Και είπε η Λασκαρίνα...- Ποίηση - Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου
Έβλεπε η Λασκαρίνα τις Σπέτσες κι έλεγε·
Αγαρηνός τα ύδατα μη δείτε να ξαναζυγώνει,
Γνέφτε μου και απ' το ψηλοτάβανο αρχονταρίκι μου
κανονιά είμαι ικανή να ρίξω που τη βρώμικη καρίνα του θα
ξεπατώνει.
Κι όλο θα τον μπουμπουνίζω, κι όλο θα τον τρομάζω,
τ’ακρογυάλια τούτα να μην σιμώσει,
πώς ο αέρας εδώ είναι Ρωμιός, ανυπάκουος, τρομερός,
τούτος ο μαύρος θα εμπεδώσει!
Κι όπως ο ασκός του Αιόλου δαιμόνισε κάποτε του νησιώτη τ' Οδυσσέα το καράβι, απ’το Ίλιο που κινούσε,
Έτσι και ‘γω σαν ανοίξω τις χερούκλες μου, σηκώσω τ’άρμπουρά
μου, τινάξω τα πανιά μου, στρόβιλος θα γίνω δυνατός που στο διάβα του ότι
περνούσε το πετούσε.
Ομοίως θα ξετινάξω και θα πετώ από το ασκί μου όλα τα φλουριά
μου,
πάνω απ’το μπαλκόνι μου σαν θα δω να πλησιάζει η Τούρκικη
αρμάδα,
Να φάνε οι πεινασμένοι, μα να γίνουν και καράβια,
Να κάμνουν τον Τούρκο ρημαδιό, μπαρούτι και φωτιά, να φύγει
από πάνω μας το μοβόρικο θεριό, κι η σκλαβιά η ρημάδα.
Πάμε λοιπόν παλληκάρια μου!
μπουρλότο, κανονιά και σημάδι,
κι αν είναι να βουλιάξουμε,
από τα γραίκικα νερά που θα μας πνίξουνε θα κατέβουμε
στον Άδη,
«Σήκω Πετράν,
έξι πήγε! Σήμερα πρέπει να το ρίξουμε όλο. Το απόγευμα φτάνει ο αγοραστής από
Προσοτσάνη», είπε ο Βασίλης και σκούντησε τον εργάτη που για ένα βράδυ μοιραζόντουσαν
το υπνοδωμάτιο στο παλιό σπίτι του ξαδέρφου του στο χωριό.
Ο Πετράν
δίχως να νιφτεί, βγήκε στην αυλή, και φορτώθηκαν μαζί τα εργαλεία, και κίνησαν
για το οικόπεδο που βρισκόταν το ερειπωμένο μαντρί.
Ο Βασίλης
φορούσε το ίδιο άσπρο μακό με το οποίο ταξίδεψε από Αθήνα χθές το πρωί. Δεν το
άλλαξε ούτε το βράδυ, ούτε σήμερα, παρόλες τις στάμπες ιδρώτα και σκόνης από την
εργασία. Με αυτό κοιμήθηκε. Δεν πήρε παραπάνω αλλαξιά. Πριν πλαγιάσει το
περασμένο βράδυ θυμήθηκε στρίβοντας την ετικέτα πίσω στη λαιμόκοψη που τον
φαγούριζε, πως ήταν το τελευταίο δώρο που του ‘χε κάνει η κόρη του πριν φύγει
στην Αμερική. Η κόρη του η Μάρα έλειπε τρία χρόνια για σπουδές με τη συνοδεία
της γυναίκας του. Άτυπα οι δυο γυναίκες της ζωής του χώρισαν από αυτόν, ποτέ
δεν συμφώνησε σε αυτήν τους την απόφαση, όλα τους τα χρόνια τα πέρασαν καλά
στην Αθήνα, γιατί έπρεπε να φύγουν. Είχε να τις δει από τότε.
Ο ήχος της
βαριοπούλας πάνω στα παλιά, συμπαγή τούβλα ήταν αδιάκοπος. Σαν να σπάγαν χίλιες
στάμνες μαζί ξεσήκωνε το χωριό , μα ο Βασίλης είχε ενημερώσει, δυο μέρες
υπομονή και το μαντρί του προπάππου του θα είχε ξηλωθεί συθέμελα. Όλη η σαβούρα
από τα παλιά αντικείμενα είχε συσσωρευτεί σε έναν κύκλο στην μικρή αυλή.
