Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Freedom- Φρίντομ Συγγραφή Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου

Freedom- Φρίντομ
Συγγραφή Αικατερίνη-Βασιλική Γαλιτσίδου



Freedom- Φρίντομ



Φρίντομ (freedom), ελευθερία, κομβική λέξη. Με αυτήν τελείωσε η ταινία με τον συμπαθέστατο Μελ Γκίμπσον ως Γουίλλιαμ Γουάλας την ώρα του ύστατου χαίρε, μετά από τόσα βασανιστήρια, στο Braveheart. Αλλά επειδή σήμερα έχω χιουμοριστική διάθεση, καλύτερα να το πάρουμε το φρίντομ από την τρελή επιτυχία στα singles charts του προσφάτως χαμένου Τζωρτζ Μάικλ. Νεότατος και αυτός, μην κοιτάς που από το πολύ το πάχος είχε παραμορφωθεί και έμοιαζε με βραδυκίνητος ροφός, ή μήπως με το ροζ πουλί των angry birds που όταν εκτοξεύεται φουσκώνει και πρήζεται αλλοιώνοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου του; Και μιας και το αναφέραμε οι στίχοι του Τζωρτζ λένε: Heaven know I was just a young boy, I didnt know what I wanted to be”, οπότε ναι πολλοί άνθρωποι είναι ή νιώθουν ακόμη μικρά παιδιά, και δεν ξέρουν τι θέλουν να γίνουν, και έχουν πρότυπα κάποιους σταρ που αγαπούν και μιμούνται, και ναι, τελικά εσύ αυστηρέ αναγνώστη –για να προλάβω την πικρόχολη κριτική σου- ποιό είναι το πρόβλημα σου; Και γιατί το δικό τους πρόβλημα γίνεται και δικό σου; Επειδή θέλουν να μοιάσουν κάπου και ‘συ είσαι τόσο τυπάς, που τα ισοπεδώνεις όλα και δε θες να μοιάσεις πουθενά; Εντάξει είσαι και ο πρώτος -μήπως όμως τελικά ο πιο προβληματικός από όλους; Σκέψου το σοβαρά. Παραδειγματίσου λίγο από το τραγουδάκι όσο και να το σνομπάρεις που είναι “σουπέ”. Αν το παίζεις κουλτουριάρης, οφείλεις άλλωστε. Μικρή παρένθεση. Να με συμπαθάτε για την παρόρμηση. Επανέρχομαι στο θέμα μου. Φρίντομ- Ελευθερία.
Ας το πάρουμε από την αρχή. Δευτέρα πρωί. Όλη η χώρα έχει κυριολεκτικά γίνει ψυγείο, από αυτά τα παλιά που θέλουν άμεση απόψυξη, αλλά ο πάγος έχει φτάσει στο απροχώρητο, και η αποκατάσταση δε γίνεται τόσο άμεσα. Οπότε τι τα θες; Tι γκρινιάζεις; Θα περιμένεις όσο χρειαστεί να λιώσουν οι πάγοι. Όμως εγώ τυγχάνει να μένω στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Και μάλιστα στο κέντρο του ακριβώς (άντε το πολύ σε ακτίνα 1 χλμ. από τους παγωμένους τσολιάδες- πόσο πάγωσαν και αυτοί πάλι; Αφού το λέει και το γνωστό λαϊκό άσμα: γειά σου τσολιά μου, σκληροτράχηλες καταστάσεις), οπότε no big deal. Και αφού έχω ρίξει απίστευτους καβγάδες με τη μητέρα μου, με επαναλαμβανόμενους καθημερινούς διαλόγους του τύπου : θα βγω, δε θα βγεις, θα πάθεις πνευμονία, θα είμαι μια χαρά κλπ. (λέω για την μητέρα μου γιατί ο συμβίος μου δουλεύει από τα χαράματα, γυρνάει κομμάτια απόγευμα, εξαϋλώνεται μέσα από την οθόνη του pc του ακούγοντας σαϊκεδελικούς ρυθμούς, ώσπου να σαπίσει στον ύπνο πάνω στο πληκτρολόγιο, οπότε γιατί ν’ ασχοληθεί με την τρέλα μου; Το μόνο μας κοινό είναι ότι στην διάρκεια αυτών των ακουσμάτων, αν δεν εκνευριστώ , μπορεί να εμπνευστώ και να φιλοσοφήσω. Ποιοί είμαστε; Πού πάμε; Γιατί πονάει πάλι ο αγκώνας μου και άλλα τέτοια κουλά), ντύνομαι σαν Σταυροφόρος που πάει να κουρσέψει την Πόλη (μόνο η διάτρητη σωβρακοφανέλα από ατσάλινες φολίδες μου λείπει να φορέσω κατάσαρκα) και κατεβαίνω τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Όπου έχω αναθεματίσει την ώρα και τη στιγμή που έβαλα το ισοθερμικό φανελάκι από μέσα και έχω αρχίζει να