Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Ο θάνατος της Υπατίας- Ποίηση, Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου

Ο θάνατος της Υπατίας- Ποίηση, Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου

Μέσα στα τρίγωνα και τις ακμές τους οξύνονται οι γωνίες, 
και αυτό είναι διόραση και γνώση.
Όταν αμβλαίνει όμως μια συνιστώσα, σίγουρα οι υπόλοιπες οξύνονται
πιο πολύ παρασέρνοντας την συνισταμένη, 
και αυτό είναι διατάραξη της ισορροπίας.

Μέσα στη τροχιά των ουράνιων σωμάτων οργώνονται συμπαντικές
ελλείψεις.
Σαν προσπαθήσουν όμως τούτοι οι πλανήτες να πετύχουν τον τέλειο
κύκλο, κατέληξαν ν’ αλλοιώσουν την πυκνότητά τους.
Αυτή την πυκνότητα που με τόσες θυσίες κατάφερε να σταθεροποιήσει
την αέναη κίνησή τους.
Το χρώμα τους είναι η αντανάκλαση της ενεργειακής τους αύρας.
Μια μικρή παράμετρος ν’αλλάξει και χάνονται αυτοί οι γιγαντόσωμοι
πλανήτες σαν σκούρες, αδιάφορες μάζες στην α-χρονία και το μη-
χωρικόν.

Τούτα εδίδαξε η Υπατία,
μα κάποιες ιδέες συντηρητικές ξέσκισαν τα ιμάτιά της σαν σαρκοβόρα
όρνεα, μπήγοντας τα νύχια στην άδολη, λευκή σάρκα.

Κι εκείνη δυστυχώς οδηγήθηκε στο θάνατο, στο τέρμα της ύλης.
Αλλά το πνεύμα της γεννιέται ξανά και ξανά, ανά τους αιώνες, σαν το
Φοίνικα μέσ’από τη στάχτη.
Κι η φύση της είναι θυληκιά , όπως η Φύση που δίνει τη Ζωή και αναγεννά τα πάντα
Τον άνθρωπο, το πνεύμα , τη διαφώτιση, την επιστήμη.

Τελικά η Υπατία δεν πέθανε,
η Γνώση της κυλάει μέσα στα κύτταρά μας.
Αρκεί να την εβρούμε , ψάχνοντας μέσα στο έρεβος, τη φλόγα την καλά
κρυμμένη ως λάμψη σωτηρίας, που μόλις μεταλαμπαδευτεί θα κάψει το ά-γνωμο κακό.








Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Ποίηση Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου

 Ποίηση Συγγραφή Αικατερίνη -Βασιλική Γαλιτσίδου


Υπάρχουν δύο γράμματα για την Αγάπη,

χωρίς απαραίτητο παραλήπτη.

Το ένα γράφει απ’έξω το ρήμα ΔΙΝΩ,

και το άλλο γράφει απ’έξω  το ρήμα  ΣΥΓΧΩΡΩ.

Όποιος τα παρέλαβε, τα κράτησε και τα δύο

αγάπησε ολοκληρωτικά.

Όποιος τα παρέλαβε, και κράτησε μόνο το ένα

αγάπησε κατά το ήμισυ.

Όποιος τα παρέλαβε, και τα έσκισε και τα δυό

δεν αγάπησε καθόλου.

Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που δεν παρέλαβαν κανένα από τα δύο αυτά γράμματα της Αγάπης.

Ίσως όταν ο ταχυδρόμος χτύπησε τυχαία την πόρτα τους,

εκείνοι να ήταν κάπου έξω.

Σκέφτομαι τις τελευταίες στιγμές αυτών των ανθρώπων, τον ύστατο απολογισμό, και κρυφά αναστενάζω.

Πόσο κρίμα και μάλλον άδικο να φύγει κανείς από αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχει την ευκαιρία να "διαβάσει" την αγάπη

 

Κ.Γ.








Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Αύγουστος- Ποίηση -Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου

 Αύγουστος- Ποίηση -Συγγραφή Αικατερίνη- Βασιλική Γαλιτσίδου



Αύγουστε,

όταν περνάς από ξωκλήσι ερημικό,

δώσε ένα πύρινο φιλί από τον Δεκαήμερο Αϊ- Λιά,

καντήλια κι αναμμένα κεριά να γεμίσει,

ψαλμωδίες και ύμνους το ξέξασπρο σκαρί του ν’αντηχήσει.

 

Όταν βάρκα ξεγάνωτη κάτω στο μικρολίμανο συναντήσεις,

στείλε το παλληκαράκι του ψαρά να τη φροντίσει.

Με μπλε μπογιά να γράψει πάνω της ΜΑΡΩ ή ΠΑΝΑΓΙΑ ,

να την τρίψει, να την βάψει, τις τρύπες της να καλύψει, διόλου χρόνο μην χάσει με μιάς να τη βαφτίσει.

Κι ύστερα στα ζεστά σου τα νερά να την αρμενίσει, ψάρια και θαλάσσια πουλιά η ξύλινη καρίνα της να ξαναγεμίσει.

 

Σαν δεις το σπίτι τ’ απάνεμο πάνω στον βράχο τον ξερό, κλειστό, με τα σφαλιστά, κυπαρισσί παντζούρια του το άπειρο ν’ατενίζει, φύσα δυνατά.

‘Ανοιξε τις πόρτες του διάπλατα και τρίξε τα παραθυρόφυλλα. Βρόντα τα πατώματα και ρίξε την άδεια κανάτα από το τραπέζι κάτω, και κάνε σαματά.

Να ΄ρθει η γειτόνισσα , μαντηλοφόρα όμορφη κυρά, τον αναπάντεχο χαμό να συγυρίσει.

Κι ύστερα ιδρωμένη σαν λύνει το λευκό μαντήλι της το μελαχροινό μέτωπό της να σφουγγίσει,

ν’ ανέβει πάνω στο μπαλκόνι από τη σκάλα τη στρυφογυριστή, μια ανάσα να πάρει μια δροσιά, για να συνεχίσει.

Και μαγεμένη μπροστά στο θέαμα, βουνό και θάλασσα που γίνανε μια ζωγραφιά, να το αποφασίσει.

Να πάρει τα κοπελούδια της τα μικρά και τούτο το βράδυ μέσα σε ξένο σπιτικό να ξενυχτήσει, κοιτώντας τον ουρανό.

Τ’αστέρια που πέφτουν και του πελάγου τον αντικατοπτρισμό μέσα από το γέλιο των παιδιών της να αποθανατίσει, και έστω για μια βραδιά το έρημο τούτο σπιτικό με τις φωνούλες τις γλυκές και τα χαχανητά να ξαναζήσει.

 

Και Αύγουστε όταν κατέβεις στην αμμουδιά , κείνη την τρανή που εσύ γνωρίζεις καλά, με τον αιγιαλό της τον γαλανό που πάντοτε τη γαργαλά, μην ξεχάσεις, σπείρε ένα σπόρο πράσινης πεύκης γερό και καρπερό.

Να κάνει δέντρο δυνατό που οι κολυμβητές τη σκιά του θ’ αποζητούν για να ξαποστάσουν από τον ήλιο τον καυτό. Και καμμιά φορά θα μαλώνουν ποιος θα πάρει το κομμάτι το πιο σκιερό, και κείνη από το καμάρι της όλο θα φουντώνει και θα ψηλώνει.

Πράσινες κουκουνάρες και ρετσίνι καυτό θα βγάζει από τη χαρά της και θα σε κερνά, χαλάλι σου εσύ που ζωή της έχεις χαρίσει.

Και κάνε και τούτο το τελευταίο σε παρακαλώ.