Τεντζέρηδες, χαϊμαλιά και χαλινάρια αλόγων, κουρελούδες, τρία σαμοβάρια,
σκουριασμένα δρεπάνια, μια παλιά σιδερένια ξυλόσομπα, κάτι ξεχαρβαλωμένοι
σεμιέδες, μια ποντικοφαγωμένη καρέκλα.
«Αφεντικό
έχει πέτρα στα θεμέλια, θα μας πάρει ώρα.» είπε ο Πετράν.
«Συνέχισε εσύ
και σπάζε!»
Μετά από λίγο
ο Πετράν απόθεσε στα πόδια του Βασίλη ένα σακί.
«Αφεντικό το
τράβηξα από το τελευταίο αγκωνάρι, ήταν μέσα στο χώμα. Πρόσεξα να μην το
σκίσω.» είπε συνωμοτικά.
Ο Βασίλης
άνοιξε ευλαβικά το σακί και ξεδίπλωσε μια ολομέταξη ριγέ, μπεζ και μωβ
πουκαμίσα. Στην μοναδική της τσέπη υπήρχε ένα μαντήλι. Με κόκκινη κλωστή
γραφόταν η φράση «Ενθύμιον από την Τραπεζούντα του Πόντου. Β.Γ.»
Αναπάντεχα τα
μάτια του γέμισαν δάκρυα. Και ένιωσε τον ξεριζωμό και την πίστη στη νέα
πατρίδα. Το δέσιμο με το νέο τόπο και την ελπίδα να μην ξαναγίνει τούτο το
κακό, να χάνουν άνθρωποι το χώμα τους. Χάιδεψε τα κεντημένα κόκκινα αρχικά. Είχε
και αυτός το ίδιο όνομα.
Η έξοδος- Ποίηση Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου
Η έξοδος
Ένα πουλί
μικρό, σταχτί κελαηδεί, κελαηδεί δίπλα στ’αυτί μου. Και τι μου λέγει;
Όνειρο Ραγιά μου
η Ελλάς και άιντε να το πιάσεις!
Μέσα στη
χούφτα σου αέρας δροσερός , γαλάζιος, τον κρατάς·
μα χύνεται
μέσα από τα ροζιασμένα σου δάχτυλα και γίνεται ένα με την άγρια ανέμη.
Αχ βρε
πουλάκι μου μικρό, ‘συ που πετάς στα όρη και τους κάμπους,
πεσ’μου έξω
από τα τείχη τί να λαχταρώ, πώς να ξεφύγω απ’τον οχτρό
που την
απελπισιά μου παραμονεύει;
Σκύβω και τ’άγιο
χορτάρι εγώ βοσκώ, σαν το ζωντανό που το πάνε για σφαχτάρι·
Πλένω το
πρόσωπό μου στον ποταμό και μεταλαβαίνω της πατρίδας μου τη χάρη∙
Μα τρύπιο το
πανωφόρι ,άδειο το τουφέκι μου, άσπρισαν τα μαλλιά μου, σκόνη και μπαρούτι
σκέπασαν το δικό μου φτωχικό, και τα παιδιά μου σε μια γωνιά μοιρολογούν και
λιώνουν το σκουριασμένο τ’άροτρο, που χρόνια ο αλλόπιστος δεν μ’άφησε να το
χαρώ, να οργώσω τη γη μου και να φάγω τον καρπό μου, και τώρα τα καημένα το κάμουν
βόλι.
Ποιά Παναγιά
θα κλάψει δίπλα στο ισχνό μου το κουφάρι; Σαν θα γενώ εγώ βορά, και το αίμα μου
που ‘μεινε, και τούτο λιγοστό, θα τρέχει
απ’την πληγή που θα μου κάμει το γιαταγάνι;
Ας ήτανε να
το ‘δινα να το πιούνε τα νηστικά παιδιά μου. Λιγότερο θα πόναγε το τελευταίο
τούτο της ζωής ανδραγάθημά μου.
Σάμπως τι μου
‘μεινε να καρτερώ, δούλος, ταλαίπωρος, φτωχός τελειώνει όπως φαίνεται πάνω στη
γη η μοιρασιά μου.
