Αύγουστος- Ποίηση -Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου
Αύγουστε,
όταν περνάς από ξωκλήσι ερημικό,
δώσε ένα πύρινο φιλί από τον Δεκαήμερο Αϊ- Λιά,
καντήλια κι αναμμένα κεριά να γεμίσει,
ψαλμωδίες και ύμνους το ξέξασπρο σκαρί του ν’αντηχήσει.
Όταν βάρκα ξεγάνωτη κάτω στο μικρολίμανο συναντήσεις,
στείλε το παλληκαράκι του ψαρά να τη φροντίσει.
Με μπλε μπογιά να γράψει πάνω της ΜΑΡΩ ή ΠΑΝΑΓΙΑ ,
να την τρίψει, να την βάψει, τις τρύπες της να καλύψει,
διόλου χρόνο μην χάσει με μιάς να τη βαφτίσει.
Κι ύστερα στα ζεστά σου τα νερά να την αρμενίσει, ψάρια και
θαλάσσια πουλιά η ξύλινη καρίνα της να ξαναγεμίσει.
Σαν δεις το σπίτι τ’ απάνεμο πάνω στον βράχο τον ξερό,
κλειστό, με τα σφαλιστά, κυπαρισσί παντζούρια του το άπειρο ν’ατενίζει, φύσα
δυνατά.
‘Ανοιξε τις πόρτες του διάπλατα και τρίξε τα παραθυρόφυλλα.
Βρόντα τα πατώματα και ρίξε την άδεια κανάτα από το τραπέζι κάτω, και κάνε
σαματά.
Να ΄ρθει η γειτόνισσα , μαντηλοφόρα όμορφη κυρά, τον
αναπάντεχο χαμό να συγυρίσει.
Κι ύστερα ιδρωμένη σαν λύνει το λευκό μαντήλι της το
μελαχροινό μέτωπό της να σφουγγίσει,
ν’ ανέβει πάνω στο μπαλκόνι από τη σκάλα τη
στρυφογυριστή, μια ανάσα να πάρει μια δροσιά, για να συνεχίσει.
Και μαγεμένη μπροστά στο θέαμα, βουνό και θάλασσα που
γίνανε μια ζωγραφιά, να το αποφασίσει.
Να πάρει τα κοπελούδια της τα μικρά και τούτο το βράδυ
μέσα σε ξένο σπιτικό να ξενυχτήσει, κοιτώντας τον ουρανό.
Τ’αστέρια που πέφτουν και του πελάγου τον αντικατοπτρισμό
μέσα από το γέλιο των παιδιών της να αποθανατίσει, και έστω για μια βραδιά το
έρημο τούτο σπιτικό με τις φωνούλες τις γλυκές και τα χαχανητά να ξαναζήσει.
Και Αύγουστε όταν κατέβεις στην αμμουδιά , κείνη την
τρανή που εσύ γνωρίζεις καλά, με τον αιγιαλό της τον γαλανό που πάντοτε τη
γαργαλά, μην ξεχάσεις, σπείρε ένα σπόρο πράσινης πεύκης γερό και καρπερό.
Να κάνει δέντρο δυνατό που οι κολυμβητές τη σκιά του θ’
αποζητούν για να ξαποστάσουν από τον ήλιο τον καυτό. Και καμμιά φορά θα
μαλώνουν ποιος θα πάρει το κομμάτι το πιο σκιερό, και κείνη από το καμάρι της
όλο θα φουντώνει και θα ψηλώνει.
Πράσινες κουκουνάρες και ρετσίνι καυτό θα βγάζει από τη
χαρά της και θα σε κερνά, χαλάλι σου εσύ που ζωή της έχεις χαρίσει.
Και κάνε και τούτο το τελευταίο σε παρακαλώ.
Κάνε η Κόρη, κόρη να γεννήσει, με μαλλιά κατάξανθα και
μάτια γαλανά σαν του Αιγαίου τα νερά, που την ομορφιά της, σαν το ώριμο σταφύλι,
το καλοκαίρι σου θα θέλει να τρυγήσει.
Και σαν μεγαλώσει και περπατήσει και ξεπεταχτεί, πάνω στα
χνάρια σου και τις διαδρομές σου χαρές θα μοιράζει και θα σε ακολουθεί.
Για σένα θα μιλεί και θα γλυκοτραγουδά και τ’ όνομα σου θα χαράζει πάνω στην χρυσή αμμουδιά.
Φτιάξε όλα αυτά που σου ζητώ, και τότε εγώ, θα σε
προσμένω και των ονείρων μου το κέντημα όλο το χρόνο θα περνώ με χρυσή κλωστή
από τον ήλιο σου τον ζεστό.
Θα σε συλλογιέμαι όλες τις ώρες , όλες τις μέρες και θα
σε καρτερώ. Και τα δειλινά σου τα αξέχαστα τα πορτοκαλο- μαβιά θα ευλογώ. Κι όλους τους κόπους και
τα δάκρυα για σένα θα τα φυλώ να τα κάνω γέλια, χαρά, ανεμελιά και παιχνίδι
θαυμαστό σαν ξεπροβάλλεις κάθε χρονιά Αύγουστέ μου εσύ βασιλιά του καλοκαιριού,
να ‘ξερες μόνο πόσο σε αγαπώ!
Αύγουστος 2024
Κ.Γ.



