Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Η μάνα του πορφυρογέννητου- Συγγραφή - Ποίηση Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου

 Συγγραφή - Ποίηση Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου

Η μάνα του πορφυρογέννητου


Τ’ όνειρο της παρθενίας σου πώς τάχα ξανθό αγόρι εκράταγες στα θαλερά, εφηβικά σου μπράτσα ποτέ δεν βγήκε.
Και όταν τα δάκρυά σου πότιζαν το μεταξωτό σου μαξιλάρι, τις νύχτες του πληγωμένου έρωτα, το λυκαυγές δεν έφερνε νέους ανθούς στο προσκεφάλι σου.
Σαν τη βροχή που πέφτει σε άγονο έδαφος και δεν ανατρέπει τελικά την ερημιά, έτσι και συ τόσα χρόνια «σπόρο κοιλίας» ποτέ δεν εδρόσισες με τους χυμούς σου.
Μόν’ ένα βράδυ σκοτεινό μετά από πολλούς χρόνους, που οι αστραπές σκίζανε τα ουράνια και τα νερά αυλάκωναν ορμητικά τ’ άγονα χωράφια, ένιωσες μέσα σου το σκίρτημα μα δεν αποθάρρησες.
«Κύριέ μου παντοδύναμε γιατί με κοροϊδεύεις;» αναφώνησες.
Κι ύστερα σκυφτή αναλογίστηκες.
Πώς τα πόδια σου δε φτάνουν να κυνηγήσουν το νιογέννητο,
τα μάτια σου ρυτίδιασαν ολότελα γύρω από τις κόγχες τους και πώς να θωρούν στην αντηλιά τα πρώτα βήματά του και πούθε θα ξεμακραίνει;
και νωχελικά άπλωσες το οστεωμένο στέρνο σου μπρούμυτα στο βασιλικό ανάκλιντρο.
Και πού ‘ναι ο κόρφος ο τρυφερός να τον ταΐσεις, και πού τα στήθια, που ζαρωμένα κρέμονται μέρες αμέτρητες χωρίς ελπίδα, σκέφτηκες.
Και ένα «ωχ» ξέφυγε απ’ το γλυφό σου στόμα:
«Αχ και να ‘τανε να ξεγλιστρούσες έτσι εύκολα μέσα από τα σπλάχνα μου και να με ξεχνούσες!» ευχήθηκες.
Μα δεν πρόλαβες να το αρθρώσεις και μέσα στην λάμψη μιας αστραπής τα είδες όλα μπροστά σου να ξετυλίγονται σαν όραμα:
Το γιο σου τον βασιλογεννή στα πορφυρά ξαπλωμένο, και αργότερα στα τέσσερα μπουσουλώντας να χειραγκαλιάζει τη σιτευτή σου γάμπα για ν’ανασηκωθεί.
Και πιο μετά να τρέχει στους κάμπους κραδαίνοντας το ξύλινο σπαθί του για παιχνίδι,
Κι ύστερα να πιάνει το κριάρι από τα κέρατα και να ‘ρχεται σκισμένος μέσ’ τα αίματα στο δωμάτιό σου αρχόντισσά μου να σε φοβερίσει.
Και πώς τρέξαν οι στιγμές και νάτος  ιππέας στ’αλογό του να ζητά την ευχή της μάνας, μ’ένα φιλί ευλαβικό στο μέτωπο, καθώς για πόλεμο κινεί, και δεν ξέρει πού θα τον εβγάλει.
Θε να πέσει κρατερός στην πρώτη γραμμή με την εικόνα σου για συντροφιά, θε να γυρίσει με τρόπαια να τ’αποθέσει στα γέρικά σου πόδια.
Και ο άνακτας ξοπίσω να χαμογελά, καμάρι και τιμή για το έμβλημά του.
Μα είναι δικός σου ο γιος, δικός σου το καμάρι, δικός σου ο πόνος και ο καημός που τον εφέρες στην πλάση τούτη, δικό σου και το προσευχητάρι.
Όπου στα γόνατα θα παρακαλείς ο θεός να τον προστατεύει.
Να τον νοιάζεται και να τον συμπονεί και πάντα πίσω σε σένα να τον φέρνει.
Και αν σου σκίζανε τώρα δα μετά από όλα αυτά με μια μαχαιριά τα σωθικά, εσύ με τα στραβά σου δάχτυλα θα τα ένωνες πάλι, να ζήσει ο υιός, να γεννηθεί, ακόμα και αν εσέ σου πρέπει να πεθάνεις.
Και ακόμα και η Παναγιά που είδε να της πεθαίνουν τον Ιησού, πάνω σε ξύλο κρεμασμένο, ακόμα και κείνης άξιζε ο πόνος της και η πάλη.
Σαν είναι η Μάνα ποιός άλλος θα δεχτεί πιότερο του γιού της το τυχερό, την άδικη θυσία· το μέσα της να λιγοθυμεί, να χάνεται και μετά ν’ ανασταίνεται πάλι, όπως πάνω στην γέννα.
Καθώς στον κόσμο τούτο τον αδαή άξιζε να γίνει μάνα, να δώσει ζωή, ν’ αγαπήσει παραπάνω από το εγώ της το δημιούργημά της.
Παρά στείρα και αγέρωχη, άτεκνη και άπονη να στέκει στα βάθη των αιώνων.
Χίλιες φορές τούτη η επιλογή, τουλάχιστον αγάπησε κάποιον, Αυτόν, όσο καμία άλλη.
Το σπλάχνο της, το αίμα της, τον καθρέπτη του εγώ της, το όνειρο, το βάλσαμο, το ύστατο παράπονό της.
Χαλάλι ακόμα και ο θάνατός του, αν Εκείνος όρισε, χαλάλι τα δάκρυα, οι πίκρες και οι αναστανεγμοί, χαλάλι.
Σήκω λοιπόν μεγαλοδούκισσα, μάζεψε τ’ ακριβοκέντητα, βαριά ενδύματά σου, ίσιωσε το κορμί και το κεφάλι σου, και τράβα περήφανη πια ίσια για το θρονί σου, μιας και ήρθε η ώρα της μεγαλύτερης στέψης της ζωής σου.
Μιας και είσαι η μάνα του πορφυρογέννητου, η μία και μοναδική και σαν και σε, καμία δεν θα ‘χει  την χάρη τούτη άλλη.
Και όπως σε φαντάζομαι μέσα στην βιάση σου να τοποθετείς το διάδημα στην σταχτωπή σου κώμη, πολυτιμότερο μου μοιάζει το νοητό στεφάνι της μητρότητάς σου.
Και μέσα από το βασιλικό κάτοπτρο που φευγαλέα γραπώνει την ακριβή θωριά σου, μέχρι και συ ακούς να σε επευφημούν,
καθώς μεσ’τα μηνίγγια σου αντηχεί μια φωνή καθάρια, βροντερή όμοια με του βασιλικού ντελάλη:
“Χαίρε σύ βασιλομήτωρ, δόξα και χάρη σου μεγάλη!»

ΤΕΛΟΣ