Το όνειρο της Ωραίας Ελένης- Ποίηση - Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου
Το όνειρο της Ωραίας Ελένης
Στο λυκαυγές με τα γαλάζια σύννεφα να στέφουν τον ουρανό,
μέσα στο ώριμο καλοκαίρι, λούζεται η Ωραία Ελένη, στα δροσερά νερά του Ευρώτα.
Κι η μακρυά ξανθή της κώμη σταλλάζεται σαν αναδιπλώνει το
απαράμιλλο κρανίο της πάνω από τη λεπτή κρούστα του ποταμού, από πολλές ,
μικρές αθάνατες, δροσοσταλιές.
Κι ειν’ το κορμί της διάφανο σαν θεϊκό, που πλέει νωχελικά,
σε τούτα τα γνωστά της λημέρια, μα κανείς ποτέ, μήτε ο ποταμός, μήτε ο
πορτοκαλεώνας, μήτε η όχθη, μήτε οι ιτιές δεν το χορταίνει.
Κι όπως τα μάτια της κινεί, γαλανά της γλαύκας μάτια, να
συναντήσει το πρώτο θάμβος της ημέρας από τον ανερχόμενο ήλιο, όλη η πλάση την
ανάσα της κρατεί σε αυτό το απρόσμενο κάλλος.
Βγαίνει , σφουγγίζεται και στρώνεται πάνω στο μυρωδάτο πέπλο
της να μαζέψει τις πρώτες ηλιαχτίδες. Μα είναι σαν ο ήλιος να κλέβει πονηρά από
κείνη τα πιο κρυφά αποστάγματά της. Οι ώμοι της, οι αστράγαλοι, οι μηροί, το στήθος,
η κοιλιά, οι γάμπες, τα γόνατα και η πλάτη, χάρμα οφθαλμών που μόνο ο ήλιος
μπορεί ανενόχλητος ν’αγγίξει και να θωρεί.
Πάνω απ’το καλλόσχημο χείλος της τώρα μέλι χρυσό ο πρώτος της
ιδρώτας, καθώς αποκοιμιέται. Και σάμπως ποιός να στέλνει τούτη τη λαχτάρα που της
φουσκώνει τώρα έτσι δα τα στήθια;
Βασίλισσα αυτή σε ξένα παλάτια να εισέρχεται και από τα
πέτρινα μπαλκόνια ροδοπέταλα ο κόσμος να ραίνει.
Ένας κόσμος εξωτικός, στα μπλε και στα χρυσά ντυμένος, με
χαμόγελα και ζεστές χειρονομίες να την προσμένει. Μάτια μαύρα και γλυκά να την
κοιτούνε από όλες τις γωνιές του κάστρου και να την χαιρετούνε.
Μήτε θυμός , μήτε θλίψη, μήτε έπαρση, μήτε ζήλια, μόνο χαρά
και έξαψη για την ομορφιά της τη θεία.
Παράξενα κρουστά και μουσικές της Ανατολίας από άρπες μελωδικές,
μαζί και παλαμάκια, συνοδεύουν το λαφρύ περπάτημα της κάπου μακρυά , στης
Τροίας τα μονοπάτια.
Μυρωδιές από γαζία και ροζ γιασεμί την οδηγούν στις πόρτες τις
στενόμακρες, που μπρούτζινα φίδια κοσμούν τις καμάρες, και στο βάθος εστία
αναμμένη, και πίσω της αυτός που με λαχτάρα την περιμένει. Οι μαύροι βόστρυχες
με τάξη πλαισιώνουν τ’αυτιά του, και τα φρύδια του καμπυλωτά, γυαλιστερά,
ζεύουν τη βαθιά ματιά του. Ένας τραγουδιστός αναστεναγμός κινεί τα περιδέραια
στο δασύ του στέρνο, και τα χέρια του απλώνει καρτερικά με τα βραχιόλια τα
χρυσά, στην αγκαλιά του να την πιάσει.