στάζω. Όντας μήνες αγύμναστη, απλωμένη σαν χανούμ μπουρέκ (ευγενική παρομοίωση-παράφραση του συνόλου μου,  καθώς στρογγυλοκάθομαι ολημερίς σαν τα χανουμάκια του Αλή Πασά, και έχω αφρατέψει τόσο όσο ένα χοντρό μπουρέκι) στον βαθουλωμένο καναπέ μου, το λαχάνιασμα και ο ιδρώτας έρχεται με το  καλημέρα σας. Αλλά ποιός τολμά να ξαναγυρίσει να το βγάλει όταν η φωνή της κυρά Φρόσως αντιλαλεί ακόμα και μέσα από το ανσασέρ: «Κουκουλώσου καλά να μην πουντιάσεις!!!»; Ά ρε αθάνατη Ελληνίδα μάνα. Εντάξει κάποτε έβγαλες πολεμιστές Σπαρτιάτες στο αναγνωρίζω, αλλά νο φρίντομ ατ ολ πλέον. Πίκρα.
Και πού πάω; Έλα μου ντε. Οπουδήποτε. Μου τη βάρεσε. Αρκεί να βγω. Στέκομαι στη στάση των τρόλεϊ για Σύνταγμα και εκεί το μάτι μου πέφτει στην αφίσα της στάσης. Που δείχνει γυναίκες να κρατούν αυτά τα αδιάφορα αλλά τελικά εκφοβιστικά πανό με κοκκινόμαυρα γράμματα. Μάλιστα είναι και μια μαυρούλα ισλαμίστρια με το φερετζέ στο κεφάλι που κρατάει τέτοιου είδους πανό, αλλά ακριβώς δίπλα της, για καλή μου τύχη, μια γλυκιά ξανθούλα με άσπρο σκούφο εις την κεφαλήν, που μόνο για μουσουλμάνα δε μοιάζει, κρατάει ένα χαρτόνι με ζωγραφισμένο το σύνθημα - Islamophobia is not freedom-  με παλ χρώματα (κίτρινο, ροζ, γαλάζιο) και περιγράμματα παιδικής γραφής. Μα τι όμορφο! Χρόνια είχα να δω κάτι παρόμοιο. Και ο νους μου ανατρέχει. Στα κολλάζ που έφτιαχνα πάντοτε να στολίσω κούτες, θήκες κάθε λογής αντικειμένων, χαρτόνια που τα κόλλαγα σε τζαμένιες κορνίζες για διακόσμηση στο εφηβικό και αργότερα φοιτητικό μου δωμάτιο. Και κει στο ανασκάλεμα των αναμνήσεων, καθώς το τρόλεϊ 2 θέλει άλλα 10 λεπτά να περάσει ( έχουμε και ψηφιακή ενημέρωση στις στάσεις του Δήμου Αθηναίων, τι μας περάσατε ό,τι και ό,τι;), και το κρύο αεράκι παγώνει τα ακροδάχτυλά μου (πως της ξέφυγαν τα γάντια της κυρά Φρόσως να μου τα χώσει με το στανιό μέσα στις εσωτερικές τσέπες του μπουφάν να δείχνω πιο βουβάλι;), το μυαλό μου σταματάει σε ένα πολύ ενδιαφέρον κολλάζ με παρόμοια γράμματα για συμπλήρωση της θεματολογίας του, που δυστυχώς δεν το έχω στα χέρια μου. Ήταν το κολλάζ που έφτιαξα στις αρχές της Β’ Γυμνασίου στα πλαίσια της αντικαπνιστικής εκστρατείας που είχε επιβάλλει το Υπουργείο Παιδείας σε όλα τα σχολεία ανεξαιρέτως, με δίωρες συνεδρίες ανά βδομάδα σε κάθε τάξη. Το θεάρεστο αυτό έργο το είχε αναλάβει φυσικά ποιός άλλος; Η θρησκευτικού. Μια λεπτή κοπελίτσα, κοκαλιάρα συγκριτικά με τα δικά μου κυβικά, που είχε βαλθεί σώνει και ντε να μας πείσει πως το κάπνισμα σκοτώνει. Και δώσ’ του το πρήξιμο. Να απαγγέλει το αντικαπνιστικό μανιφέστο της και να απαιτεί να επαναλάβουμε το στόρυ σε μορφή ερωτοαπαντήσεων, όπου ένας μαθητής έκανε τις ερωτήσεις και άλλος απαντούσε. Πόσο να αντέξουμε εμείς τα κακόμοιρα; Σε κάποια φάση αντιλήφθηκε και η ίδια πως είχε γίνει το σεμινάριο μη δημιουργικό και είπε να μας βάλει εργασιούλα, να κάνουμε ένα κολλάζ με ό,τι έχουμε χιλιοπεί για το «κακό» τσιγάρο. Οι εικόνες που θα επιλέγαμε θα ήταν σχετικές, και θα είχαμε την ελευθερία –φρίντομ- να τις αποκόψουμε μόνοι μας είτε από περιοδικά από διαφημίσεις τσιγάρων (που ήταν πάντα οι αγαπημένες μου και στα περιοδικά και την τηλεόραση, ‘βγάζαν μια γκλαμουριά ρε παιδί μου, αλλά πάνε και αυτές μας αφήσαν χρόνους. Άκλαφτος πήγε και ο καρχαρίας που σκίζει το μωβ σατέν του Silk Cut, και οι κούκλοι, κλασάτοι  γιάπηδες των