Και είπε η Λασκαρίνα...- Ποίηση - Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου
Έβλεπε η Λασκαρίνα τις Σπέτσες κι έλεγε·
Αγαρηνός τα ύδατα μη δείτε να ξαναζυγώνει,
Γνέφτε μου και απ' το ψηλοτάβανο αρχονταρίκι μου
κανονιά είμαι ικανή να ρίξω που τη βρώμικη καρίνα του θα
ξεπατώνει.
Κι όλο θα τον μπουμπουνίζω, κι όλο θα τον τρομάζω,
τ’ακρογυάλια τούτα να μην σιμώσει,
πώς ο αέρας εδώ είναι Ρωμιός, ανυπάκουος, τρομερός,
τούτος ο μαύρος θα εμπεδώσει!
Κι όπως ο ασκός του Αιόλου δαιμόνισε κάποτε του νησιώτη τ' Οδυσσέα το καράβι, απ’το Ίλιο που κινούσε,
Έτσι και ‘γω σαν ανοίξω τις χερούκλες μου, σηκώσω τ’άρμπουρά
μου, τινάξω τα πανιά μου, στρόβιλος θα γίνω δυνατός που στο διάβα του ότι
περνούσε το πετούσε.
Ομοίως θα ξετινάξω και θα πετώ από το ασκί μου όλα τα φλουριά
μου,
πάνω απ’το μπαλκόνι μου σαν θα δω να πλησιάζει η Τούρκικη
αρμάδα,
Να φάνε οι πεινασμένοι, μα να γίνουν και καράβια,
Να κάμνουν τον Τούρκο ρημαδιό, μπαρούτι και φωτιά, να φύγει
από πάνω μας το μοβόρικο θεριό, κι η σκλαβιά η ρημάδα.
Πάμε λοιπόν παλληκάρια μου!
μπουρλότο, κανονιά και σημάδι,
κι αν είναι να βουλιάξουμε,
από τα γραίκικα νερά που θα μας πνίξουνε θα κατέβουμε
στον Άδη,
μ’όλους τους τρανούς Έλληνες ν’ανταμώσουμε,
Αγαμέμνων, Αχιλλέα, Αίαντα,
με τιμή, δόξα και καμάρι,
που εμείς παλέψαμε σαν τ’άγριο λιοντάρι.
Διόλου δεν κιοτέψαμε,
με καπετάνιο στο πηδάλιο την αθάνατη Ελλάς,
και πάνω στη σημαία μας τον σταυρό,
χρυσό, καρφωμένο, περήφανο απάνου στ’αψηλό κοντάρι.
Εμπρός κινάτε και σαλπάρετε!
Ζήτω η Ελλάς, και κανείς δεν θα χαρεί τ’ απάτητα νερά μας,
μόνο σε τούτα θα δροσιστεί της λευτεριάς μας το βλαστάρι.
Εμπρός ! Θα γίνουν πραγματικότητα τα όνειρα τα πιο ακριβά μας!
ΤΕΛΟΣ