Κάνε η Κόρη, κόρη να γεννήσει, με μαλλιά κατάξανθα και μάτια γαλανά σαν του Αιγαίου τα νερά, που την ομορφιά της, σαν το ώριμο σταφύλι, το καλοκαίρι σου θα θέλει να τρυγήσει.

Και σαν μεγαλώσει και περπατήσει και ξεπεταχτεί, πάνω στα χνάρια σου και τις διαδρομές σου χαρές θα μοιράζει και θα σε ακολουθεί.

Για σένα θα μιλεί και θα γλυκοτραγουδά και τ’ όνομα σου θα χαράζει πάνω στην χρυσή αμμουδιά.

Φτιάξε όλα αυτά που σου ζητώ, και τότε εγώ, θα σε προσμένω και των ονείρων μου το κέντημα όλο το χρόνο θα περνώ με χρυσή κλωστή από τον ήλιο σου τον ζεστό.

Θα σε συλλογιέμαι όλες τις ώρες , όλες τις μέρες και θα σε καρτερώ. Και τα δειλινά σου τα αξέχαστα τα πορτοκαλο- μαβιά θα ευλογώ. Κι όλους τους κόπους και τα δάκρυα για σένα θα τα φυλώ να τα κάνω γέλια, χαρά, ανεμελιά και παιχνίδι θαυμαστό σαν ξεπροβάλλεις κάθε χρονιά Αύγουστέ μου εσύ βασιλιά του καλοκαιριού, να ‘ξερες μόνο πόσο σε αγαπώ!

 

 

Αύγουστος 2024

Κ.Γ.










Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

Το όνειρο της Ωραίας Ελένης- Ποίηση - Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου

 Το όνειρο της Ωραίας Ελένης- Ποίηση - Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου


Το όνειρο της Ωραίας Ελένης

 

Στο λυκαυγές με τα γαλάζια σύννεφα να στέφουν τον ουρανό, μέσα στο ώριμο καλοκαίρι, λούζεται η Ωραία Ελένη, στα δροσερά νερά του Ευρώτα.

Κι η μακρυά ξανθή της κώμη σταλλάζεται σαν αναδιπλώνει το απαράμιλλο κρανίο της πάνω από τη λεπτή κρούστα του ποταμού, από πολλές , μικρές αθάνατες, δροσοσταλιές.

Κι ειν’ το κορμί της διάφανο σαν θεϊκό, που πλέει νωχελικά, σε τούτα τα γνωστά της λημέρια, μα κανείς ποτέ, μήτε ο ποταμός, μήτε ο πορτοκαλεώνας, μήτε η όχθη, μήτε οι ιτιές δεν το χορταίνει.

 

Κι όπως τα μάτια της κινεί, γαλανά της γλαύκας μάτια, να συναντήσει το πρώτο θάμβος της ημέρας από τον ανερχόμενο ήλιο, όλη η πλάση την ανάσα της κρατεί σε αυτό το απρόσμενο κάλλος.

 

Βγαίνει , σφουγγίζεται και στρώνεται πάνω στο μυρωδάτο πέπλο της να μαζέψει τις πρώτες ηλιαχτίδες. Μα είναι σαν ο ήλιος να κλέβει πονηρά από κείνη τα πιο κρυφά αποστάγματά της. Οι ώμοι της, οι αστράγαλοι, οι μηροί, το στήθος, η κοιλιά, οι γάμπες, τα γόνατα και η πλάτη, χάρμα οφθαλμών που μόνο ο ήλιος μπορεί ανενόχλητος ν’αγγίξει και να θωρεί.

 

Πάνω απ’το καλλόσχημο χείλος της τώρα μέλι χρυσό ο πρώτος της ιδρώτας, καθώς αποκοιμιέται. Και σάμπως ποιός να στέλνει τούτη τη λαχτάρα που της φουσκώνει τώρα έτσι δα τα στήθια;

Βασίλισσα αυτή σε ξένα παλάτια να εισέρχεται και από τα πέτρινα μπαλκόνια ροδοπέταλα ο κόσμος να ραίνει.