Δίπλα του ο Πρίαμος καθιστός χαμογελά, στα κίτρινα
ντυμένος, και την άσπρη του γεννειάδα τρίβει με χαρά.
Και κείνη πάλι ντυμένη στα λευκά, σαν την ξενόφερτη σπάνια
περιστερά, με τους πέπλους της αραχνοϋφαντους να σέρνει ξωπίσω της μαγευτικά,
πώς στο κάλεσμά του τρέχει να προφτάσει! Κουδουνάκια αναρρίθμητα, μικρά κρούουν
την λαχτάρα της πάνω από τα σανδάλια της πού τρέχει να προφτάσει, εκείνον ν’αγκαλιάσει
πριν τ΄όνειρο σβήσει οριστικά.
Αχ η καρδιά της σπαρτάρισε κάπου ανάμεσα στα βλέφαρά της τ’
αγγελικά που τώρα στέκουν σφαλιστά, πώς είναι αυτή η ζωή που θέλει να ζήσει
μήνυσε στη σκέψη.
Και πώς η δούλα που έτρεξε την πλαγιά από τις φωνές του
κύρη της να την προειδοποιήσει θα έπρεπε να την ξυπνήσει; Που πλαγιαστή
ονειρεύεται και χαμογελά ενώ οι μέλισσες που μόλις τρύγησαν τους πορτοκαλανθούς
αφήνουν προς χάρη της το νέκταρ τους ανάμεσα στα ξανθά της τα μαλλιά .
Και τ’αγριολουλούδα της ακροποταμιάς χαϊδεύουν μ’ευχαρίστηση
τα πέλματά της τα ροδαλά, κι ακουμπούν με δέος τα δάχτυλά της.
Καλύτερα τ’όνειρο να κρατήσει, αν είναι τέτοιο προσκύνημα της
φύσης για λόγους καθημερινούς η δούλα να μαγαρίσει.
Κι έτσι πίσω για τ’ανάκτορο βιαστικά κινά, κι ας ξέρει πως
ο πολέμαρχος ο κύρης της θα της δώσει μια σπρωξιά, που άπραγη γύρισε πίσω, και
μετά, με τα αδέρφια του πορείες πολεμικές θα καταστρώνει και θα συζητά. Χρησμούς και θείους οιωνούς θ'αναζητά, την πιθανή χασούρα του μήπως ισοσταθμίσει.
Κι όσο για την ωραία Ελένη, τούτη ακόμη πιο πολύ βυθίζεται
στην ονειρική της ρέμβη. Και τώρα γυρίζει ανάσκελα το σώμα και με θεατή μόνο
τον ουρανό και τον ήλιο που ξεδιάντροπα το γυμνό κορμί της κυριεύει, του πόθου της
τ' ανομολόγητα προστάγματα δύσκολα μπορεί να τιθασεύσει.
Αχαρτογράφητες διαδρομές που η μοίρα της έδειξε στον ύπνο
της θέλει με μιάς ν’ ακολουθήσει. Κι ένα αναπάντεχο αεράκι που ρυτίδιασε τον
ποταμό την έκανε και αυτή να αναριγήσει.
Άνοιξε με μιας τα
μάτια της και το γνώριμο κελάηδημα των πουλιών την έκανε να αναγνωρίσει πως στη
Σπάρτη ακόμα βρίσκεται, μα ένιωσε πως ήρθε η στιγμή τ' όνειρό της να κυνηγήσει.
Στάθηκε το λοιπόν στα λυγερά, λευκά της πόδια, έβαλε την
δεξιά παλάμη της για αντηλιά, και προς το Βορρά για ώρα κοιτούσε.
Θα πάω, σκέφτηκε δυνατά, κι ας είναι ακόμα και πόλεμος να
ξεκινήσει.
Και είναι σωστό.
Διότι την επιθυμία δεν την γεννά ο ανθρώπινος νους ο
λογικός, μα της ψυχής η φύση.
ΤΕΛΟΣ


