαν τους κατοίκους της αυτοκρατορίας με αποτέλεσμα η τελευταία να βρεθεί εκτεθειμένη και αποδυναμωμένη στα χέρια των Οθωμανών. Στη δίνη των απρόβλεπτων αυτών καταστάσεων ο βασιλιάς εκτοπίστηκε από τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ’ που διεκδικούσε το θρόνο του σε ένα μοναστήρι όπου και βρήκε το θάνατο. Το μοναστήρι αυτό το θέλει ο θρύλος στο Καστράκι σε συνδυασμό με μία χωμάτινη «τούμπα» που βρίσκεται δίπλα από την χαρακτηριστική πέτρα «Αδράχτι»[1] όπου τάφηκε η προσωπική φρουρά του Ανδρόνικου.
Ο Καστρακινός θρύλος τοποθετεί τον βασιλιά να έχει καταφύγει στο ψηλότερο και ομορφότερο κατά την άποψη πολλών μετέωρο, την Αϊά ή Αγιά. Η Αγιά είναι ένας βράχος που αποπνέει μυστήριο όχι μόνο λόγω του θρύλου του βασιλιά με τον οποίο είναι συνδεδεμένη αλλά και λόγω της όψης της. Καθώς το βλέμμα πλησιάζει στην κορυφή ο βράχος είναι πελεκημένος σε όλη του τη διάμετρο. Κάποιοι λένε ότι τα σχήματα αυτά δόθηκαν από ανθρώπινο χέρι, καθώς εκεί είχε το παλάτι του και κρυβόταν από τους σφετεριστές ο βασιλιάς Ανδρόνικος. Και πράγματι οι χαράξεις μοιάζουν με μεγάλα λίθινα προσωπεία, που απόλυτα και σοβαρά (ίσως και θλιμμένα)  θωρούν το θεσσαλικό κάμπο. Όλη αυτή η μυστηριακή αίσθηση ενισχύεται και από την ύπαρξη των μόνιμων κατοίκων στην κορυφή της Αγιάς ακόμα και σήμερα. Φυσικά πρόκειται για την πληθώρα πουλιών που η κατάφυτη κορυφή της Αγιάς με το μεγάλο υψόμετρο, τις σχισμές και τις μικρές σπηλιές προσελκύει .

Και καθώς το σούρουπο πλησιάζει τα κρωξίματα των όρνεων γίνονται πιο δυνατά στην κορυφή της Αϊάς, και τα πουλιά πυκνώνουν το φτερούγισμά τους εκεί, επιστρέφοντας στις απάτητες φωλιές τους. Και τότε είναι που ξεκινά το παραμύθι, στα σπίτια που σκιάζονται από τον όγκο των μονολιθικών γιγάντων, τη νύχτα δίχως φως, γύρω από την «παραστιά»[2] η γιαγιά διηγείται στα περίεργα εγγόνια την ιστορία που έπλεξε ο μύθος, το άδοξο τέλος του δικού τους βασιλιά και της όμορφης βασίλισσας…
…”Κάποτε στα χρόνια τα παλιά διοικούσε ένας δίκαιος βασιλιάς τον τόπο. Και είχε χτίσει το παλάτι του στην κορφή της άφταστης Αγιάς και έμενε εκεί μαζί με τη σύντροφο του, τη βασίλισσα. Αγαπούσε πολύ το λαό του και κυβερνούσε με ειρήνη και σοφία. Δεν ήταν ένας τυχαίος βασιλιάς, ήταν ο αυτοκράτορας όλου του Βυζαντίου, ο Ανδρόνικος. Τα πλούτη του και τη δικαιοσύνη του πολλοί τη ζήλεψαν, και ήρθαν μια  μέρα στρατιές να πολιορκήσουν το κάστρο του. Ο Ανδρόνικος πάλεψε γερά να κρατήσει το παλάτι, όμως τα τρόφιμα σωνόταν. Οι εχθροί ήταν δύσκολο ν’ ανεβούν στην κορφή της Αϊας, δεν ξέρανε τα μυστικά μονοπάτια. Επέμεναν όμως καθώς πίστευαν πως τα τρόφιμα θα τελειώσουν και ο βασιλιάς θα παραδοθεί.
Και οι μέρες περνούσαν, και ο λαός που ζούσε μέσα στο φρούριο άρχισε να πεινά. Τότε ο Ανδρόνικος πρόσταξε να ταΐσουν ένα κριάρι με ότι απόμεινε από τις τροφές τους, να το σφάξουν όταν θα ‘ ναι παχύ και να το πετάξουν από ψηλά να δουν οι πολιορκητές ότι έχουν μπόλικα τρόφιμα και να φύγουν. Τρόπος άλλος πέρα από την πείνα των πολιορκημένων δεν υπήρχε να πέσει το φρούριο .Όμως ένας προδότης από τη φρουρά έστειλε σημείωμα πάνω σε σαΐτα στο στρατόπεδο των εχθρών και ομολόγησε την αλήθεια. Έτσι το φρούριο έπεσε, οι εχθροί όμως δεν κατάφεραν να βρουν τους αμύθητους θησαυρούς του βασιλιά γιατί τους είχε κρύψει καλά, σε ένα βαθύ ξερό πηγάδι…
….Και αν κανείς μπορέσει ποτέ να φτάσει στην ψηλή Αϊά θα βρεί τον πέτρινο θρόνο του βασιλιά, το σκαφίδι της βασίλισσας και την πέτρα τη σκαλιστή όπου ακουμπούσε αυτή το πόδι της. Και αν ψάξει πιο καλά θα βρει δυο σεντούκια, το ένα είναι γεμάτο χρυσάφι, αλλά το άλλο είναι γεμάτο φίδια…”










Σε τέτοιους μεγαλειώδεις και εξωπραγματικούς βράχους είναι αδύνατο να μην τοποθετήσει ο λαϊκός νους μυθικά πλάσματα. Έτσι πήρε το όνομά της η Δρακοσπηλιά, σπηλιά στη νότια βάση του βράχου που φιλοξενεί το ένα από τα έξι σωζόμενα μοναστήρια των Μετεώρων, το μοναστήρι του Βαρλαάμ. Σύμφωνα με την λαΪκή παράδοση ζούσε εκεί ένας τρομερός δράκος, που το θεϊκό χέρι εξουδετέρωσε στέλνοντας ένα κεραυνό, γκρεμίζοντας μέρος της κατοικίας του και καταπλακώνοντας τον με κομμάτια του βράχου. Η σπηλιά αυτή υπάρχει σήμερα και τρυπάει σαν σήραγγα όλο το πάχος του βράχου. Δεν συναντάμε αντίστοιχη σπηλιά σε όλο το βραχώδες συγκρότημα των Μετεώρων. Στη βάση της υπάρχουν άτακτα πεσμένα κομμάτια βράχου που δυσκολεύουν το πέρασμα από το ένα άνοιγμα στο άλλο. Κάτω από αυτά τα ογκώδη κομμάτια πέτρας, λένε πως κοιμάται αιώνια ο δράκος, το κακό και απόμακρο πνεύμα του τόπου…
Παρόμοια περίπτωση είναι και ο βράχος που φιλοξενεί το Στ’χειό ή Στοιχειό, που βρίσκεται στην τοποθεσία Ρουξιόρι, παλαιότερος οικισμός των Μετεώρων που εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοί του ενσωματώθηκαν στο Καστράκι. Το Στοιχειό ήταν μια ημιτερατώδης μορφή με γένια ως το πάτωμα που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν μέσα από μια σκοτεινή σπηλιά. Σε αυτή τη σπηλιά διηγούνται οι γηραιότεροι Καστρακινοί, δεν αφήναν τα ζωντανά τους, ούτε τη χρησιμοποιούσαν για στάβλο όπως τόσες άλλες χαμηλές, βατές σπηλιές των Μετεώρων καθώς το πρωί έβρισκαν σκοτωμένα πολλά αρνιά χωρίς εξωτερικά τραύματα. Και φυσικά γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο υπεύθυνο ήταν το τρομακτικό Στοιχειό.

Καθώς ο τόπος των Μετεώρων είναι άρρητα συνδεδεμένος με την θρησκευτική ζωή, από τον μοναχικό ασκητισμό μέχρι τα Βυζαντινά μοναστήρια στις απολήξεις των τιτάνιων βράχων, που κάποτε μετρούσαν είκοσι τέσσερα, δεν είναι δυνατόν να εκλείπουν οι θρύλοι θρησκευτικού χαρακτήρα. Έτσι υπάρχει ένα σύμπλεγμα βράχων που οι ντόπιο αποκαλούν «Αντρόγυνο», και απεικονίζει την εκδίκηση του θεού στο νιόπαντρο ζευγάρι που ενώ τους μεταλάμβανε ο παπάς εκείνοι ασέβησαν και ο θεός τους πέτρωσε. Επίσης στην Καλαμπάκα βρίσκεται ένας ραδινός βράχος, που υψώνεται πάνω σε κατηφορικό έδαφος, το «κεφάλι» του ξεχωρίζει με μία περιμετρική εγκοπή από το υπόλοιπο «σώμα» του που έχει πτυχές σαν να καλύπτεται από ένα μακρύ μανδύα. Κατά τη λαϊκή αντίληψη ο βράχος αυτός είναι η αναπαράσταση του Χριστού που ανεβαίνει το «Όρος των Ελαιών» τη νύχτα της σύλληψής του. Ωστόσο η σημαντικότερος θρησκευτικός θρύλος είναι αυτός του Άϊ- Γιώργη του Μαντηλά.
Ο Άϊ- Γιώργης ο Μαντηλάς είναι ένα μικρό ξωκλήσι χτισμένο μέσα στο βράχο στο βορειοδυτικό άκρο του Καστρακίου. Κάποτε, επί Τουρκοκρατίας πιθανόν, ένας Μωαμεθανός έκοβε ξύλα κάτω από τον Άϊ- Γιώργη, του ξέφυγε πολύ όμως το τσεκούρι και έκοψε άσχημα το πόδι του. Αν και αλλόθρησκος, ζήτησε βοήθεια από τον άγιο να τον σώσει και του έταξε το κεφαλομάντηλό της γυναίκας του. Ο άγιος εισάκουσε τις προσευχές του και την άλλη μέρα ο Τούρκος κρέμασε εκεί το μαντήλι της γυναίκας του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεύεται και το πιο αξιομνημόνευτο έθιμο του χωριού: Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου οι κάτοικοι του χωριού πάνε στο συγκεκριμένο ξωκλήσι που είναι χτισμένο μέσα στο βράχο και από πάνω του κρέμονται σε σειρές σχοινιών πολύχρωμα μαντήλια. Τα παλικάρια ορειβατούν μέχρι πάνω, μοιράζουν τα παλιά μαντήλια στους παρευρισκόμενους για ευλογία, και τοποθετούν καινούρια.