Ένας κόσμος εξωτικός, στα μπλε και στα χρυσά ντυμένος, με χαμόγελα και ζεστές χειρονομίες να την προσμένει. Μάτια μαύρα και γλυκά να την κοιτούνε από όλες τις γωνιές του κάστρου και να την χαιρετούνε.

Μήτε θυμός , μήτε θλίψη, μήτε έπαρση, μήτε ζήλια, μόνο χαρά και έξαψη για την ομορφιά της τη θεία.

Παράξενα κρουστά και μουσικές της Ανατολίας από άρπες μελωδικές, μαζί και παλαμάκια, συνοδεύουν το λαφρύ περπάτημα της κάπου μακρυά , στης Τροίας τα μονοπάτια.

Μυρωδιές από γαζία και ροζ γιασεμί την οδηγούν στις πόρτες τις στενόμακρες, που μπρούτζινα φίδια κοσμούν τις καμάρες, και στο βάθος εστία αναμμένη, και πίσω της αυτός που με λαχτάρα την περιμένει. Οι μαύροι βόστρυχες με τάξη πλαισιώνουν τ’αυτιά του, και τα φρύδια του καμπυλωτά, γυαλιστερά, ζεύουν τη βαθιά ματιά του. Ένας τραγουδιστός αναστεναγμός κινεί τα περιδέραια στο δασύ του στέρνο, και τα χέρια του απλώνει καρτερικά με τα βραχιόλια τα χρυσά, στην αγκαλιά του να την πιάσει.

Δίπλα του ο Πρίαμος καθιστός χαμογελά, στα κίτρινα ντυμένος, και την άσπρη του γεννειάδα τρίβει με χαρά.

Και κείνη πάλι ντυμένη στα λευκά, σαν την ξενόφερτη σπάνια περιστερά, με τους πέπλους της αραχνοϋφαντους να σέρνει ξωπίσω της μαγευτικά, πώς στο κάλεσμά του τρέχει να προφτάσει! Κουδουνάκια αναρρίθμητα, μικρά κρούουν την λαχτάρα της πάνω από τα σανδάλια της πού τρέχει να προφτάσει, εκείνον ν’αγκαλιάσει πριν τ΄όνειρο σβήσει οριστικά.

 

Αχ η καρδιά της σπαρτάρισε κάπου ανάμεσα στα βλέφαρά της τ’ αγγελικά που τώρα στέκουν σφαλιστά, πώς είναι αυτή η ζωή που θέλει να ζήσει μήνυσε στη σκέψη.

Και πώς η δούλα που έτρεξε την πλαγιά από τις φωνές του κύρη της να την προειδοποιήσει θα έπρεπε να την ξυπνήσει; Που πλαγιαστή ονειρεύεται και χαμογελά ενώ οι μέλισσες που μόλις τρύγησαν τους πορτοκαλανθούς αφήνουν προς χάρη της το νέκταρ τους ανάμεσα στα ξανθά της τα μαλλιά .

Και τ’αγριολουλούδα της ακροποταμιάς χαϊδεύουν μ’ευχαρίστηση τα πέλματά της τα ροδαλά, κι ακουμπούν με δέος τα δάχτυλά της.

Καλύτερα τ’όνειρο να κρατήσει, αν είναι τέτοιο προσκύνημα της φύσης για λόγους καθημερινούς η δούλα να μαγαρίσει.

Κι έτσι πίσω για τ’ανάκτορο βιαστικά κινά, κι ας ξέρει πως ο πολέμαρχος ο κύρης της θα της δώσει μια σπρωξιά, που άπραγη γύρισε πίσω, και μετά, με τα αδέρφια του πορείες πολεμικές θα καταστρώνει και θα συζητά. Χρησμούς και θείους οιωνούς θ'αναζητά, την πιθανή χασούρα του μήπως ισοσταθμίσει.

