Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Ενθύμιον- Συγγραφή- Ποίηση Αικατερίνη -Βασιλική Γαλιτσίδου

 Ενθύμιον- Συγγραφή- Ποίηση Αικατερίνη -Βασιλική Γαλιτσίδου

Ενθύμιον

 

«Σήκω Πετράν, έξι πήγε! Σήμερα πρέπει να το ρίξουμε όλο. Το απόγευμα φτάνει ο αγοραστής από Προσοτσάνη», είπε ο Βασίλης και σκούντησε τον εργάτη που για ένα βράδυ μοιραζόντουσαν το υπνοδωμάτιο στο παλιό σπίτι του ξαδέρφου του στο χωριό.

Ο Πετράν δίχως να νιφτεί, βγήκε στην αυλή, και φορτώθηκαν μαζί τα εργαλεία, και κίνησαν για το οικόπεδο που βρισκόταν το ερειπωμένο μαντρί.

Ο Βασίλης φορούσε το ίδιο άσπρο μακό με το οποίο ταξίδεψε από Αθήνα χθές το πρωί. Δεν το άλλαξε ούτε το βράδυ, ούτε σήμερα, παρόλες τις στάμπες ιδρώτα και σκόνης από την εργασία. Με αυτό κοιμήθηκε. Δεν πήρε παραπάνω αλλαξιά. Πριν πλαγιάσει το περασμένο βράδυ θυμήθηκε στρίβοντας την ετικέτα πίσω στη λαιμόκοψη που τον φαγούριζε, πως ήταν το τελευταίο δώρο που του ‘χε κάνει η κόρη του πριν φύγει στην Αμερική. Η κόρη του η Μάρα έλειπε τρία χρόνια για σπουδές με τη συνοδεία της γυναίκας του. Άτυπα οι δυο γυναίκες της ζωής του χώρισαν από αυτόν, ποτέ δεν συμφώνησε σε αυτήν τους την απόφαση, όλα τους τα χρόνια τα πέρασαν καλά στην Αθήνα, γιατί έπρεπε να φύγουν. Είχε να τις δει από τότε.

 

Ο ήχος της βαριοπούλας πάνω στα παλιά, συμπαγή τούβλα ήταν αδιάκοπος. Σαν να σπάγαν χίλιες στάμνες μαζί ξεσήκωνε το χωριό , μα ο Βασίλης είχε ενημερώσει, δυο μέρες υπομονή και το μαντρί του προπάππου του θα είχε ξηλωθεί συθέμελα. Όλη η σαβούρα από τα παλιά αντικείμενα είχε συσσωρευτεί σε έναν κύκλο στην μικρή αυλή. Τεντζέρηδες, χαϊμαλιά και χαλινάρια αλόγων, κουρελούδες, τρία σαμοβάρια, σκουριασμένα δρεπάνια, μια παλιά σιδερένια ξυλόσομπα, κάτι ξεχαρβαλωμένοι σεμιέδες, μια ποντικοφαγωμένη καρέκλα.

 

«Αφεντικό έχει πέτρα στα θεμέλια, θα μας πάρει ώρα.» είπε ο Πετράν.  

«Συνέχισε εσύ και σπάζε!»

Μετά από λίγο ο Πετράν απόθεσε στα πόδια του Βασίλη ένα σακί.

«Αφεντικό το τράβηξα από το τελευταίο αγκωνάρι, ήταν μέσα στο χώμα. Πρόσεξα να μην το σκίσω.» είπε συνωμοτικά.

 

Ο Βασίλης άνοιξε ευλαβικά το σακί και ξεδίπλωσε μια ολομέταξη ριγέ, μπεζ και μωβ πουκαμίσα. Στην μοναδική της τσέπη υπήρχε ένα μαντήλι. Με κόκκινη κλωστή γραφόταν η φράση «Ενθύμιον από την Τραπεζούντα του Πόντου. Β.Γ.»

Αναπάντεχα τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Και ένιωσε τον ξεριζωμό και την πίστη στη νέα πατρίδα. Το δέσιμο με το νέο τόπο και την ελπίδα να μην ξαναγίνει τούτο το κακό, να χάνουν άνθρωποι το χώμα τους. Χάιδεψε τα κεντημένα κόκκινα αρχικά. Είχε και αυτός το ίδιο όνομα.

«’Ει Πετράν φτάνει! Σταμάτα! Δεν το πουλάμε!»

 

ΤΕΛΟΣ