Άκου με , μια
θε να το πω, κι άλλοι επόρθεψαν της Ρωμιοσύνης τα Αιώνια Κάστρα, κι ούτε η
Παναγιά, ούτε ο Χριστός δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί καθώς η ημισέληνος ετούρκεψε
τα άστρα.
Μα ήρθε η
σειρά σου όμως το λοιπόν∙ Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.
Εσύ ο
άγνωστος , ο φτωχός , ο αγνώριστος , μα κατά τ’ άλλα Έλλην και Ρωμιός να δώσεις
τη ζωή σου.
Για την
απάτητη, ξέξασπρη ‘κκλησιά πάνω στο λόφο της που υψώνει το σταυρί της,
Για την βάρκα
του ψαρά που άδεια δίχτυα κι αν τραβά, μπαρούτι ‘ναι γεμάτη ν’ανατινάξει το
ξύλινο κορμί της, σαν είναι να χαραμιστεί
στην Τουρκιά,
Για την κόρη
που κλαίει και προσεύχεται,
φιλώντας
κρυφά ένα ξύλινο σταυρό κρυμμένο στην αμασχάλη της, ντυμένη χανούμισσα σ’ένα
άγνωστο σαράϊ,
Για το αμούστακο
αγόρι που καρυοφύλλι γερά κρατεί,
το φοβάται μα
ούτε στον ύπνο δεν το εγκαταλείπει, ούτε στιγμή δεν το λησμονεί, το αγκαλιάζει για
συντροφιά, στη ζωή και στο θάνατο μαζί,
Για τον γέροντα τον μοναχό, που τσίμπλασιαν τα μάτια του να μαθαίνει την αλφάβητο με το κερί κρυφά το απόβραδο στα ελληνόπουλα,
δίχως ύπνο να παραμιλεί μπροστά στ'αθώα μάτια τους ελληνικά ποιήματα, λεύτερος σαν διδάσκει απ'τα βάρβαρα γηρατειά του
Για όλα αυτά
και για την ίδια σου την ψυχή.
Πάρε κλαδί
ελιάς απ’τον τόπο σου και κάν’το το σπαθί σου,
Πάρε βράχο από
την λίμνη σου, σπάσ’τον κομμάτια και πετροβολώντας δείξε τη δύναμή σου,
Πάρε κάρβουνο
απ’ την παραστιά σου και βάψε την όψη σου, φανού ατρόμητος και κέρδισε τη
χαμένη υπόληψή σου,
Χαιρέτα την
πατρίδα σου που φόρεσε τ’ανοιξιάτικό της πέπλο της κι ορκίσου· στο Αϊ Πνεύμα,
να φωτίσει την τελευταία σου αυτή έξοδο, μη λυγάς, θ’ ανοίξουν οι ουρανοί σαν
θα κινήσετε όλοι όμοιοι μεσ’τον αχό για της λευτεριάς το μονοπάτι.
Ανοιχτό το
μονοπάτι, ολόφωτο ως τα επάνου, κι η Παναγιά σε προσμονεί να σε καλωσορίσει.
Βγες το λοιπόν
, μη διστάζεις, κι ειν΄ο Θεός μαζί σου.
Μην
απελπίζεσαι, το λάβαρο που θα ποτίσει απ’ το αίμα σου, θα το πάρουν οι νιοί κι
οι νιές, σημαία γαλανόλευκη σκισμένη , αιματοβαμμένη και στον ελεύθερο πια τόπο
θα διαλαλούν την τελευταία ηρωϊκή στιγμή σου.
«Σκωθήτε
νέοι, σκωθήτε παιδιά, σκωθήτε γέροι αφήστε τα κουρέλια τα ζεστά, σήμερα η
Ελλάδα βγαίνει, δεν παραδίδεται, μα πολεμά, και ‘μεις όλοι ματωμένοι, θα
σπάσουμε τα αιώνια δεσμά, τίποτα πια δεν μας μένει, τα χάσαμε όλα, πέρα από την
ΛΕΥΤΕΡΙΑ!»
