Ο Εσταυρωμένος- Συγγραφή- Ποίηση Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου
Ο Εσταυρωμένος
Μεστη δασιά
ήμουν εγώ πυκνά φυλλώματα φορτωμένη·
όλη κλαδιά,
ψηλή και αγέρωχη,
μ’ ένα κορμό
που δέκα γερά μπράτσα στη σειρά θαρρήσαν πως μπορούν να αγκαλιάσουν.
Κι όλα τα
πτηνά της δημοσιάς στους κλώνους μου βρίσκαν λημέρι.
Στην πιο ψηλή ραχούλα του πιο ψηλού βουνού, χρόνους ατελείωτους μετρούσα ριζωμένη.
Η πιο ψηλή
κορφή μου αγνάντι για τα γεράκια.
Το πιο μικρό
χαμόκλαδό μου, σαν γέμιζα καρπούς, τροφή ακόμα και των ερπετών και των
τρωκτικών του δάσους, ευλογημένη.
Χίλιες φωλιές,
χίλιες ζωές, στο σώμα μου πάνω η μοίρα τους ήταν γραμμένη.
Όλη η ζωή ,
του δάσους η πνοή, στο αιωνόβιο μου σκαρί αειθαλλώς μεγαλουργούσε.
Θωριά τρανή,
φυλλωσιά αμέτρητη,
ούτε ο Μέγα
Ήλιος να την ξεράνει δεν μπορούσε,
μήτε τ’ αγιάζι
, μήτε η βροχή, μήτε το χιόνι κατάφερνε τη φορεσιά τούτη να μου χαλούσε.
Ρίζες βαθιές,
στα έγκατα της γης θαμμένες, τα μυστικά των χθόνιων θεών τρυγούσαν ·
κι άλλες ανοιχτές
και απλωμένες που μπόρες πάνω τους έσερναν πέτρες, νεκρά πουλιά, φύλλα ξέρα,
όλα τους ευλαβικά εγκολπώνονταν σε αυτές και καρτερούσαν
και μ΄όλα αυτά· Ποιός να με πείραζε θα τολμούσε?
Κι ήρθε μια αυγή
που χέρια σφιχτά, που χείλη αμίλητα ορίζανε, σιγά σιγά με πελεκούσαν.
Μέχρι να
πέσει ο κορμός, κλαδί, κλαδί μου κουρεύοντας, με πονηριά το πέσιμό μου
προσπαθούσαν.
Δεν ήταν
πόνος, ούτε φόβος, μόνο οργή καθώς έγερνα προς το χώμα για
ν ‘αγγίξω την
μάνα μου τη γη.
Κι ύστερα
έγινα κατάρα για το γένος αυτό που άπονα και διαολικά θέλησε να με κάνει χίλια
κομμάτια.
Κι έγινα
ξυλοδεσιές, και πόρτες, και καμάρες στο ανάκτορο ενός βασιλιά.
Και με τη δύναμη
μου στον πρώτο σεισμό τίναξα από πάνω μου τις πέτρες και τους πανύψηλους τοίχους,
σπέρνοντας το
θάνατο σε όλο το παλάτι.
Κι έγινα
γέφυρα, και τοξωτό άνοιγμα να στηριχτεί, να περνάνε οι πραματευτάδες από την μία όχθη στην
άλλη, να ταξιδεύει ο κόσμος στα γνωστά και τ’ άγνωστά του μέρη.
Και με το πρώτο
φούσκωμα του ποταμού ήπια νερό σαν πεθαμένη και στεγνή, και φούσκωσα σκάζοντας
τα θεμέλια και γκρεμίζοντας όλους τους διαβάτες.
Κι έγινα
καρίνα για ένα καράβι μεγάλο πειρατικό, που σεργιανούσε τα πέλαγα,
ανακαλύπτοντας νέες χώρες, γεμίζοντας πλούτη τ’αμπάρια του·
κι οι ναύτες
του τα βράδια τραγουδούσαν, πιωμένοι για τη γλυκιά ζωή ανέμελοι και παραδομένοι.
Και μία
βραδιά μεθυσμένοι όπως ήταν για τα καλά, με φουρτούνα και αγριοθαλασσιά ,
άνοιξα με τα κατάρτια μου τα πανιά,
βούτηξα στα βαθιά, και τους παρέσυρα όλους στο βυθό, όπου χάθηκαν για πάντα
πλανεμένοι.
Κι έγινα
στέγη και δοκάρια για ναό, που άνθρωποι πρόσφεραν ζώα για σφαγή, και καρπούς της
γης, και τρόφιμα και κρασί, εξευμενίζοντας τους θεούς τους·
για πλούτη,
για ειρήνη, για ευγονία.
Και μια μέρα,
μεγάλη γιορτή, που στα θυμιάματα το ιερό είχε πνιγεί, μια σπίθα μου ήταν αρκετή
να βάλω φωτιά στο σκελετό μου και να τους κάψω όλους ζωντανούς ιερείς και
προσευχόμενους, νέους, γέρους, παιδιά και ζωντανά.