Οι πιο πετυχημένοι και κοντινοί χρονικά προφορικοί θρύλοι που εξάπτουν την φαντασία και την περιέργεια, έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα των Καστρακινών. Οι άντρες ασχολούνταν με τη γεωργία και τα ζωντανά και οι γυναίκες βοηθούσαν όπου μπορούσαν και αναλάμβαναν αποκλειστικά το νοικοκυριό. Έτσι στα μέρη όπου σύχναζαν για να κάνουν τις δουλειές τους, που υπάρχουν αυτούσια ακόμα και σήμερα, συνέβαιναν διάφορα παράδοξα.
Στη μια από τις τρεις ρεματιές του Καστρακίου, κοντά στον Άϊ Γιώργη το Μαντηλά, που λέγεται Αστριά οι γυναίκες πηγαίναν πριν το χάραμα να προλάβουν να πλύνουν τα ρούχα πριν βγει ο ήλιος και τις κάψει. Όμως το πλύσιμο δεν γινόταν σχεδόν ποτέ. Λίγο πιο κάτω από το ποταμάκι μέσα στις σκοτεινές φυλλωσιές, κάτι λαμπύριζε έντονα. Ένα περίεργο αντικείμενο φώτιζε, και το σχήμα του έμοιαζε με καπάκι από γάστρα, σαν να τις καλούσε να πάνε από κοντά να δουν τι είναι. Τότε μονομιάς μάζευαν άρον άρον τα ρούχα όλες μαζί τρομαγμένες και γυρνούσαν πίσω, μιας και καμιά δε τολμούσε να πλησιάσει το εξωπραγματικό αντικείμενο.
Σε μια άλλη μικρότερη ρεματιά, τη «σούδα του Κουρκουνά», όπως τη λένε στο χωριό, που αποτελούσε πέρασμα για τους γεωργούς με τα ζωντανά καθώς από κει πηγαίναν για τα «τρανά αμπέλια», να καλλιεργήσουν σταφύλια, η κίνηση γινόταν υπό περίεργες συνθήκες. Την καλύτερη μοίρα είχαν οι πεζοί που διέσχιζαν τη σούδα ανενόχλητοι, στην περίπτωση όμως που συνοδεύονταν από μουλάρια, αυτά μέναν πίσω, κοιτάζαν φοβισμένα το μέρος, παίρναν αλλόκοτο ύφος και δεν προχωρούσαν. Σαν κάτι να διέκριναν που το ανθρώπινο μάτι δε μπορούσε να εντοπίσει.  
Στην περιοχή «Αλώνια» υπάρχει ένας βράχος κοντός, βατός και πλατύς. Εκεί άπλωναν οι χωρικοί τα καλαμπόκια τους και τους τραχανάδες για να στεγνώσουν το καλοκαίρι. Για να μην κλαπούν τα τρόφιμα κοιμόντουσαν εκεί το βράδυ. Όμως ο ύπνος ήταν βαρύς, ένας παράξενος επισκέπτης τους έπαιρνε την ησυχία, και η ανάσα γινόταν βαριά και τα όνειρα μικρές πάλες. Ξύπναγαν το άλλο πρωί οι νοικοκυραίοι και μονολογούσαν ή παραδέχονταν ο ένας στον άλλο: «απόψε μας πλάκωσε το ίσκιωμα…», αυτός ο μυστήριος ίσκιος που σα να κάθονταν πάνω στο στέρνο τους, τα βράδια δίπλα από το βράχο.
       Τέλος στην περιοχή Σταυρός όπου είναι το μεγάλο σταυροδρόμι που ενώνει την Καλαμπάκα με το Καστράκι, ενώνονται τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Η κάθε κατεύθυνση από τις τέσσερις οδηγεί σε διαφορετικά φυσικά τοπία. Και είναι σαν οι δυνάμεις του τόπου να μάχονται προς τα πού θα οδηγήσουν τους διαβάτες, ποιο μέρος θα τους κερδίσει. Οι Καστρακινοί είχαν παρατηρήσει πως ανεβαίνοντας σε εκείνο το σημείο με κατεύθυνση ευθεία προς το Καστράκι, τα πόδια τους παιδεύονταν, όπως μια γάτα ή ένα κουνέλι μπλέκεται ανάμεσα στους αστραγάλους και δεν σ’ αφήνει να συνεχίσεις. Το περπάτημα ήταν κάθε άλλο παρά άνετο σε εκείνο το σημείο.




Υπάρχουν  δύο προφορικές ιστορίες μου με βάση τα λεγόμενα των ντόπιων αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα που έγιναν πολλά χρόνια πριν στο χωριό. Το πρώτο αναφέρεται σε έναν ξένο περιηγητή που ήρθε σε ένα από τα μοναστήρια των Μετεώρων για να μελετήσει τις συλλογές με τα παλιά πολύτιμα χειρόγραφα. Ο ξένος ήταν πολύ μορφωμένος, εν αντιθέσει με τους καλόγερους που δε μπορούσαν να κατανοήσουν τη συνήθειά του να διαβάζει νυχθημερόν. Μέχρι που κάποια στιγμή τον περάσαν για τρελό και τον κλείδωσαν στο κελί του. Φώναζε να τον ελευθερώσουν μα μάταια. Στην απελπισία του άνοιξε το μικρό παραθύρι και τσακίστηκε από ψηλά στις χαράδρες των βράχων. Ο μήνας ήταν Απρίλης. Από τότε κάθε Απρίλη μια μικρή φλόγα ανάβει στους βράχους κοντά στο κελί του άτυχου περιηγητή, κι όταν η φλόγα σβήνει ακούγονται οι κραυγές και τα βογγητά του..
Η δεύτερη αναφέρεται στην εποχή της τούρκικης κατοχής. Ένας αγροφύλακας της μοναστικής ιδιοκτησίας των Μετεώρων, συνάντησε  σε ένα χάνι του χωριού έναν αρματωλό. Για να μην τον παραδώσει στους Τούρκους ζήτησε για αντάλλαγμα, να τον πάρει ο αρματωλός στις πλάτες του και να τον κουβαλήσει ως την Βίγλα, σημείο ψηλό και δύσκολο να το προσεγγίσουν ακόμα και τα ξεφόρτωτα ζωντανά. Ο αρματωλός υπέμεινε το βασανιστήριο, μιας και ο αγροφύλακας ήταν πολύ σωματώδης, αλλά ορκίστηκε να εκδικηθεί για την ταπείνωση και τον εξευτελισμό. Σαν τον πέτυχε μετά από καιρό μόνο του τον ακινητοποίησε και τον κρέμασε σε μια μουριά, στην περιοχή Καναλάκι[3], όπου πήγαιναν οι καστρακινές να ξεπλύνουν τα κατσαρολικά και τα προικιά τους. Το πρωί οι γυναίκες βρήκαν τον αγροφύλακα κομματιασμένο και ο κλέφτης τις ανάγκασε να τραγουδήσουν και να χορέψουν γύρω από το μαγαρισμένο σώμα. Και αν ο σωματώδης αγροφύλακας υπέστει την τιμωρία του, τα σωματικά χαρακτηριστικά του δεν κομματιάστηκαν στ’ αλήθεια. Η μουριά πήρε όλο του το μεγαλείο και τη χάρη, και στέκει ακόμα εκεί περήφανη και κορδωμένη σήμερα, με κορμό που θέλει δέκα άτομα για να τον αγκαλιάσουν, εις μνήμη του άτυχου θανόντος.
Κλείνοντας, σίγουρα η προφορική παράδοση θα έχει διάφορους μύθους να διηγηθεί για αιθέριες υπάρξεις που συχνάζουν στις πηγές και τις κατάφυτες ρεματιές. Στη νεότερη εποχή οι κρήνες που είναι τόπος συνάντησης, κοινωνικών και αισθηματικών δρώμενων, σα να αποκτούν και αυτές αυτή τη μεταφυσική υπόσταση των πνευμάτων του δάσους...ή μήπως οι ντόπιες χωριατοπούλες που ποτίζοντας ή ξεγελώντας τους περιηγητές και ξένους να πάνε να πιούν νερό απ’ την όμορφη βρύση Αβρακή, βορειοναταλικά σε ένα πανέμορφο φυσικό τοπίο δίπλα από το παλιό νεκροταφείο του χωριού και στους πρόποδες των βράχων, δέσμευαν τη μοίρα τους να παντρευτούν κορίτσι από το χωριό. Κάπως έτσι ίσως υποσυνείδητα πίστεψε και ο δικός μου πατέρας στον λαϊκό μύθο και πήγε μόνος του ένα ζεστό πρωινό να απολαύσει το δροσερό νερό της Αβρακής…




[1] Το Αδράχτι  αν και πολύ μικρό σε σχέση με τους υπόλοιπους βράχους των Μετεώρων, είναι πολύ χαρακτηριστικό τοπόσημο και απεικονίζεται συχνά στις  τουριστικές καρτ ποστάλ. Έχει σχήμα «ατράκτου» και βρίσκεται στη μέση ενός πράσινου ξέφωτου ανάμεσα στο πυκνό δάσος των βράχων. Η ονομασία του προέρχεται από την τοπική διάλεκτο, και σημαίνει το οικιακό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές να μαζεύουν το μαλλί από τα πρόβατα, με το οποίο και μοιάζει σχηματικά.
[2] “Παραστιά” είναι στην καστρακινή διάλεκτο το μπροστά ανοιχτό, χαμηλό μέρος του τζακιού όπου καίνε τα ξύλα και ψήνεται και το φαγητό. Κοινώς η φωτιά.
[3] Από τη λέξη κανάλι






Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Νεαρή γυναίκα μόνη στην παραλία…γράφει (Συγγραφή Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου)