Ο μονόλογος της Πηνελόπης- Συγγραφή - Ποίηση Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου
Ο μονόλογος της Πηνελόπης
Κάθε βράδυ
χαϊδεύω απαλά το εργόχειρό μου στο φως του φεγγαριού και σε σκέφτομαι, τ’ αμέτρητα,
μπλε κύματα που κέντησα είναι όλα αυτά που με κρατούν μακρυά σου.
Τ’ ασημένια
δελφίνια η συντροφιά της θαλάσσιας τροχιάς σου.
Μα η χρυσή
κλωστή του ήλιου φωτίζει νήσους και χώρες ξωτικές πέρα από τα μέρη τα γνωστά
σου.
Και κάθε αυγή
θυμώνω, ξηλώνω τα χρυσάφια και τα πλουμίδια του κεντήματός μου που μου στερήσαν
τη συντροφιά σου.
Τις νέες
χώρες που απλώνονται κάτω από την πατημασιά σου, μέρη που δεν θα δω ποτέ, τις
αποτυπώνω με πολύχρωμες κλωστές που επιδέξια πλέκονται ανάμεσα στον αργαλειό
και τα δάχτυλά μου.
Μα μήτε κι
εκεί με γυρεύεις απ’ ότι φαίνεται, πόσες φορές δεν έχω σκεφτεί αν στις
ξεμυαλίστρες που σε μαγεύουν αναζητάς την θωριά μου.
Άραγε μέσα
από το βλέμμα τους σου λείπει η αφεντιά μου;
Πανούργε, εσύ
πονηρέ, που πρώτα μου ‘σπειρες τη φύτρα σου και έπειτα έτρεξες αλλαργινά μου.
‘Η μήπως κι
εκεί σε βοήθησε η μοίρα, ν’ αφήσεις το γόνο σου στα χέρια τα δικά μου, και πέρα
στην απόρθητη Τροία με την πείρα και τη σκέψη σου να κάνεις δυνατά τ’ αδύνατα.
Κι αφού επόρθεψες τ’ απίστευτα πώς και δεν μπορείς να φτάσεις πάλι κοντά μου;
Πόσες φορές
δεν έτρεξα στ’ αγνάντι μας να σε καρτερώ άρχοντα της καρδιάς μου. Και πάλι
ξέπνοη το δείλι, σκυφτή με γόνατα λυγισμένα από την λύπη μου, γύριζα στον οντά
μου. Άδειο το ποτήρι σου από κρασί, άδειο το πιάτο σου από φαΐ, μα άδεια κι η
καρδιά μου. Κι αν πεις για τη διπλή την κλίνη μας, τότε που το σώμα σου
κοιμόταν στη μεριά μου, ούτε και κείνη πρόφτασε να χορτάσει τ’ άρωμά σου. Δεν
έχει μείνει τίποτε πια να θυμίζει τ’ άγγιγμά σου.
Μόνο ο γιός
σου μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο μοιάζει με την κορμοστασιά σου.
Γερόκορμη, μελαχροινή, μέσα στο πέλαγο σμιλεμένη. Τούτος όμως είναι φρόνιμος
και λογικός, και δεν γυρεύει με τα μυαλά του να κατακτήσει τάχα όλη την
οικουμένη.
Βλέπεις δεν
σου ‘φτανε Δυσσέα πολυμήχανε μόνο αυτή εδώ η ειμαρμένη. Η ζωή στην Ιθάκη σου,
το παλάτι σου, τα βουνά σου, τ’ ακρογυάλια σου και τα ζωντανά σου. ‘Ηθελες
μάλλον ξακουστός να γίνεις παντού και μόνο η έρμη η γυναίκα σου να σε
περιμένει.
Μα δεν θα
‘ταν καλύτερα εγώ αντί εσύ,με τις
βάγιες μου τις πιστές να σεργιανούσα σ’ αγορές, μαργαριτάρια και μετάξια να
γεμίσω το κορμί μου ξεμυαλισμένη;
Κι ύστερα να
μπαινόβγαινα σ’ ανάκτορα που βασιλείς και πρίγκηπες θα μ’ είχαν άξια καλεσμένη;
Κι έπειτα να ταξίδευα στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα και στη Φοινίκη να γνωρίσω
άλλους κόσμους, να περιπλανευτώ , να ζήσω;
Αλλά ξέχασα
εσύ έχεις στο πλάϊ σου τους αγαπημένους σου συντρόφους, που η τύχη του πολέμου
στην άλλη άκρη της γης σας δένει. Πράγμα
ιερό και δίκαιο να φροντίζεις για την πατρίδα, μα τόσα χρόνια πέρασαν κι έμεινε
το βιός σου αφύλακτο· μια σκέψη να επιστρέψεις, ένα σου γράμμα , μια λέξη, δεν
είδα.