Μέχρι που βρέθηκα
σε ένα εργαστήρι υπόγειο, σκοτεινό, μιας πόλης φτιαγμένης μέσα στα βράχια και τη
σκόνη.
Τέσσερα χέρια
δυνατά τρίβανε τους ρόζους μου και σιάζαν το κορμί μου, και βγάζαν σανίδες ασήκωτες·
να τις ενώσουνε
σε σχήμα θέλανε βολικό, τάχα να δέσουν έναν ληστή,
να βασανιστεί,
για να μάθει τους άλλους του είδος του να μην κοροϊδεύει.
Πήρα ανάσα
χαράς και έγινα ακόμα πιο βαριά σαν με περάσανε στους ώμους του, να με τραβήξει
ως την κορφή του λόφου της δικής του καταδίκης.
Τον λύγισα,
τον πόνεσα, και τούτος με το κεφάλι σκυφτό μονάχος αγκομαχούσε.
Σαν έφτασε
στο μέρος που έπρεπε, το σήκωσαν, τον δέσανε πάνω μου και τον αφήσαν μόνο του,
ταλαίπωρο, να βασανίζεται.
Περίμενα την
ώρα που θα βλασφημούσε.
Μα αντ’ αυτού
αναστέναζε και σαν αθώο πρόβατο περίμενε και δεν λιγοψύχουσε.
‘Ηρθαν οι διώκτες
του, του πέρασαν, με σφυριά κοπανώντας με, χειροπόδαρα χοντρά καρφιά, σαν είδαν
πως το κορμί του κρεμούσε.
Ούτε και τότε
μίλησε, μόνο η μητέρα του πιο μακρυά θρηνούσε, καθώς οι στρατιώτες κάναν γύρω του κλοιό,
φοβήθηκαν λέει μήπως όντως ήταν ο Βασιλιάς των Ουρανών και κάποια εξέγερση ωσότου
να πεθάνει θα ξεσπούσε.
Στάλες από το
αίμα του πότισαν το κορμί μου, και μια αύρα τύλιξε τις ίνες από την ύλη μου,
μα χαιρέκακα σκέφτηκα ας είναι ν’ αδειάσει από χυμούς να δει τι θα πει να σε κόβουν και να σε διαμελίζουν· να δει και μένα τι μου κάμανε οι όμοιοί του· και τούτος από δαύτους είναι, του πρέπει να πληρώσει.
Μόνο όταν ένας
σιδερόντυτος τρύπησε με τη λόγχη του πέρα ως πέρα τα σωθικά του και τούτος
στέναξε «Γιατί;» την ώρα που χύθηκαν πάνω μου τα τελευταία αίματά του, ένιωσα
από κάτω μου τη γη να σείεται, τον αέρα να μανιάζει και στάλες από τον ουρανό να
ξεπλένουν τα σώματα μας, δικό του και
δικό μου.
Και τότε
έγινα ένα με τον πόνο του, ένα με τα κρίματά του , ένα με το τέλος του.
Πότισε μέσα
μου ακόμα μια φορά το άδικο, η θυσία, το μάταιο της ζωής και η προδοσία.
Κι έτσι
ξέπνοα που στέκονταν πάνω μου μέχρι να ξεψυχήσει , χωρίς μιλιά, χωρίς κακό,
χωρίς αμαρτία μέσα του μήπως τυχόν και κάποιον αδικήσει·,
Είθε λέω, Αυτός
είναι η αιτία μου, και το παράδειγμά του, που πέθανε που πόνεσε συγχωρώντας,
φορτωμένος άλλων αμαρτήματα κάνοντας πίσω τη ζωή τη δικιά του.
Γι
Άυτόν έσπασα, γι Άυτόν λύγισα, γι Άυτόν κόπηκα, γι Άυτόν άλλαξα μορφή και
ύπαρξη, για να μαρτυρήσω την Θεϊκή του οντότητα και τ΄όνομά του.
Δεν είναι άνθρωπος
αυτός, είναι ο αμνός ο άμεμπτος που μάταια τον σφάξανε οι Διάβολοι του κόσμου
τούτου, ζηλεύοντας την ταπεινότητά του.
Είναι ο
Χριστός, και γώ το σύμβολο του, ο Σταυρός, στην αγιότητά Του.
Γίνομαι τώρα
δα χίλια κομμάτια και μοιράστε με, τιμήστε με, που ήμουν εγώ το τελευταίο
αποκούμπι του, παρούσα μέχρι τέλους στα μαρτύριά του.
Κρύφτε με σ’
εκκλησιές, μοναστήρια, παλάτια και σπιτικά, προσκυνήστε με και μαρτυρήστε για Χάρη
Του.
Φυλάχτε με
σαν κόρη οφθαλμού, γιατί εγώ είμαι η ύλη που φέρω το τελευταίο επί γης μήνυμά
του·
«Πως είναι Αυτός
ο Άγνωστος ως τα τώρα Θεός, αστέρι και πυξίδα που οδηγεί το διάβα σας, και γω
το Τίμιο Ξύλο να Τον μαρτυρώ στις χιλιετίες, ως το επίγειο σφράγισμά του»
ΤΕΛΟΣ