Νεαρή  γυναίκα μόνη στην παραλία…γράφει

Ομπρέλα 46. Αυτή διάλεξα. «Μα καλά από όλη την παραλία αυτήν την στραβή διάλεξες;», θα έλεγε η μητέρα μου.
«Ναι», θα απαντούσα, «γιατί έχει κάτι το ιδιαίτερο.»
«Ναι», θα μου αντιγύριζε, «είναι στραβή, μ’ ανεμοδαρμένη στεφάνη, που τα καλάμια της έχουν ξεφτίσει από τον ήλιο και την αλμύρα.»
«Όντως», θα απαντούσα, «αλλά αυτή μ’ αρέσει.»
«Ναι», θα επέμενε η μητέρα μου, «αλλά έχω να πω, πως όλες οι άλλες οι ίσιες δε σου ‘κάναν, αυτή βρήκες να διαλέξεις επειδή είναι ανέμελη και έχει τα “μυαλά” πάνω από το κεφάλι, σαν και σένα.»
Πράγματι, σκέφτομαι, γιατί ό όμοιος στον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα, όπως λέει η σοφή λαϊκή παροιμία. Ίσως να τη διάλεξα γιατί το άθροισμα των ψηφίων του αριθμού της, 4 και 6, κάνει 10 (4+6=10). Δηλαδή σε γράμματα αλφαβήτου Κ , το δέκατο γράμμα στη σειρά, και Α το πρώτο , καθώς 1+0=1. Από Κ είναι το όνομα του πατέρα μου και από Α το δικό μου.
Σε τελική ανάλυση όμως ποιος νοιάζεται για την ομπρέλα; Ας είναι και αυτή θεόστραβη σαν την τύχη μου. Από την άλλη πλευρά, ένα στοιχείο που με τράβηξε είναι ότι τη μοναδική έξτρα λαρτζ ξαπλώστρα, που βρίσκεται κάτω από την διαστρεβλωμένη σκιά της, τη διακοσμούσε ένα ριγωτό, σε σχήμα βεντάλιας, κοχυλάκι με διαβαθμίσεις του καφέ- μπεζ- άσπρου χρώματος σε κάθε αυλακιά του. Στο σύνολό τους 26 πτυχώσεις έχει, πράγμα που μ’ έκανε να ενθουσιαστώ σαν παιδί μόλις το ανακάλυψα. Ίσως να το έχει αφήσει κάποιος εκεί σαν μήνυμα, σαν κρυφό σημάδι που να υπονοεί κάτι.
«Πάψε να πιστεύεις στα σημάδια του καιρού.», θα με διέκοπτε η μητέρα μου από την ονειροπόληση του τυχαίου που κρύβει κάτι προφανές, και θα συνέχιζε, «Είσαι 32 χρονών και ακόμα να προσγειωθείς. Όλες οι φίλες σου βρήκαν άντρα, σωστή δουλειά, κάνε κάτι και συ, κουνήσου, τίποτα δε θα σου ‘ρθει έτοιμο από τον ουρανό!».
Είναι σαν να την ακούω. Ουφ, και υποτίθεται πως ήρθα εδώ στην πιο απομονωμένη παραλία της περιοχής, εγώ και η μοναξιά μου, για να τα βρω με τον εαυτό μου. Και τα λάθη επιμένουν να με κυνηγούν μέσα από την επιτακτική, φανταστική φωνή της μητέρας μου.
Το αφεντικό μου, εκεί που είχα υπολογίσει πως θα μου έκανε αύξηση αφού παρακολούθησα τα σεμινάρια στατιστικής που ήθελε να εφαρμόσει στην εταιρεία, με μείωσε στα 500 ευρώ πριν το καλοκαίρι. Δεν μου έδωσε κάποια αιτία για τη πράξη του αυτή, παρ’ όλο που γνωρίζει πως συντηρούμαι μόνη μου.
«Φταίς εσύ.», θα έλεγε η μητέρα μου, «Έπρεπε να είχες φύγει προ πολλού να είχες βρεί αλλού δουλειά, με καλύτερες απολαβές.». Ναι σίγουρα, λες και είναι τόσο εύκολο, θα ανταπαντούσα ή έστω θα το σκεφτόμουν ως απάντηση από μέσα μου, σιωπηλά.

Όμως ας το πάρουμε το πρόβλημα από την αρχή. Σήμερα είναι 26 Αυγούστου (δηλαδή αν από το νούμερο 46 της ομπρέλας αφαιρέσεις από το δεύτερο ψηφίο το πρώτο βγαίνει 2 (6-4=2). Και αν αφήσεις το δεύτερο ψηφίο ανέπαφο 26. Άν τώρα το 2, που είναι η διαφορά του 6 από το 4, το προσθέσουμε στο δεύτερο ψηφίο της ομπρέλας, μας δίνει άθροισμα το 8. (6+2=8). Το δεύτερο ψηφίο της ομπρέλας είναι αυτό που κρατάμε ανέπαφο, ως μειωτέος ή αφαιρετέος αριθμός. Επομένως έχουμε 26-8 (είκοσι έξι Αυγούστου)- ωραία σύμπτωση! Όπως και οι 26 πτυχώσεις του κοχυλιου!).
Υποτίθεται πως στις διακοπές είναι ευκαιρία να τα διορθώσεις όλα. Ωστόσο, από πού να ξεκινήσω;
Όλες οι φίλες μου από το μαθηματικό είναι διαιρεμένες σε 3 απόλυτα μαθηματικά υποσύνολα ίσου αριθμού ατόμων. Οι 4 έφυγαν εξωτερικό προς αναζήτηση καλύτερης εργασίας. Οι 4 παντρεύτηκαν. Και οι άλλες 4 ζουν από τα λεφτά του μπαμπά τους και κάνουν και κανένα ιδιαίτερο πού και πού για να λένε ότι δουλεύουν. Δυστυχώς την τελευταία πολυτέλεια δεν είναι στο χέρι μου να την αποκτήσω, καθώς έχασα τον πολύτιμο πατέρα μου πριν από 10 χρόνια. Οπότε αφαιρείται ως πιθανότητα για τη δική μου περίπτωση.
Και αν δεν είναι στο χέρι σου να διορθώσεις τα πάντα ή έστω τα βασικά στις διακοπές τι γίνεται;
«Πώς δεν είναι δηλαδή; Μαθηματικός δεν είσαι; Βάλε τη λογική σου να δουλέψει λοιπόν, βρες λύση.», θα έλεγε με το καυστικό της ύφος η μητέρα μου.
«Ακριβώς επειδή όλα δεν ερμηνεύονται με λογική και πράξεις διάλεξα να γίνω μαθηματικός. Μήπως και ερμηνεύσω τα ανεξήγητα.»
«Ά εσύ παιδάκι μου δεν πιάνεσαι με τίποτα!» θα σχολίαζε η μητέρα μου σίγουρα, κλείνοντας απηυδισμένη την κουβέντα.  

Αποξεχνιέμαι βουτώντας τα πόδια μου στην χοντρόκοκκη άμμο. Είναι μπεζ και άπειρη. Στην παραλία, στο τμήμα που δεν έχει ξαπλώστρες, ένα τσούρμο από 20χρονα (4 κοπέλες και ανάμεσά τους 3 αγόρια) είναι σε πλήρη σχεδόν παραλληλία, τοποθετημένα μπρούμυτα, το ένα δίπλα στο άλλο. Πρέπει να είναι ή παιδιά ντόπιων, ή παιδιά γονέων που έχουν τα εξοχικά τους εδώ. Γελάνε και πειράζονται ανέμελα ενώ το αεράκι από τη θάλασσα τους αναστατώνει ελάχιστα τα μαλλιά. Άραγε το σώμα μου θα είναι ακόμα σφριγηλό σε 5 χρόνια όπως των 20χρονων; Όχι τίποτα άλλο, απλά επειδή η μπογιά μου πέρασε και πως θα τυλίξω κανέναν, όπως λέει και η μητέρα μου.
Γελάω μόνη μου ειρωνικά. Να δεις που οι θεωρίες της μητέρας μου ξεπηδούν ασυνείδητα από παντού, μέσα από το μυαλό μου, χωρίς να το ελέγχω. Όχι πως με νοιάζει αν θα μείνω μόνη, αλλά το καλοκαίρι θα φύγει και ‘γω το Σεπτέμβρη πρέπει να είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω τη νέα χρονιά. Μόνο που δεν μου προσδιόρισε κανείς πόσο ακριβώς του Σεπτέμβρη 5, 10, ή 15; 4, 8 ή 16; ‘Η 24 ή μήπως 26; Και ο Μαρίνος που με παράτησε ανήμερα της γιορτής του, 26 Ιουλίου, ακριβώς ένα μήνα πριν, δεν μου είπε πότε ακριβώς και αν υπολόγιζε την επανασύνδεσή μας. Φαντάζομαι πως με αφορμή αυτό το εορταστικό κλίμα καταμεσής του καλοκαιριού, ήθελε να βγεί και να ξενυχτήσει με τα φιλαράκια του, να περάσει το υπόλοιπο καλοκαίρι του ελεύθερος, και να θυμηθεί τις παλιές του συνήθειες.

Δεν ξέρω ποια αλγοριθμική σειρά μπορεί να μου δώσει την ακρίβεια των αποτελεσμάτων της ζωής μου, που με τόση αγωνία περιμένω.

Δικαιολογημένα μπορώ να πώ πως υπέπεσα στην αμαρτία να ψάξω στα ιντερνετικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να βρώ πως ο Μαρίνος φλερτάρει, θέλοντας να ανοίξει ερωτικές παρτίδες σε νέα γεωγραφικά πλάτη και μήκη. Εγώ από την άλλη αδυνατώ να εμπλουτίσω την συναισθηματική μου ζωή μέσου διαδικτύου και προγραμμάτων που είναι έξω από τις δικές μου γνώσεις.