Davidoff), είτε από τα ίδια τα τσιγαρόκουτα. Και επιπλέον θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε το κολλάζ με συμβολικά λόγια, ζωγραφιές κλπ. Θυμάμαι λοιπόν πως είχα επιλέξει ένα χαρτόνι κανσόν, που ήταν και της μόδας, μπλέ, το αγαπημένο μου χρώμα, με διάσταση Α2, καθώς με ‘πιασε το μεράκι μου να καλλιτεχνήσω (εν αντιθέσει με τους άλλους συμμαθητές μου που είχαν πιάσει από νωρίς το νόημα, και ‘φέραν μια κόλλα Α4 με 3 συνθήματα, και στο τσακίρ κέφι ένα άδειο πακέτο τσιγάρα της μπάμπως τους με ένα Χ πάνω από κόκκινο στυλό σε ένδειξη  απαγορευτικού). Όπως ήταν αναμενόμενο το κολλάζ μου έκανε θραύση. Επιμελημένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, με κολλημένα πακέτα από διάφορες μάρκες, λεζάντες από ιατρικά άρθρα για το κακό που προκαλεί το κάπνισμα, λόγια γραμμένα από το δικό μου χέρακι με μορφή σαν αυτό της πολύχρωμης islamophobia, και διάφορα σκίτσα, ήταν χάρμα οφθαλμών. Η θρησκευτικού έπαθε παράκρουση (τώρα που το σκέφτομαι μπορεί και να την αποτρέλανα βάζοντας κόκκινο γκλίτερ στις λέξεις –κλειδί της αντικαπνιστικής καμπάνιας που με τόσο ζήλο προωθούσε), οπότε διακριτικά άρχισε να λέει πόσο καλή δουλειά έκανα, ενώ κατόπι το βούτηξε ξεδιάντροπα και το περιέφερε σαν τρόπαιο στο γραφείο του διευθυντή ως απόδειξη του πόσο καλή ήταν στην αποστολή της. Μετά το τοιχοκόλλησε κάπου στο διάδρομο για το γραφείο των καθηγητών, μέχρι όταν άρχισε να περνάει η φρενίτιδα του “νο σμόκινγκ” οπότε και κατέληξε σε καμιά αποθήκη να το τρώει η μαύρη σκόνη και η μούχλα. Το δυστύχημα είναι πως πάνω σε αυτό το ταπεινό κολλάζ υπήρχε ένα σκίτσο με ξυλομπογές που είχα φιλοτεχνήσει μόνη μου, πολύ χαρακτηριστικό. Από τότε δεν το αναπαρήγαγα ξανά. Μιας ξερακιανής, αποστεωμένης γυναίκας, που το μαλλί της είναι σγουρό και άγριο φριζέ (ο καπνός φταίει για όλα!), τα μάτια της τεράστια αλλά με μαύρους κύκλους, χωμένα πάνω στο ρουφηγμένο της πρόσωπο, και στο ένα χέρι, που παρακαλώ φορούσε δαχτυλίδι με μωβ καρδούλα (τι ρομαντική ψυχή που είμαι κατά βάθος!) κρατούσε ένα αναμμένο τσιγάρο. Oh mon Dieu! Την έφαγε το παλιοτσίγαρο! Που κατά τα άλλα θα ‘ταν μια κούκλα ζωγραφιστή ( με την κυριολεξία). Το παλιόπραγμα αυτό που της ρούφηξε τα νιάτα!
Σε αυτό το σημείο με πιάνει νευρικό γέλιο. Διότι συνειδητοποιώ πως αυτή η συλλεκτική για το ταλέντο μου απεικόνιση είναι ολόιδια με την καρικατούρα της γυναίκας που περιμένει το σωστό άντρα (λεζάντα «waiting for the right guy» πάνω από μια εξίσου αποστεωμένη γερασμένη γυναίκα που περιμένει τον νυμφίο συνήθως καθισμένη σε ένα παγκάκι, και έχει αραχνιάσει. Η εικόνα κυκλοφορεί ευρέως στο ίντερνετ, στο φέισμπουκ, κ.ο.κ.). Και έχω να προσθέσω, αφού περιμένει που περιμένει, και μία από τις αγαπημένες μου γυναίκες συγγραφείς της προβικτωριανής εποχής, η Τζέιν Όστιν, βεβαιώνει πως ο σωστός άντρας θα έρθει στο τέλος (Do not be in a hurry, the right man will come at last), γιατί να μην κάνει ένα τσιγαράκι να περάσει και την ώρα της; Εδώ που τα λέμε επειδή ο άντρας ο σωστός, (μιλώ εκ πείρας),  μπορεί ν’ αργήσει ένα κομματάκι παραπάνω από ότι το υπολογίζουμε, θα καταλήξει να κάνει πακέτα απανωτά. Αλλά που είναι το κακό εντέλει; Και πάλι μπορεί να νομίσει ότι βρήκε τον σωστό, να τον παντρευτεί, και να της βγει λουκουμάς, και πάλι να το ρίξει στο κάπνισμα. Εξίσου κατανοητό. Τι προτιμάς; Να λιώσει απ’ το μαράζι;