Μέσα στο
δυσάκι του ταξιδιού σου βρίσκεται η δικιά μου καρτερία που σε οδηγεί, καμιάς
άλλης, και δίχως ετούτη ούτε ένα μίλι δεν θα διανούσες. Θα σεργιάναγες άδοξα
στα πελάγη χωρίς πυξίδα, χωρίς προορισμό, τίποτε δεν θα διαλαλούσες.
Τα κάλλη της
πατρίδος σου αγνώριστα θα ‘ταν στο ξένο πλήθος. Στους ξένους κόσμους που
επισκέπτεσαι λήθη θα σκέπαζε το δασύ σου στήθος, άγνωμος χωρίς αιτία
περιπλάνησης και χωρίς όραμα, βασιλιάς χωρίς ήθος για το λαό του και την
φαμίλια του, έρμαιο της τύχης. Χωρίς έννοια, χωρίς σκοπό, χωρίς σκοτούρα για το
αύριο, για το πριν και για το τώρα.
Μα έλα
πεσ’μου πως μπόρεσες και μ’ αφησες τόσα χρόνια μόνη. Βλαστάρι να ‘μουνα , κορμός
και δέντρο λυγερό θα ’χα γενεί τόσο που λείπεις. Βάσανο η έλλειψή σου και τούτοι
οι σάτυροι να τρωγοπίνουν μέσα στο ίδιο σου το παλάτι, πώς κάμω εγώ τη
βασίλισσα και τους ξεγελώ τάχα με το γινάτι, καθήσετε σεις, φάτε και πιείτε να
το κεντώ το έργο μου, τους λέγω, τελειώνω μα το Δία, και ας μου βγεί το μάτι.
Μα κανείς
άξιος, κανένας τρανός, ουδείς ήρωας ή στρατηλάτης. Ποιός να κουρσέψει το κορμί
μου από δαύτους, σε τί να μοιάζουν τάχα με σε, που ακόμα και απών, με την σκέψη
μου , γεμίζεις τραπέζι και κρεβάτι;
Μα τί λέω και
παραμιλώ η γυναίκα, κανένας δεν μ’ ακούει, και που ‘σαι εσύ που κάποτε διάβαζες
τη σκέψη μου ακόμα και τα μάτια μου, χωρίς να βγάζω μιλιά, ιδέα δεν έχω. Και
μάλλον ποτέ δεν θα με φτάσεις. Αν ήσουν τώρα πλάϊ μου θα ‘βλεπες πως έχω
αλλάξει, πώς μέστωσα, πως γυαλίζει το οικείο βλέμμα μου και πως μια ρυτίδα
ξεδιάντροπη καταμεσίς στο μέτωπο τα χρόνια μου χαράζει.
Στο φως του
ήλιου το πρωί κεντώ ασταμάτητα τις ομορφιές της πλάσης που γεύεσαι μακρυά μου,
μα σαν πέσει ο ήλιος θρηνώ τη μοίρα μου και χτενίζομαι και ξεμπλέκω τις μακρυές
μου μπούκλες από στάχυ πάνω από το εργόχειρό μου. Και όπως η σαΐτα διαπερνά και
ξεμπλέκει με δύναμη και χάρη το στημόνι έτσι και το χρυσό χτένι μου διαχωρίζει
τα μαλλιά μου.
Μα αν καμιά ασημένια
τρίχα απ’ το γυρτό κεφάλι μου πέσει πάνω στο έργο μου και στολίσει με σγουρά
σχήματα τα σχέδια μου, λύσσα με πιάνει και θαρρώ πως έρχονται τα γηρατειά μου.
Και τότε άνω κάτω τα κάνω όλα και τα πετώ και ξεκινώ τα καμώματα τα δικά μου,
σπάω καθρέπτες που θολώνουν πια στην ομορφιά μου, οδύρομαι και μέσα στο υφαντό
ξεσπώ τη μοναξιά μου. Κουβάρι οι κλωστές, το νήμα, και το άψογο δημιούργημά
μου.