Έχει πάει πέντε το απόγευμα. Ο ουρανός ξεδιάλυνε και μετέτρεψε τα σύννεφα που έφτιαχναν ως τώρα μια συμπαγή συστάδα, σε ακαθόριστα σχήματα. Το μικρό κύμα σκάει δυνατά στην ακροθαλασσιά. Ψηλαφώ το ιδιαίτερο κοχυλάκι και ακούω πάλι τη φωνή της μητέρας μου. «Πάψε να πιστεύεις στα σημάδια!».
Ο σερβιτόρος, ένα ψηλό, ξανθό, ηλιοκαμμένο παλικάρι βαράει μύγες, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο άδειο μπιτς μπαρ ενώ η μουσική παίζει σε χαλαρούς ρυθμούς το “I cant help falling in love with you” σε διασκευή των UB40. Πριν καμιά ώρα τον είχα ρωτήσει αν έχει κανένα στυλό ν’αραδιάσω τις σκέψεις μου. Είχε μόνο ένα για να γράφει τις ανύπαρκτες παραγγελίες του, αλλά δεν ήθελα να του το στερήσω, καθώς ο χρόνος που θα μου ‘παιρνε να εκτονωθώ γράφοντας ήταν και είναι ακαθόριστος.
Έχω πιαστεί από ώρα στην ξαπλώστρα σκυμμένη να γράφω στο κινητό μου αντί στο χαρτί του περιοδικού μου, λόγω έλλειψης στυλό. Σηκώνομαι αποφασιστικά με το κοχυλάκι στο χέρι, πάω στον σερβιτόρο και τον ρωτώ: «Έχει και άλλα τέτοια στην παραλία;», δείχνοντας το θαυμαστό μου εύρημα.
«Ναι. Αν βουτήξεις στα ρηχά, δεξιά στην μύτη που κάνει η αμμουδιά, θα βρείς πολλά τέτοια.»
«Δε σε ρώτησα και πώς σε λένε.»
«Αλέξανδρο.»
«Σε 4 μέρες γιορτάζεις δηλαδή.», σκέφτομαι δυνατά και μετά υπολογίζω πως πρέπει να είναι γύρω στα 28. Που σημαίνει 4 χρόνια μικρότερος από εμένα. Πάλι ο αριθμός 4. Ή μήπως να ‘ναι 26; Δε βαριέσαι.
Φεύγω καταχαρούμενη για να βουτήξω στο σημείο που μου υπέδειξε.


Μέχρι να δύσει ο ήλιος έχω βρει τουλάχιστον μία 16άδα κοχύλια σε διάφορα μεγέθη, όμοια όμως μεταξύ τους στο σχήμα. Ωραία θα ξεκινήσω για το μπαρ, αφού στεγνώσω, και πάνω στον άδειο πάγκο θα σχεδιάσω μία σπείρα που το κέντρο της θα ξεκινάει από το μικρότερο κοχύλι και θα καταλήγει στο +: (+άπειρο) ή μήπως στο -:(-άπειρο); Και ο Αλέξανδρος θα μου δανείσει το στυλό του, αλλά αυτή τη φορά θα γράψω ένα ποίημα χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, χωρίς σκοπό, πέρα από νικητές και ηττημένους που κάνουν λογικές επιλογές.
Πριν προλάβω να τελειώσω τη σκέψη μου, έρχεται ο Αλέξανδρος στην ξαπλώστρα μου και μου δίνει το στυλό του.
«Πάρ’ το δε θα το χρειαστώ.»
«Ευχαριστώ…με αντάλλαγμα;», τον ρωτάω πονηρεμένη.
«Να μου πείς τι ήθελες να γράψεις.»
«Και αν δε μπορώ να σου πω; Αν αλλάξω γνώμη στην πορεία;»
«Γράψε κάτι τότε για μένα, και ‘γω θα σου κάνω ένα ωραίο σχέδιο με αυτά τα κοχύλια που ψάρεψες και έχω μανία να συλλέγω.»
«Σύμφωνοι!», απαντώ ενθουσιασμένα και πέφτουμε και οι 2 με τα μούτρα στη δουλειά.
Η μουσική από τα ηχεία έχει κολλήσει στο ίδιο τραγούδι και οι στίχοι που ακούγονται τώρα υπονοούν ένα ξεχωριστό μήνυμα:
“….Darling so we go,
 some things were meant to be
 take my hand take my whole life too,
 I can’t help falling in love with you.”*



ΤΕΛΟΣ






*Ελέυθερη μετάφραση
«…Αγάπη μου έτσι προχωράμε
Κάποια πράγματα ήταν γραφτό να γίνουν
Πάρε το χέρι μου και τη ζωή μου
Δε μπορώ να μην σ’ ερωτευτώ.» 




το τραγούδι της ιστορίας!**!


Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Λεωφορείο 81- Malatesta (Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου)

Λεωφορείο 81- Malatesta

        Malatesta- στη δική μου διάλεκτο θα πεί άσχημη γεύση, πικρή ή κάτι τέτοιο νομίζω. Τώρα που το σκέφτομαι, ναι, μπορώ να το συνδυάσω μ’ αυτή την «φαρμακερή» αίσθηση απογοήτευσης που μ’ άφησε το απρογραμμάτιστο ταξίδι στην Ρώμη με την αγαπημένη μου Ισαβέλλα.
        9 με 14 Απριλίου είχε σχεδιάσει η Ισαβέλλα να πάει στη Ρώμη για να παρακολουθήσει μια υπαίθρια έκθεση γλυπτών στις πλατείες της Αιώνιας Πόλης. Έχουμε πολλά κοινά όσον αφορά την αγάπη για την τέχνη και την λογοτεχνία, και ίσως γι’ αυτό της πρότεινα αβίαστα να την συνοδεύσω. Εκείνη δέχτηκε θερμά, αν και η παραμονή μας εκεί έδειξε πως ήταν μεγάλο λάθος η σκέψη μου αυτή.
        Η Ισαβέλλα είναι άνθρωπος πρακτικός, δουλεύει χρόνια μεταφράστρια, από τα ισπανικά στα αγγλικά και τα ιταλικά, και βγάζει ένα δυνατό εισόδημα. Εγώ από την άλλη, με το πάθος μου για μουσική, ακολουθώ τ’ όνειρό μου, κάνοντας διάφορα live με κιθάρα, αλλά παράλληλα αναγκάζομαι να δουλεύω και σαν σερβιτόρος σε εστιατόριο για τα προς το ζην, και πάλι μετά δυσκολίας τα καταφέρνω. Η Ισαβέλλα ήταν πάντα δύσπιστη ως προς το επαγγελματικό μου μέλλον , κρίνοντας την τακτική μου, αλλά ξέρω καλά πως τη σχέση μας τη δένει έντονο πάθος και βαθιά αγάπη παρά τις διαφορές μας που πάντα οδηγούσαν σε ομηρικούς καβγάδες.
        Στη Ρώμη όμως τα πράγματα πήραν μια απρόσμενη πορεία. Φτάσαμε στην ώρα μας, το ξενοδοχείο το βρήκαμε εύκολα , και ήταν όλα στην εντέλεια όπως ακριβώς τα είχε οργανώσει η Ισαβέλλα. Ξεχυθήκαμε στους δρόμους, ο καιρός ευνοούσε, με το χάρτη στο χέρι ν’ανακαλύψουμε την πόλη. Τουρίστες από όλα τα έθνη σε ατελείωτες χαοτικές διαδρομές προς Κολοσσαίο, προς Βατικανό, σε τζελατερίες και τρατορίες. Μια ατελείωτη ροή, χωρίς αρχή και τέλος. Της ζήτησα να πάμε κάπου πιο απόμακρα, αφού είχαμε δεί αρκετά από τα εκθέματα που ήθελε να θαυμάσει. Δέχτηκε, χωρίς όμως ενθουσιασμό, αποφεύγοντας να με κοιτάει στα μάτια. Ήμουν εκεί δίπλα της και αυτή έδειχνε σα να ήθελε να ξεφύγει από την παρουσία μου. Πήραμε το δρόμο κατά μήκος του ποταμού Τίβερη, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Ήθελα να της πιάσω το χέρι, να της χαϊδέψω τα μαλλιά, όμως δε μπορούσα, προπορευόταν γοργά με την δικαιολογία πως θέλει να εξερευνήσει και άλλα αξιοθέατα από τη δυτική πλευρά της Ρώμης, πριν σκοτεινιάσει. Φτάσαμε στην γέφυρα των Αγγέλων ακριβώς μόλις άναβαν οι ρομαντικοί φανοστάτες.
«Τελικά θα μ’ αφήσεις να σε πιάσω, να βγάλουμε μια φωτογραφία; Θα κάτσεις λίγο να σε αγκαλιάσω;»
«Χαχα», έπνιξε ένα ειρωνικό γελάκι, «Σοβαρέψου Ενρίκε, εδώ ήρθαμε να δούμε τη Ρώμη και συ θέλεις να παίξουμε τις μελισσούλες. Κάνεις σαν μωρό παιδί…»
«Και γιατί το ένα να πρέπει να αναιρεί το άλλο;», την διέκοψα πριν ολοκληρώσει τη φράση της.
Η Ισαβέλλα τότε μούτρωσε, πήρε αυτή την αγριεμένη και επαναστατική έκφραση στο πρόσωπο που υπαινίσσεται την καταλανική της καταγωγή και άνοιξε το βήμα. Αφήσαμε το Castelo degli Angeli πίσω μας και περάσαμε από την άλλη πλευρά του ποταμού να πάρουμε το λεωφορείο για το ξενοδοχείο χωρίς να αλλάξουμε μιλιά.
        Τα βράδια πέφταμε για ύπνο με το παράθυρο ανοιχτό και τη σελήνη να φωτίζει το δωμάτιό μας που ήταν ανατολικό. Αλλά και εκεί οι προσπάθειές μου για ρομάντζο δεν απέδωσαν.
«’Ελα τροβαδούρε του έρωτα κοιμήσου τώρα, είμαι πολύ κουρασμένη και αύριο έχουμε πολύ πράγμα να δούμε», μου απαντούσε συνήθως μισοαστεία μισοσοβαρά.
        Μεσολάβησαν και άλλες επισκέψεις, στη Fontana di Trevi, όπου παρά τις προτροπές μου, η Ισαβέλλα αρνήθηκε να πετάξει κέρμα κάνοντας ευχή, στην Piazza Navona με τους καλλιτέχνες του δρόμου να προσφέρουν διάφορα θεάματα και ακούσματα, στην Piazza del Popolo όπου ο κόσμος που σύχναζε και οι συνήθειές του ήταν πολύ μακριά από την τσέπη μου. Ένα δειλινό σκαρφαλώσαμε και στο Καπιτώλιο. Ήταν τόσο ειδυλλιακά. Το φως του ηλίου αποχαιρετούσε τις προοπτικές των κτιρίων, τις στέγες, τις μαρκίζες, τα έξεργα παράθυρα, τα σκαλιά, γεμίζοντας σκιές τον ανοιχτό χώρο. Η Ισαβέλλα όμως στεκόταν ακλόνητη και αποστασιοποιημένη, όπως τα μαρμάρινα αγάλματα που κοσμούσαν την πλατεία. Οι κινήσεις της κοφτές, στατικές και παγωμένες. Είχε γύρει στον εξώστη του κεντρικού κτιρίου, με τις γάμπες να παίζουν μηχανικά εναλλάξ ανάμεσα στις μπαλούστρες, τους αγκώνες στηριγμένους στο στηθαίο και το βλέμμα αγέρωχο μπροστά να κοιτάει το είδωλο του έφιππου Μάρκου Αντωνίου και τη δύση.
«Τι έχεις;», τη ρώτησα.
«Σαν τι να ‘χω; Γιατί δε μ’αφήνεις ν’απολαύσω τη στιγμή;»
Δεν απάντησα και λίγο αργότερα φύγαμε.
        Το τελευταίο βράδυ, μιας και είχαμε δεί όλες τις εκθέσεις, περιπλανηθήκαμε άσκοπα στα στενά της βόρειας Ρώμης, μέχρι που βγήκαμε κατά τύχη στο ψηλότερο σημείο της Piazza dEspagna. Η Ισαβέλλα άλλαξε διάθεση, γλύκανε, της άρεσε πολύ το μέρος, η εκκλησία, οι πλανόδιοι ζωγράφοι που αποτύπωναν εντυπώσεις και πορτρέτα κάτω από το κίτρινο φως των φαναριών, ο κόσμος που ανεβοκατέβαινε τη μνημειώδη σκάλα, οι παρέες που κάθονταν στα μαρμάρινα πλατύσκαλα και έτρωγαν, έπιναν, γελούσαν ή τραγουδούσαν.
«Άσε με εδώ.» είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Κάτσε όσο θες.» της απάντησα χαμογελώντας.
Ρούφηξε με τα μάτια της το σταθερό και το κινητό τοπίο και όταν κατάλαβα ότι χόρτασε την άρπαξα από το χέρι και της είπα: «Τώρα θα σε οδηγήσω εγώ.». Χαθήκαμε μέσα σε δρομάκια, μ’ ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι από όπου πίναμε και οι δυο, φιληθήκαμε με πάθος και αγκαλιαστήκαμε κάτω από τα κατάφυτα αναγεννησιακά μπαλκόνια. Η ώρα πέρασε, ανακαλύψαμε τυχαία μια στάση λεωφορείου σε ένα άγνωστο διπλό δρόμο. Τσέκαρα την ταμπέλα.
«81 μας κάνει;»
«Ναι, αυτό μας αφήνει έξω από το ξενοδοχείο.»
Τα λεπτά περνούσαν το 81 δεν εμφανιζόταν. Ρωτήσαμε κανά δυό περαστικούς μας είπαν ότι περνούσε πιο αραιά από εδώ λόγω ότι είναι απομακρυσμένο το σημείο. Μετά από ένα τέταρτο πρότεινα στην Ισαβέλλα να κατευθυνθούμε προς το κέντρο για να βρούμε μια πιο πολυσύχναστη στάση.
«Όχι!», μου απάντησε πεισματικά, «θα περιμένουμε εδώ!»
«Τι εννοείς;»
«Τι εννοώ; Ορίστε χαθήκαμε!»
«Ε ωραία πάμε πίσω στο κέντρο τότε.»
«Όχι Ενρίκε, δε θα πάμε πίσω, δε γίνεται να πάμε πίσω, όπως δε γίνεται να πάμε πίσω τη σχέση μας, από την αρχή.»
«Τι σχέση έχει αυτό τώρα; Έχεις πιεί;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι έχω πιεί, εσύ με πότισες, και τώρα δεν αναλαμβάνεις το λάθος.»
«Ποιο λάθος; Ότι χαθήκαμε;»
«Ότι με έκανες να χαθώ και να χάσω τον εαυτό μου.»
«Ισαβέλλα σύνελθε, τι είναι αυτά που λες.»
«Δε θα συνέλθω. Τρία χρόνια σε περιμένω να συνέλθεις και να ωριμάσεις. Βαρέθηκα να γυρνάς χωρίς σκοπό και στόχο με μια κιθάρα στον ώμο, να πετύχεις τι;»
«Κάποτε, όταν γνωριστήκαμε, αυτό σ’ άρεσε.»
«Ναι κάποτε κυνηγούσες το όνειρό σου, και αυτό σε έχει κάνει τώρα να πάψεις να κυνηγάς εμένα και τα θέλω μου. Όλα πρέπει να τα αναλαμβάνω εγώ μέχρι να στρώσει η ζωή σου. Η συγκατοίκηση, οι υποχρεώσεις, ως πότε Ενρίκε;»
«Μα κάνω ότι καλύτερο μπορώ.»
«Δεν φτάνει, καιρός να το δεχτείς. Μ’ έχει κουράσει να κυνηγάς μια καριέρα που δεν ξέρω καν αν θα υπάρξει ποτέ.»
«Γιατί είσαι τόσο άδικη;»
«Γιατί εγώ προχώρησα και εσύ ακόμα προσπαθείς και μ’ εκνευρίζεις!»
«Πάντα σε ακολουθώ και στο απέδειξα. Τι παράπονο έχεις;»
«Ασ’το δεν πρόκειται να καταλάβεις.»
«Τι να καταλάβω;»