Συνειρμικά λοιπόν καταλήγω να δικαιώσω και τον μπάρμπα μου το Θύμιο, που όταν του πρωτοπαρουσιάστηκαν κάτι μικροπροβληματάκια υγείας λόγω ηλικίας, πήρε σβάρνα τους γιατρούς, σαν γνήσιος ψείρας γεροντοκόρος που είναι και αγαπάει πολύ το τομάρι του, να δει τι έχει τελοσπάντων. Όπου οι γιατροί, επειδή δεν έβρισκαν κάτι τρανταχτό να του επιστήσουν την προσοχή, κατά συρροή, κατέληγαν στο εξής ερώτημα : «Καπνίζετε;».

Εμ έσκασε το καημένο το ανθρωπάκι και σ’ έναν από δαύτους ξέσπασε λέγοντας: «Αμάν και συ του λόγου σου, καπνίζω και καπνίζω! Σαν τι να κάνω δηλαδής; Ξέρεις πόσες φορές το τσιγάρο με γλίτωσε από την τρέλα, ας πούμε; Μου κράτησε παρέα στη μοναξιά μου; Ήταν το γιατρικό μου, ας πούμε; Τι να μου πείς και συ τώρα;». Τον διαολόστειλε, και παρόλο που ξόφλησε με το χόμπι του μανιακού καπνιστή, δεν ξαναπάτησε σε ιατρείο.