Πώς η Κλωθώ
μάταια μ’ έφερε σ’ αυτό τον κόσμο φρονώ και πώς να σπάσω τα δεσμά μου; Μα και η
Λάχεσις μ’ αδίκησε, πετάχτηκαν τα μάτια μου από την προσμονή να σε καρτερώ
είκοσι χρόνια τώρα να με ορίζεις ,χωρίς να σε θωρώ, εσύ Οδυσσέα, άρχοντά μου.
Κι όμως το
πρωί πάλι απ’ την αρχή, με τί δύναμη, φρόνιμα στο κάθισμά μου, με τραγούδι και
ρυθμό ακουμπώ τη φτέρνα μου τη δεξιά και τη χτυπώ στο πάτημά μου∙ και ξεκινώ
τον αργαλειό, ασταμάτητα κουνώ τα χέρια μου, που δεν τολμούν ν’ αρνηθούν το
πρόσταγμα μου.
Και σε καλώ,
μα δεν μ’ ακούς Δυσσέα, να έρθεις πάλι κοντά μου, να μην με ξεχάσεις, είμαι εδώ,
όπως μ’ άφησες, αμετακίνητη, να σε χαρώ, σου στέλνω χαιρετίσματα μέσα από τ’ όνειρά
μου.
Ένας αγύρτης
θαρρώ χειρότερα δεν θα ‘κλεβε την καρδιά μου. Μέσα στη ρέμβη μου καμιά φορά σε
προκαλώ, έλα μαθές όχι για με , έλα να δείς τα λέλουδα του κήπου σου, τον γιο
σου τον λεβέντη, τον πιστό σου σκύλο τον ‘Αργο που τα πόδια του πια δεν τον
κρατούν και σκούζει στο πέρασμά μου, ασήκωτος και στοργικός.
Αλλά νομίζω
πως χθες το βράδυ κάποιον επαίτη συμπάθησε , άγνωστο κουρελή, και με τη θολή
ματιά του δύσκολα αναγνώρισε την ξένη περπατησιά του, μα του ‘γλειφε είδα τα
χέρια παραδομένος, νωχελικός, και σιωπηλός. Πάει τα ‘χασε το ζωντανό κι αυτό ,
μαράζωσε χωρίς τον κύρη του, πως ν’ αντέξει χρόνους μακρυά του.
Ίσως κάτι βρήκε
στον ξένο , ίσως κάτι του θύμισε τώρα που είναι στα υστερνά του. Μήπως και ‘γω
αδίκως κρατώ διπλαμπαρωμένα τ’ αντικείμενα του βασιλιά, δεν τα χαρίζω ν’ απαλλαγώ
από το φάντασμά του; Σάμπως καλός να ‘ναι αυτός που ο σκύλος μας κούρνιασε χθες
στην αγκαλιά του; Είναι κι αυτό το τόξο τ’ αλύγιστο, ξακουστό του βασιλιά
Οδυσσέα της Ιθάκης μοναδικό , που άλλος ποτέ δεν πέρασε τη χορδή, παρατημένο
στη γωνιά του.
Άϊ στα
κομμάτια κι αυτό! Τι το θέλω να το σκέφτομαι, να το φυλώ; Θα πάω να το χαρίσω
στον κουρελή, να το ‘χει για πούλημα ή για δανεικό, να λέει σε ποιόν ανήκει κι
έτσι να μνημονεύεται του πρώην κύρη η επιδεξιότητά του.
Άντρας
άλλοτε ποτέ δεν πρόκειται να το λυγίσει , ας δώσει τουλάχιστον τροφή και
παρηγοριά σ’ αυτόν που η χάρη μου θα του το χαρίσει, άλλος κανείς από αυτό τί
έχει να κερδίσει;
Έλα Τηλέμαχε
μοναχογιέ και πάρε το κλειδί μου, βγάλε το τόξο του πατρός και δώσ’ το στον
ξένο και δωσ’ του και την ευχή μου. Να τον βοηθήσει πέσ’ του όσο μπορεί είναι η
προσταγή μου, μην το κομματιάσει, μην το χαλάσει, ας το δώσει αν δεν θέλει να
το κρατεί, να πιάσει τόπο όμως το σκαρί το καλοσκάλιστο και το γερό με λούστρο
περασμένο. Μήπως πήρε τ’αυτιά του τίποτα για τον Οδυσσέα τον πολύτροπο, τον
πονηρό; Δωσ’του φαϊ, δωσ’του νερό, αφού του αφέθηκε και το σκυλί και σε
περιμένω εδώ, μαντάτα καλά μήπως σου ειπεί, μέσα στην κάμαρή μου.