Κάπου εκεί έφτασε το λεωφορείο ερχόμενο από το πουθενά, και προσέχοντας τα κίτρινα ψηφιακά γράμματα ψηλά στην πρόσοψη, 81-Malatesta, σκέφτηκα «Τι ειρωνία!». Όλη η διαδρομή πίσω στο ξενοδοχείο μου φάνηκε αιώνας. Η βραδιά δε κυλούσε, χάζευα την κουρτίνα που σάλευε από το αεράκι που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο, βαθιά πικραμένος. Κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα, πρέπει να μ’ είχε πάρει ήδη ο ύπνος, ένιωσα χάδια στο λαιμό μου και τα μαλλιά, και άκουσα ψιθύρους. Ήταν η Ισαβέλλα. Έκλαιγε βουβά και με φιλούσε με τα βρεγμένα της χείλη. Ίσα που πρόλαβα να της πω : «Μη στεναχωριέσαι αγάπη μου, όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις.» μέσα στο χείμαρρο των λυγμών και του πάθους της που άναψε ξαφνικά.
        Το επόμενο πρωί φύγαμε. Η αίσθηση ωστόσο παρέμενε πικρή και η Ισαβέλλα πάλι απόμακρη. Φτάσαμε στη Μαδρίτη, και μετά από δύο μέρες η Ισαβέλλα ανέβηκε στη Βαρκελώνη να δεί τους γονείς της. Κάθισε παραπάνω από το συνηθισμένο, και με ένα τηλεφώνημα μου επιβεβαίωσε αυτό που φοβόμουν, ότι δε μπορούσαμε να είμαστε πλέον μαζί. Το πήρα βαρέως αλλά δεν ήθελα να της το δείξω για να μην την πιέσω. Μετακόμισε αλλού μόνη της μέσα σε τρείς βδομάδες. Εγώ, αφού πέρασα μια μικρή κατάθλιψη στο σπίτι των γονιών μου στη Βαλένθια όπου κατέφυγα για λίγο, επέστρεψα στο διαμέρισμα στη Μαδρίτη που μέναμε μαζί και το διαμόρφωσα σαν εργένικο. Συνέθεσα και τρία τραγούδια που έκαναν μια μικρή επιτυχία με αποτέλεσμα να κλείσω για όλο το χειμώνα σε ένα αξιοπρεπές μαγαζί όπου θα παίζω σόλο κάθε σαββατοκύριακο. Αρνούμαι ακόμα να δεχτώ πως τελειώσαμε τόσο απλά, και πόσο άτυχος στάθηκα στο ταξίδι μου στη Ρώμη με την αγαπημένη μου…


6 χρόνια μετά

Η πόρτα χτυπάει ελαφρά, η Ισαβέλλα ανοίγει για να δεί την μικρή Μαρία πιο νωρίς από ότι την περίμενε, με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά που κάτι της θύμιζε. Η κυρία Ντολόρες, που η δουλειά της είναι να συνοδεύει τη μικρή Μαρία σε όλες τις εξωτερικές της δραστηριότητες όταν η Ισαβέλλα έχει πολύ φόρτο εργασίας, χαιρέτησε με ένα νεύμα δίνοντας ραντεβού για αύριο στις έξι που η Μαρία έχει χορό.
Η Ισαβέλλα κοιτώντας τη Μαρία, τη ρωτάει χαρούμενα ανοίγοντας τα χέρια της.
«Ήρθες κιόλας;»
«Ναιαιαιαι!!!», ξεφωνίζει η Μαρία ενθουσιασμένη και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά της μαμάς της, ενώ στο αριστερό της χέρι κρατάει μια ζωγραφιά σαν σημαία, με προσοχή να μην την χαλάσει.
«Τι είναι αυτό;» ρωτάει η Ισαβέλλα.
«Αυτό είναι κάτι που είδα στο σπίτι του μπαμπά σε μία κάρτα και μ’ άρεσε πολύ και στο ζωγράφισα! Για σένα!» της λέει και της σκάει ένα ρουφηχτό φιλί στο δεξί μάγουλο.

Η Ισαβέλλα κλείνει την εξώπορτα, παίρνει το χαρτί στα χέρια της και διακρίνει ένα παιδικά σχεδιασμένο κτίριο με δύο μεγάλα ροζ καμπαναριά δεξιά αριστερά, ένα γκρι οβελίσκο στη μέση και πολλά σκαλιά που οδηγούν σε αυτό. Μπροστά από τις οριζόντιες παράλληλες γραμμές των σκαλιών ένας γαλάζιος πίδακας που ξεπηδά μέσα από μια βάρκα και υπονοεί κάτι σαν συντριβάνι. Πάνω από όλη την ζωγραφιά, σαν επικεφαλίδα, με κόκκινο μαρκαδόρο, τα γράμματα της Μαρίας με περισσή φροντίδα αποδοσμένα ολοκληρώνουν την εξής φράση:
“ La piu bella piazza del mondo c’e dentro in tuoi occhi*”
«Μαρίαααα… ποιος το ‘γραψε αυτό;» ρωτάει η Ισαβέλλα φωναχτά από το διάδρομο καθώς η μικρή είχε ήδη τρέξει στις κούκλες της.
«Εεε, ο μπαμπάς μου το είπε και εγώ το έγραψα.»