        Εγώ από την άλλη νιώθω εθισμένη συναισθηματικά με τον καπνό, ωσάν γνήσια Ινδιάνα (που πολύ θα  το ‘θελα να είμαι μα ουδεμία σχέση δεν έχω, απλά βαυκαλίζομαι. Μήπως το ότι ακούω indie rock έχει καμιά σχέση; Ή μάλλον μπέρδεψα τα πολυμορφικά (ευγενής όρος για τα τροφαντά, παίρνουν πολλές μορφές ανάλογα το στήσιμο λόγω μεγάλου αποθεματικού λίπους) μπούτια μου; Άλλο η Ινδία , άλλο οι Ινδιάνοι και άλλο η «ελευθεριότητα» της ροκ έκφρασης. (πού τον βρήκα τώρα τον όρο…). Πώς η Όντρει Χέιμπορν ρουφάει ακόμα και το τσιγάρο του δήθεν πράκτορα της C.I.A. από την αγωνία της στο «Ραντεβού στο Παρίσι», όταν της εξηγεί το ποιόν του συγχωρεμένου του άντρα της; (περίμενε και αυτή τον σωστό άντρα αλλά της βγήκε μάπα το καρπούζι). Έτσι ακριβώς.

Τους συλλογισμούς μου κόβει η άφιξη του 2 και ένα παλικάρι που βγαίνει από αυτό με μια κιθάρα ανά χείρας τραγουδώντας μπερδεμένους στίχους από το «Να μ’ αγαπάς» του Σιδηρόπουλου ( ακόμα πιο σούπα αυτό για την Ελλάδα τέλη ‘90s από το Φρίντομ του Τζωρτζ Μάικλ) και πέφτει σχεδόν πάνω μου.

«Συγγνώμη μήπως έχετε λίγα ψιλά να πάρω κανά τσιγάρο;»

Βουτάω το χέρι μου στην ειδική κρυψώνα της τσάντας μου όπου είναι καταχωνιασμένα τα Marlboro μαλακό και ο αναπτήρας μου, εξασφαλισμένα από τις ερευνητικές επιδρομές της κυρά Φρόσως. Βγάζω το πακέτο και το τοποθετώ μέσα στην ελεύθερη παλάμη του, ενώ με κοιτάει σαν χαμένος. Συνεχίζει να με κοιτάει με αυτό το άδειο βλέμμα, οπότε και ‘γω τραβάω ένα τσιγάρο από τα δωρισμένα, του το βάζω στα χείλη και του το ανάβω. Τον χτυπώ φιλικά στην πλάτη ενώ σκαρφαλώνω και χώνομαι οριακά ανάμεσα στις μισόκλειστες πόρτες του 2. Χαμογελώ σαν χαζή. Είναι ωραία η ελευθερία. Σε όλα της τα επίπεδα, και για όλες τις καταστάσεις. Σιγοτραγουδώ:

«I think there's something you should know
I think it's time I told you so
There's something deep inside of me
There's someone else I've got to be»

Έτσι μου ‘ρχεται να κάνω τράκα από κανένα και ν’ ανάψω εδώ μέσα να τους μπαφιάσω όλους. Για πλάκα. Για την αναπάντεχη ευθυμία μου σήμερα! Υπομονή. Το Ζάππειο απέχει 3 στάσεις.

 



ΤΕΛΟΣ