Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Η Πριγκηπέσσα και η Σελήνη- (Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου)

Η Πριγκηπέσσα και η Σελήνη

Μισή σελήνη.

Άλλοτε ολόγιομη φώτιζε το κορμί του αγαπημένου που κοιμόταν πλάι της. Έμπαινε μέσα από το αναγεννησιακό μπαλκόνι με τα οβάλ πορτόφυλλα και ασήμωνε   την ξανθιά του κώμη δίνοντάς του μορφή απόκοσμη.

Και αυτή ρουφούσε την ρυθμική του ανάσα που γλυκοπίκριζε από το μισάνοιχτό του στόμα. Γέμιζε η εισπνοή της μυρωδιά από τον στεγνό ιδρώτα της σταρένιας του σάρκας που λίγο πριν,   παραδομένη στο ξέφρενο καρδιοχτύπι της,   της χάριζε ηδονές.

Τα άνθη της λεμονιάς και του γιασεμιού   από την αυλή του παλάτσο, μπλεγμένα μέσα στις αισθήσεις της μαζί με το σάλιο και τη γεύση που τρυγούσε από τα τρυφερά του φιλιά.

Δυο στιγμές μέσα στα χέρια του όλη η αιωνιότητα. Τα ίδια  χέρια που κράδαιναν το σπαθί, και έσφιγγαν βάναυσα τα χαλινάρια από τ’ άλογο, που πέταγαν νευρικά το καπέλο και την κάπα της φορεσιάς του κάθε που έμπαινε κρυφά στην κάμαρή της. Τα ίδια αυτά χέρια την ανύψωναν εκστασιασμένα στις κρυφές πύλες τ’ ουρανού. Εκεί που δεν υπάρχει χρόνος. Εκεί που ο θεός χαρίζει τη λησμονιά στους ερωτευμένους και ζούνε πέρα από τα γήινα. Ζούνε αυτό που κανείς που δεν αγάπησε αληθινά δεν μπορεί να ζήσει.   

Που να ‘ναι τώρα που το φως της σελήνης της θυμίζει την αβάσταχτη απουσία του; Πέφτει σαν ψυχρή βροχή και κάνει τα λευκά της σεντόνια στο αδειανό κρεβάτι ασήκωτα σαν μάρμαρα του τάφου.

Τα πουλιά σωπαίνουν στα δέντρα. Έχει βγεί η νυχτιά εδώ και ώρα μ’ αυτή θέλει να τραγουδήσει τον πόνο της, την πίκρα της, αποχαιρετώντας το στερέωμα σαν τον δυόμενο ήλιο.

Μόνο τα τριζόνια απέμειναν να ηχούν την ατέρμονή τους επαναλαμβανόμενη μελωδία. Θα ‘θελε η βουβή της θλίψη να γίνει κραυγή, κάλεσμα και διαταγή να ‘ρθει πίσω. Αυτός που έφυγε για μέρη μακρινά και  ξένα. Αυτός που έφυγε για σπάνια λάφυρα και αμύθητα πλούτη της Ανατολής.

Άραγε εκεί που πλαγιάζει τον φωτίζει η ίδια σελήνη; Το ίδιο φώς λάμπει πάνω στ’ αγαπημένα χαρακτηριστικά του; Το ίδιο φως τον συγκλονίζει; Ένας πνιχτός αναστεναγμός ξεφεύγει από τα χείλη της. Και ο ανεκπλήρωτος πόθος που σφιχτά τρύπωσε στο μεδούλι της και την παραλογίζει γίνεται ευχή και κατάρα:

«Αχ Σελήνη μου εσύ που κόσμους τριγυρίζεις και με το ασημόφωτό σου σκεπάζεις όλες τις πράξεις των ανθρώπων, βάλε το πρόσωπό μου πάνω σου έστω για μια βραδιά. Να με δει αυτός που την καρδιά μου ορίζει και να γυρίσει κοντά μου…
Μα αν αρνηθεί την εικόνα μου που για χατίρι μου εσύ θα φορέσεις στην πλήρη φέξη σου, ύφανε ασημένιο ιστό και σκέπασέ τον. Έτσι που τίποτα πια να μην τον αγγίζει, ούτε η χαρά, ούτε η λύπη και οι γήινες απολαύσεις να μην τον συγκινούν. Πάρε τη δύναμη της καρδιάς του και δώσ’ τη στ’ άστρα να λάμπουν περισσότερο, να μην ξαναγαπήσει πια, και ‘γω να βλέπω λαμπερή την αγάπη του κάθε μέρα στον ουρανό από δω που μ’ άφησε μοναχή και καταδικασμένη…»








ΤΕΛΟΣ