Τα μάτια της Ισαβέλλας θολώνουν από την απρόσμενη συγκίνηση. Σαν μεθυσμένη πάει στην κουζίνα και σχηματίζει τον γνωστό αριθμό 915 222 931. Το ακουστικό από την άλλη πλευρά σηκώνεται αστραπιαία και η φωνή του Ενρίκε βγαίνει με λαχτάρα.
«Ναι;»
«Ενρίκε», κομπιάζει για λίγο η Ισαβέλλα, «δεν έπρεπε…», και χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί ξεσπάει σε αναφιλητά.
«Μη στεναχωριέσαι αγάπη μου, αυτή τη φορά όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις πραγματικά.»



                            ΤΕΛΟΣ


*μτφ: “Η πιο όμορφη πλατεία του κόσμου, βρίσκεται μέσα στα δικά σου μάτια.”





Τα Χριστούγεννα με τη ματσόλα (Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου)

Τα Χριστούγεννα με τη ματσόλα

«Μα ποιος διάολος “κρατσανάει” μέταλλα 4 η ώρα το πρωί ανήμερα των Χριστουγέννων;» σκέφτηκε εκνευρισμένος ο Γεράσιμος, και κοπάνησε το ποντίκι του υπολογιστή του στο μικρό γραφείο φωνάζοντας δυνατά προς τα πάνω «Σκάσεεεε!», και μετά μουρμουρώντας συμπλήρωσε, «Ε ρε παιδί μου κάτι άνθρωποι, πως τους αντέχει η μάνα τους!».

Δεν θυμάται πότε ξεκίνησε αυτός ο θόρυβος να του τρυπάει τα μηνίγγια. Στην αρχή ακουγόταν σιγά σιγά, μετά, πριν από κανένα εικοσάλεπτο περίπου, έγινε πιο δυνατός. Έτσι νομίζει τουλάχιστον.
Ξαφνικά έφαγε φλασιά. Βρε λες να’ναι το γατί του;
«Μωρή Ξούρα…εσύ κάνεις σαματά;», ρώτησε μισοθυμωμένα ρολάροντας την καρέκλα του γραφείου του με τα ροδάκια προς την πόρτα του χωλ, για να δει τι παίζει μέσα.
«Ξούρα που είσαι; Μ’ ακούς μαρή;», ξαναρώτησε φωναχτά με το κεφάλι έξω από το κούφωμα της ενδιάμεσης συρόμενης πόρτας, χωρίς να πάρει απάντηση όμως, ούτε ένα αμυδρό νιαούρισμα.

Ξούρα ήταν το δεύτερο συνθετικό της γερο-ξούρας, έτσι την είχε ονομάσει την ξεχασμένη, αδέσποτη γάτα του, όταν την βρήκε έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας του να βωλοδέρνει με βλέμμα σπιρτόζικο. Την μάζεψε, στην ουσία την έσουρε ως τον πιο κοντινό κτηνίατρο, που επιβεβαίωσε ότι είναι ένα γατί μεγάλης ηλικίας, 7 χρονών, μια υγιέστατη θυληκιά με τσιριχτή φωνή που “ξυρίζει”. Εντάξει αυτό το τελευταίο μπορούσε να το καταλάβει και μόνος του, και ας μην είναι γιατρός. Οπότε το βάφτισμα της ήταν άμεσο και επιτυχημένο, όπως και η υιοθεσία- μόνιμη φιλοξενία της στο μικρό του διαμέρισμα.

Πίσω στον ήχο τώρα. Αυτό τον σπαστικό, που είναι σαν να λιμάρει κάποιος μεταλλική επιφάνεια. Χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου. Ο Γεράσιμος σηκώνεται και προχωράει από το σαλόνι- γραφείο στο διάδρομο για να μπει στο μπάνιο, αγαπημένο στέκι της Ξούρας.
«Ξούραααααα», είπε σιγά και συνωμοτικά. Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και είδε την Ξούρα απλωμένη κάτω από το καλοριφέρ να κοιμάται γαλήνια. «Εδώ είσαι μαρή και νόμιζα ότι μασουλάς κανά σωλήνα και θα μας αφήσεις χριστουγεννιάτικα χωρίς νερό;», είπε και έκανε μια χειρονομία με την παλάμη του, σαν να ήθελε να τη δείρει ελαφρώς. Η αφεντιά της ούτε που κουνήθηκε, συνέχισε το βαθύ της ύπνο ενώ ο Γεράσιμος γύρισε πίσω στο πολυλειτουργικό του δωμάτιο να συνεχίσει τη δουλειά του.

Είχε κολλήσει εδώ και ώρα στο νέο λόγκο, αυτής της ολλανδικής εταιρείας που συνεργάζεται εδώ και 3 χρόνια, της Χόρσνια. Άτιμοι, σκέφτηκε, μωρέ αν ήταν στο χέρι μου θα σας έστελνα μια βλακεία αλλά έχε χάρη που έχω ανάγκη τα λεφτά σας. Μα είναι δυνατόν να του ‘βάλαν τελικό deadline[1] ανήμερα Χριστούγεννα μέχρι τις 14.00 το μεσημέρι; Δηλαδή αυτοί σπίτια δεν έχουν, γαλοπούλα δεν θα φάνε, δεν θα πιούν κρασί; Αλλά όχι βέβαια, αυτοί είναι τυπικοί, τεχνοκράτες, τέλειοι! «Τα διαόλια μου μέσα!», είπε ξεφυσώντας για να ξεσπάσει. Και τώρα πώς να κλείσει το λογότυπο Horsnia , με πράσινο ή με πράσινο ντεγκραντέ που ασπρίζει στο τέλος. Ε ρε κόλλημα! Ευτυχώς το χρούτσου χρούτσου σταμάτησε.

Η ώρα είχε πάει 4.20 τα ξημερώματα. Τις τελευταίες 8 ώρες και 20 λεπτά, αντί  να γιορτάζει με την οικογένειά του, έχει φάει τα λυσσιακά του για να αναβαθμίσει αυτό το ρημαδοσάϊτ των Ολλανδών. Η Αριστέα, η κοπέλα του, έφυγε και αυτή από το βράδυ της παραμονής, θα έκανε ρεβεγιόν με τους δικούς της στο εξοχικό τους στα Κιούρκα. Του πρότεινε να πάει μαζί της να γιορτάσουν όλοι μαζί. Τιιι; Aδύνατον. Και να χάσει και την προθεσμία και τη δουλειά;
Το μόνο που πρόλαβε να της πει ήταν, «Είσαι σοβαρή;».


4.30 μ.μ. Χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου. Ο Γεράσιμος τινάζεται από την καρέκλα του όρθιος, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
«Να το, να το πάλι!». Αυτό ήταν, δεν πήγαινε άλλο. Δε φτάνει που θυσίασε τις γιορτές του, που κάθεται και φυλάει όλη την πολυκατοικία, γιατί όλοι πήγαν στα γιορτινά τους τραπέζια που ήταν καλεσμένοι, και τρωγοπίνουν ξένοιαστοι, θ’ ανέχεται τώρα και τον σπαστικό θόρυβο από πάνω, και δε θα μπορεί να δουλέψει.
«Ε όχι!», ξεφώνισε πηγαίνοντας πάνω κάτω νευρικά στο δωμάτιό του- γραφείο- σαλόνι. Θα πάρω τη σπιτονοικοκυρά, σκέφτηκε, να δω ποιος μ’ ενοχλεί. Παίρνει το κινητό του και όσο ψάχνει την καταχώρηση της κυρά- Τούλας το μετανιώνει. Όχι ότι τη λυπάται μην την ξυπνήσει, την ξεκουτιασμένη και αυτήν. Άιντε από ‘δω. Όχι, όχι, δεν είναι αυτό. Δεν την λυπάται και καθόλου μάλιστα. Αν ήταν εντάξει η απατεώνισσα δε θα του νοίκιαζε το υποτιθέμενο “ήσυχο διαμερισματάκι” που βλέπει στον ακάλυπτο, τον Ιούλιο που μας πέρασε. Ξέρεις τι είναι να φεύγεις πρώτη φορά από το πατρικό σου σπίτι, να λες θα φτιάξω τη φωλίτσα μου με την Αριστούλα, θα ‘χω και το χώρο μου να δουλεύω, και σε 2 μήνες να σηκώνεται μπροστά από το μοναδικό σου μπαλκόνι που βλέπει στον ακάλυπτο οκταώροφη οικοδομή! Και καλά η θέα, πάει και έρχεται. Ο θόρυβος από τις 8 η ώρα το πρωί, οι μπετονιέρες, οι μαστόροι, τα ντάπα ντούπα στο καλούπωμα, και μετά η τοποθέτηση των κουφωμάτων, οι σφυριές; Κόλαση! Δεν μπορεί να ηρεμήσει τους τελευταίους 4 μήνες. Τι λέγαμε; A ναι! Να την πάρει ή να μην την πάρει. Ε τι να την πάρει, σάμπως άμα την πάρει θα κάνει τίποτα η μπάμπω;

Ξανακάθισε μπροστά στην οθόνη, που εμφάνιζε το ίδιο αναθεματισμένο μισοτελειωμένο λόγκο, αυτές τις κολασμένες χριστουγεννιάτικες ώρες. Έβγαζε ατμούς από τα νεύρα του. «Ε ρε Χριστούγεννα να σου πετύχουν Παναγία μου!», ξεφώνισε μπαϊλντισμένος, σπρώχνοντας με νεύρο με την πλάτη του το πάνω μέρος της καρέκλας, ώστε να πάει τέρμα πίσω. Και εκεί που κόντεψε να σαβουριαστεί ανάσκελα από την ώθηση, καθώς αμέσως μετά ανακτούσε οριακά σε δευτερόλεπτα την ισορροπία του, ο ήχος δυνάμωσε επικίνδυνα λες και προερχόταν ακριβώς έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου. Αμάν, σκέφτηκε και τον έλουσε κρύος ιδρώτας, λες να ‘ναι κανένας διαρρήκτης και να προσπαθεί να παραβιάσει την εξώπορτά μου και να με κλέψει τώρα που λείπουν όλοι; Στις γιορτές γίνονται οι μεγαλύτερες και ευκολότερες ληστείες! Αυτό ήταν θα πάρω το 100. Άρπαξε το κινητό του και πληκτρολόγησε 1 0 0.