Μα αν για
μισεμό έχει να πεί, κι είναι να μαυρίσει η ψυχή μου, μην μου το πεις , άσε με να
τον νοσταλγώ, να νομίζω πως είμαι εγώ η Ιθάκη, ο προορισμός, το σπίτι και ο
γυρισμός του Οδυσσέα σε όλη μου τη ζωή μου. Νόστος θα γένω και μόνη μου έτσι θα
ονομαστώ.
Πηνελόπη που
περιμένω και καρτερώ, δίχως σημάδι, δίχως Θεό.
Και θα τον
κάνω τον καημό κορδέλα μεταξωτή και θα τον φορέσω στα μαλλιά μου , και θα ΄ναι
ετούτος τ’ άφωνο πουλί που φώλιασε και δεν ακούγεται, και το θαμπό τ’ αστρί που
ξέθωρα φωτίζει την μάταια ύπαρξή μου.
'Ωσπου να
βγεί η ψυχή μου θα σε καρτερώ, σημάδι
ακόμη θα γίνω εγώ, αστερισμός στον ουρανό Δυσσέα μου, να φέγγω το πολύπαθο
στρατί σου· κι αν με ξεχνάς σε συγχωρώ αφέντη μου, κι αν ποτέ επιστρέψεις και
του Αχέροντα τα νερά πλέω ήδη με στεναγμό, μην με ζητήσεις, μην με γυρέψεις,
ένα μόνο σου ζητώ· να πείς να γράψουν οι ποιητές για την αστείρευτη αγάπη μου
για σε και την ακλόνητη υπομονή μου.
Ύμνος στην
πίστη και στην αφοσίωση χωρίς αντίδωρο ας γίνει λοιπόν η τραγική μορφή μου.
βόμβες Ναπάλμ
κάψανε τη σάρκα τους και τρέμανε τα σωθικά τους.
Φαντάσου
αυτά τα βουνά δέχθηκαν χιόνι∙
πάγος απερίγραπτος κάλυψε τις κορφές
και τις πλαγιές τους,
και βύθισε στο σκοτάδι τα έγκατά τους.
Και ύστερα σκέψου το πρώτο χάδι της άνοιξης
ρίγη που σκόρπισε το είναι τους.
Και ύστερα σκέψου το μικρό κατσικάκι,
που ξέφυγε από τη ζεστή αγκάλη της μητέρας του και τη μαγκούρα του μικρού βοσκού
του,
και με το μαλλιαρό, λευκό κεφαλάκι του
τρίβεται στη νεογέννητη χλόη.
Και ύστερα σκέψου το γάργαρο νερό που
κυλάει στις απάτητες κόγχες τους,
και μόνο ένα κοκκινολαίμικο πουλάκι
μπορεί να το πιεί τιτιβίζοντας, να δροσίσει τον μικροσκοπικό του ουρανίσκο.
Και ύστερα σκέψου το ανύποπτο
κυκλάμινο που τα μαβιά του πέταλα φυτρώσαν κάτω από μια απάτητη, ξεχασμένη
πέτρα, και τα πεταρίζει καθημερινά χαιρετώντας τον ήλιο, έστω κι αν ούτε ένα
μικρό μελισσάκι μπορεί να τ’ αγγίξει.
Φαντάσου όλα αυτά και ύστερα σκέψου
και πέσ’ μου πως η ευτυχία χωρά στα μικρά και τα λίγα, σαν δυο πασχαλίτσες σε
παιδική χουφτίτσα.
Κι ας είναι τα μεγάλα ανυπέρβλητα και
φρικτά,
αξίζει να ζεις για τούτα και για κείνα,
τα αναπάντεχα, τα μικρά.