«Παρακαλώ.», ακούγεται μια μπάσα φωνή από την άλλη γραμμή.
«Ναι, γεια σας, εκατό εκεί;»
«Μάλιστα κύριε. Εκατό δεν πήρατε;»
«Ναι, ναι. Ακούστε. Λέγομαι Γεράσιμος Λάσος, μένω στη Φορμίωνος 130, και αυτή τη στιγμή ένας διαρρήκτης λιμάρει την κλειδαριά μου για να μπεί μέσα. Καταλαβαίνετε;», είπε με κοφτή, σιγανή φωνή ταραγμένος ο Γεράσιμος.
«Ηρεμήστε κύριε. Είστε σίγουρος; Από το ματάκι της πόρτας είδατε καμιά ύποπτη κίνηση;»
«Κυριαρχεί απόλυτο σκότος. Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα. Παρακαλώ πολύ ελάτε γιατί είμαι μόνος μου, λείπουν όλοι στην πολυκατοικία για τις γιορτές.»
«Εντάξει κύριε. Ερχόμαστε αμέσως.»

Η γραμμή έκλεισε. Αμέσως, σκέφτηκε, ναι αμέσως, σίγουρα, ας έρθουν σε κανένα μισάωρο και πάλι καλά να λέμε.

Πίσω στο λογότυπο πάλι. Πράσινο ή πράσινο ντεγκραντέ που ασπρίζει στο τέλος. Πφφφ, διάολε.

Ντριιιιν!

Ήρθαν τα μπατσάκια, σκέφτεται αναπάντεχα χαρούμενος ο Γεράσιμος, έλα ρε! Έτριψε τα χέρια του χαιρέκακα. Θα σε φτιάξω εγώ αληταρά των Χριστουγέννων που μου ‘ρθες εδώ τα ξημερώματα να κάνεις ριφιφί. Διακτινίστηκε με μιας στο θυροτηλέφωνο.

«Ναι;»
«Αστυνομία ανοίχτε παρακαλώ.»
«Αμέσως!», έσπευσε ο Γεράσιμος, ενώ μέσα στο μυαλό του έφτιαξε ανυπόμονα το σενάριο του μαγκώματος του κλέφτη. Θα του δώσει μια με το γκλομπ του αστυφύλακα και μετά θα τον αρχίσει στις μάπες, ενώ αυτός θα προσπαθεί απεγνωσμένα…
Το κουδούνι ξαναχτυπά.
«Αστυνομία εδώ. Είναι κλειδωμένα. Πρέπει να κατεβείτε να μας ξεκλειδώσετε.»
«Μα πώς; Σας λέω ο διαρρήκτης είναι έξω από την πόρτα μου και λιμάρει την κλειδαριά μου!», να πάρει την γκαντεμιά μου μέσα, σκέφτεται, αλλά δεν συμπληρώνει δυνατά.
«Φωνάχτε να σας ακούσει και να φύγει.»
«Τι; Αποκλείεται, χτυπήστε κάποιο άλλο κουδούνι μπας και κατέβει κανένας άλλος ένοικος και σας ανοίξει, που δεν κινδυνεύει όπως εγώ.»
«Καλώς.»
Ο Γεράσιμος βηματίζει πάνω κάτω στο μικρό διάδρομο αλαφιασμένος. Βρε τους αχαΐρευτους να με κλειδώσουν ανήμερα Χριστούγεννα μεσ’ την πολυκατοικία. Να μου συμβεί κάτι δηλαδή να σκάσω σαν τον ποντικό, να μην μπορώ να ξεφύγω από πουθενά.

Μετά από ένα λεπτό το κουδούνι ξαναχτυπά πιο επίμονα και δυνατά.

«Ναι!»
«Ακούστε κύριε Λάσο. Από ότι φαίνεται όλη η πολυκατοικία είναι εκτός. Πρέπει να κατεβείτε να ανοίξετε αλλιώς να φεύγουμε σιγά σιγά.»
«Όχι, όχι. Να κατέβω, αλλά πώς; Και αν παραμονεύει απ’έξω;»
«Ε πάρτε όποιο εργαλείο σας βρίσκεται πρόχειρο για ασφάλεια και ελάτε.»
«Οκ.»

Εργαλείο, τι εργαλείο, σκέφτεται. Κάνει μια γύρα το βλέμμα του ελέγχοντας το ασφυκτικό του διαμέρισμα. Πράγματα πεταμένα παντού. Πάλι η Αριστέα δεν μάζεψε φεύγοντας και ας της λέω εγώ. Αμάν αυτό το κορίτσι, δεν διορθώνεται με τίποτα, ενώ ξέρει πόσο με τσαντίζει αυτή της η συνήθεια, εκεί αυτή το δικό της. Αλλά στο θέμα μας τώρα, επανέρχεται με τη σκέψη του, το μόνο εργαλείο που μπορεί να είναι χρήσιμο, μακρύ και αποτελεσματικό είναι τα μαχαίρια κοπής. Έχει όμως μόνο ένα που αλείφει βούτυρο, τα άλλα όλα είναι άπλυτα στο συμφορισμένο νεροχύτη της μικρής κουζίνας, που βρίσκεται δεξιά από το διάδρομο. Δεν προλαβαίνει να τα πλύνει τώρα. Μακρύ, μακρύ…Ανοίγει την πόρτα του μπάνιου, η Ξούρα ακόμα κοιμάται. Το πιγκάλ της τουαλέτας είναι το μόνο εργαλείο του μπάνιου. Λες; Αυτό θα τον αιφνιδιάσει και θα τον αηδιάσει μεν, αλλά να τον αφήσει αναίσθητο από τον πόνο αποκλείεται. Εργαλείο, εργαλείο, α! Έχει μείνει η ματσόλα από τη μετακόμιση, που χρησιμοποίησε για να συναρμολογήσει τον καναπέ- κρεβάτι ΙΚΕΑ του γραφείου του, σκέφτεται. Κάπου είναι αυτή τώρα αλλά πού. Ανοίγει κάποιο από τα συρτάρια του γραφείου στην τύχη και σαν από θαύμα την ξεθάβει κάτω από έναν σωρό με ανακατεμένα αντικείμενα.

Παίρνει λοιπόν την ματσόλα ανά χείρας, την προτάσσει μπροστά με την αριστερή του γροθιά, ξεκλειδώνει, και βγαίνει με φόρα κομάντο στο διάδρομο. Τίποτα! Μπουχός ο διαρρήκτης! Δεν μπορεί να είναι τρελός. Τσιτωμένος ναι, αλλά τρελός όχι. Παίρνει το ανσασέρ κατεβαίνει στην είσοδο. Βγαίνει από την πόρτα του ανσασέρ και προχωρώντας λίγο στα τυφλά σκουντουφλάει μέσα στα σκοτάδια. Αναθεματισμένοι, γεροτσιφούτηδες ούτε ένα χριστουγεννιάτικο φωτάκι δε βάλατε και θα σκοτωθούμε εδώ μέσα, σκέφτεται και κατεβαίνει τα σκαλιά σχεδόν στα τυφλά που οδηγούν στην πόρτα εισόδου. Ανοίγει στους ένστολους αστυνομικούς.

«Καλώς τα παιδιά!», είπε και έφτιαξε την εικόνα στο μυαλό του, ώρε κάτι νταμάρια, θα τον φάμε λάχανο τον δράστη.
«Τι είναι αυτό εκεί;», ρώτησε ο αρχηγός δείχνοντας την αριστερή γροθιά του Γεράσιμου.
«Το εργαλείο!»

Ο αρχηγός γελάει συγκρατημένα, και οι 3 τους με τα όπλα ζωσμένα δεξιά στη μέση προπορεύονται επιφυλακτικά εντός της πολυκατοικίας. Ο Γεράσιμος ακολουθεί με την ματσόλα στο κατόπι τους. Ανεβαίνουν τις σκάλες όροφο, όροφο, κανείς. Έξω από την πόρτα του Γεράσιμου κοντοστέκονται, αλλά δεν ακούν τίποτα.

«Κύριε Λάσο, πού ακριβώς ήταν ο θόρυβος;», ρώτησε ο αρχηγός.
«Εδώ ρε παιδιά, αλήθεια σας λέω.»

Τον κοιτούν όλοι με δυσπιστία ώσπου το χρούτσου, χρούτσου επανέρχεται δυνατά. Στρέφουν τα μάτια τους προς το ταβάνι.

«Πάμε παιδιά», λέει ο αρχηγός, «από πάνω ακούγεται.»
Ώστε πάνω μου κρύβεσαι μπαγασάκο, σκέφτεται πονηρεμένος ο Γεράσιμος, και συνοδεύει με την ματσόλα που σφίγγει  τώρα γερά στη γροθιά του, τους αστυνομικούς στον τέταρτο από τις σκάλες, κάνοντας την οπισθοφυλακή.
Σταματούν έξω από την πόρτα από όπου διέρχεται ο θόρυβος. Χτυπούν με δύναμη.

«Αστυνομία! Ανοίχτε μας!»
Το χρούτσου χρουτσου σταματάει απότομα και δεν ανοίγει κανείς. Μετά από ένα μίνι συμβούλιο οι αστυνομικοί, με παρότρυνση του Γεράσιμου, αποφασίζουν μεγαλόφωνα να σπάσουν την πόρτα. Τότε
αμέσως κάποιος σπεύδει προς αυτήν από τη μέσα μεριά και την ξεκλειδώνει. Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται ένας τύπος παχουλός, με φαρδύ άσπρο πουκάμισο λερωμένο από μπογιές, μούσια, γυαλιά, μαλλιά. Ο Γεράσιμος δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ του.

«Παρακαλώ τι θέλετε;», ρώτησε ο μυστήριος ένοικος.
«Ενοχλείτε την πολυκατοικία 4.45 τα χαράματα το ξέρετε; Τι ακριβώς συμβαίνει;»
«Μα πώς αφού όλοι λείπουν. Δεν κάνω τίποτα.»
Είμαι εγώ εδώ στραβούλιακα δε με βλέπεις; Μήπως να υψώσω τη ματσόλα μου πιο ψηλά να στρώσεις νυχτιατικά; σκέφτεται ο Γεράσιμος.
«Ε πως. Ο κύριος Λάσος από δω παραπονιέται πως την τελευταία ώρα προκαλείτε πολύ θόρυβο.»
«Ειλικρινά δεν κάνω τίποτα. Ζωγραφίζω στον τοίχο μου με πινέλα.»

Ο αρχηγός ρίχνει μια γρήγορη ματιά από την εξώπορτα στην όψη ενός εσωτερικού τοίχου που είναι χρωματισμένος περίεργα. Κάτω στο πάτωμα παντού πιτσιλιές από μπογιές, άδεια μεταλλικά κουτιά με χρώμα, εφημερίδες, πινέλα.

«Καλώς, από δω και πέρα όμως να μην συνεχιστεί ο θόρυβος παρακαλώ.», είπε αυστηρά ο αρχηγός.
«Μαα..μάλιστα», απάντησε φοβισμένα ο ένοικος.

Η πόρτα κλείνει.
«Και τώρα δηλαδή εσείς τον πιστέψατε;» ρώτησε ο Γεράσιμος.
«Τον γνωρίζετε; Τον έχετε ξαναδεί;»
«Όχι.»
«Ε τότε κύριε Λάσο αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας.», απάντησε όλο νεύρο ο αρχηγός, «Η σύσταση έγινε, τώρα μπορείτε να πάτε σπίτι σας ήσυχος να ηρεμήσετε και ‘μεις να πάμε στα πόστα μας.»

Οι αστυνομικοί φεύγουν και ο Γεράσιμος πάει στο διαμέρισμά του στον τρίτο όροφο από τις σκάλες.
Μωρέ δε με ξεγελάς εσύ εμένα. Κάτι σκαρώνεις, και μας το παίζεις καλλιτέχνης αλλά δε με πείθεις με την καμία. Και ακόμα και έτσι να είναι, επειδή δηλαδή σου ‘ρθε εσένα να λιμάρεις χριστουγεννιάτικα τις μεταλλικές καλλιτεχνικές σου αηδίες θα την πληρώσω εγώ; Φταίω εγώ; συνδιαλέγεται με τον εαυτό του ο Γεράσιμος σε έναν βουβό διάλογο.

Κάθεται πάλι μπροστά από το λάπτοπ του σαν σε αναμμένα κάρβουνα, χωρίς να αφήσει τη ματσόλα ούτε στιγμή από το χέρι του. Στην ουσία σχεδιάζει με το δεξί και κρατάει το εργαλείο με το αριστερό. Για δέκα λεπτά δεν ακούγεται τίποτα. Ησυχία. Ωραία. Πάμε πάλι. Πράσινο ή πράσινο ντεγκραντέ που ασπρίζει στο τέλος. Μετά από 10 λεπτά ο θόρυβος ξαναρχίζει πιο δυνατός από ποτέ.
«Ε όχι ρε κερατά δεν τη γλιτώνεις! Θα στ’ ανοίξω το κεφάλι χριστουγεννιάτικα! Δεν έχεις το Θεό σου!», ξεφωνίζει ο Γεράσιμος.
Πετάγεται μηχανικά με τη ματσόλα του- εργαλείο πολέμου στο χέρι, βγαίνει από το διαμέρισμά του, ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά κόκκινος από την πίεση, φτάνει έξω από την πύλη της κολάσεως και την βροντάει μανιασμένα. Ανοίγει ο μουσάτος τύπος και τον ρωτάει ευγενέστατα:

«Παρακαλώ τι θα θέλατε κύριε Λάσο;»
Ο Γεράσιμος κραδαίνει τη  ματσόλα του μπροστά από το στήθος του απειλητικά και αρχίζει ένα κατεβατό από κατηγορίες, απειλές και βρισιές φωνάζοντας:
«Τι θα ήθελα; Τι να θέλω δηλαδή τρελοκαλλιτέχνη της δεκάρας; Που μου λιμάρεις χριστουγεννιάτικα, δεν ξέρω εγώ τι, κανέναν σκουριασμένο σωλήνα για να παράγεις τέχνη ε; Που δεν μ’ αφήνεις να ησυχάσω; Τι να θέλω!»
«Ηρεμήστε κύριε!»
«Όχι δεν ηρεμώ! Που μ’ έχεις τρελάνει και δεν μπορώ να δουλέψω, να βγάλω το λογότυπό μου, να πάρω τα λεφτά μου, να χαρώ τα Χριστούγεννά μου, να χαλαρώσω και εγώ σαν άνθρωπος; Που μου ‘χεις διαλύσει τα νεύρα χρούτσου, χρούτσου, χρούτσου μία ώρα; Τι θέλω τώρα;»
«Αλήθεια δεν καταλαβαίνω τι θέλετε από μένα;»
« Να σ’ ανοίξω το κεφάλι αχρείε! Καταστροφέα της ηρεμίας μου, γρουσούζη, διαολεμένη καρικατούρα της τέχνης που θα μου πεις εμένα…», και κάνοντας μία κίνηση με τη ματσόλα να του επιτεθεί μέσα στην παραφροσύνη του ο Γεράσιμος, και εξαπολύοντας στο ενδιάμεσο φράσεις όπως: «Θα βάλω τέλος στο μαρτύριό μου διάολε των Χριστουγέννων.», και, «Με αρρώστησες σήμερα, δε σ’ αντέχω άλλο.», νιώθει μια γερή λαβή που τον ακινητοποιεί πίσω από το δεξί του ώμο. Μετά ακούει μια υπόκωφη φωνή: «Έιιιι…Λασόοοοο!»

Τινάζεται πάλι. Η Αριστέα πάνω από τον δεξί του ώμο στέκεται όρθια, ενώ αυτός ξαπλωμένος μπροστά στο λάπτοπ, καθισμένος στην καρέκλα και με το στήθος και το πρόσωπό του πάνω στο γραφείο μπρούμυτα, κρατάει τη ματσόλα με τ’ αριστερό απλωμένο του χέρι, πάνω στο γραφείο και αυτό.
«Τι έγινε; Τι κάνεις εσύ εδώ;», τη ρωτάει μισανοίγοντας τα βλέφαρά του.
«Εσύ τι κάνεις εδώ με τη ματσόλα στο χέρι κοιμισμένος;»
«Εγώ, εγώ…»
«Εσύ, εσύ, ναι…» απάντησε η Αριστέα που από τον τόνο της φαινόταν πως άρχισε να χάνει την υπομονή της.
Ο Γεράσιμος κοιτάει κάτω δεξιά την ένδειξη της ώρας στην οθόνη του υπολογιστή. 14.05 ακριβώς! Σηκώνεται έντρομος.
«Πήγε 2 και 5. Κάηκα!»
«Ηρέμησε παιδί μου πως κάνεις έτσι;»
«Η προθεσμία! Την έχασα! Τα καντήλια μου μέσα!»
«Α, μάλιστα. Δεν την έχασες, είχες κάνει upload[2] το αρχείο και πριν το στείλεις μάλλον σε πήρε ο ύπνος! Το ‘στειλα εγώ πριν μισή ώρα που μπήκα. Και τόσην ώρα που προσπαθώ να σε ξυπνήσω σου ‘ρθε και απάντηση. Για δες.», απάντησε ψύχραιμα η Αριστέα κοιτώντας την οθόνη.
«Απάντηση; Καλά εσύ πότε ήρθες; Πως μπήκες;», ρώτησε σαστισμένα ο Γεράσιμος.
«Κατέβηκα από τα Κιούρκα να σου κάνω παρέα ανήμερα Χριστουγέννων, μην είσαι μόνος σου. Μια ώρα πάλευα να ανοίξω χριστιανέ μου! Είχες αφήσει τα κλειδιά από πίσω. Και αναρωτιέμαι πως δεν ξύπνησες τόσην ώρα με το χρούτσου, χρούτσου των κλειδιών στην κλειδαριά. Παρά λίγο θα καλούσα κλειδαρά.»
«Το χρούτσου, χρούτσου..α ώστε εσύ…»
«Ώστε εγώ τι;»
«Κάτσε να δω την απάντηση.»
Ο Γεράσιμος όλο αγωνία ανοίγει το μέιλ και διαβάζει:
Σας ευχαριστούμε πολύ για την συνεργασία. Το αποτέλεσμα ήταν άψογο και στην ώρα του. Θα θέλαμε στην επόμενη επαφή μας να συζητήσουμε την περαιτέρω ανάληψη γραφιστικών καθηκόντων από εσάς για μία θυγατρική μας εταιρεία.

Ένα απρόσμενο χαμόγελο φώτισε την νευρική έκφραση του προσώπου του Γεράσιμου. Η ρυτίδα που πάντα εμφανιζόταν καταμεσής στο κούτελό του ανάμεσα από τα φρύδια του, ως αποτέλεσμα θυμού, και κατσουφιάς, εξαφανίστηκε, για λίγο τουλάχιστον.

«Τελικά δεν μου είπες, την ματσόλα τι την ήθελες; Να σπάσεις την οθόνη του λάπτοπ από τα νεύρα σου;», τον διέκοψε από τις σκέψεις του η επικριτική φωνή της Αριστέας.
«Όχι μωρό μου, είναι το μόνο εργαλείο που όταν λείπεις και τ’αγγίζω θυμάμαι τη λαστιχένια σου ευλυγισία.» είπε ο Γεράσιμος και έκλεισε πονηρά το μάτι στην Αριστέα που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό από την ξαφνική αλλαγή της διάθεσής του.
«Ααα, μιλάμε είσαι μεγάλος βιτσιόζος. Την έβγαλες χριστουγεννιάτικα με τη ματσόλα. Αχαχαχαχα….», χαχάνισε η Αριστέα περιπαιχτικά και πριν τελειώσει τη φράση της ο Γεράσιμος την είχε αρπάξει ήδη και κυλιόντουσαν παίζοντας μέσα στα γέλια και τα φιλιά στον καναπέ- κρεβάτι του μικρού του διαμερίσματος- γραφείου-……




ΤΕΛΟΣ


ΥΓ: Για τον Γιώργο Σ. Ευχαριστώ για την έμπνευση.



[1] Προθεσμία στην αγγλική
[2] Φόρτωση αρχείου στην αγγλική