Κι όσο για την ωραία Ελένη, τούτη ακόμη πιο πολύ βυθίζεται στην ονειρική της ρέμβη. Και τώρα γυρίζει ανάσκελα το σώμα και με θεατή μόνο τον ουρανό και τον ήλιο που ξεδιάντροπα το γυμνό κορμί της κυριεύει, του πόθου της τ' ανομολόγητα προστάγματα δύσκολα μπορεί να τιθασεύσει.

Αχαρτογράφητες διαδρομές που η μοίρα της έδειξε στον ύπνο της θέλει με μιάς ν’ ακολουθήσει. Κι ένα αναπάντεχο αεράκι που ρυτίδιασε τον ποταμό την έκανε και αυτή να αναριγήσει.

Άνοιξε  με μιας τα μάτια της και το γνώριμο κελάηδημα των πουλιών την έκανε να αναγνωρίσει πως στη Σπάρτη ακόμα βρίσκεται, μα ένιωσε πως ήρθε η στιγμή τ' όνειρό της να κυνηγήσει.

 

Στάθηκε το λοιπόν στα λυγερά, λευκά της πόδια, έβαλε την δεξιά παλάμη της για αντηλιά, και προς το Βορρά για ώρα κοιτούσε.

Θα πάω, σκέφτηκε δυνατά, κι ας είναι ακόμα και πόλεμος να ξεκινήσει.

Και είναι σωστό.

Διότι την επιθυμία δεν την γεννά ο ανθρώπινος νους ο λογικός, μα της ψυχής η φύση.


ΤΕΛΟΣ










Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Και είπε η Λασκαρίνα...- Ποίηση - Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου

 Και είπε η Λασκαρίνα...- Ποίηση - Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου


Έβλεπε η Λασκαρίνα τις Σπέτσες κι έλεγε·

Αγαρηνός τα ύδατα μη δείτε να ξαναζυγώνει,

Γνέφτε μου και απ' το ψηλοτάβανο αρχονταρίκι μου

κανονιά είμαι ικανή να ρίξω που τη βρώμικη καρίνα του θα ξεπατώνει.

Κι όλο θα τον μπουμπουνίζω, κι όλο θα τον τρομάζω,

τ’ακρογυάλια τούτα να μην σιμώσει,

πώς ο αέρας εδώ είναι Ρωμιός, ανυπάκουος, τρομερός,

τούτος ο μαύρος θα εμπεδώσει!

Κι όπως ο ασκός του Αιόλου δαιμόνισε κάποτε του νησιώτη τ' Οδυσσέα το καράβι, απ’το Ίλιο που κινούσε,

Έτσι και ‘γω σαν ανοίξω τις χερούκλες μου, σηκώσω τ’άρμπουρά μου, τινάξω τα πανιά μου, στρόβιλος θα γίνω δυνατός που στο διάβα του ότι περνούσε το πετούσε.

Ομοίως θα ξετινάξω και θα πετώ από το ασκί μου όλα τα φλουριά μου,

πάνω απ’το μπαλκόνι μου σαν θα δω να πλησιάζει η Τούρκικη αρμάδα,

Να φάνε οι πεινασμένοι, μα να γίνουν και καράβια,

Να κάμνουν τον Τούρκο ρημαδιό, μπαρούτι και φωτιά, να φύγει από πάνω μας το μοβόρικο θεριό, κι η σκλαβιά η ρημάδα.

Πάμε λοιπόν παλληκάρια μου!

μπουρλότο, κανονιά και σημάδι,

κι αν είναι να βουλιάξουμε,

από τα γραίκικα νερά που θα μας πνίξουνε θα κατέβουμε στον Άδη,

μ’όλους τους τρανούς Έλληνες ν’ανταμώσουμε,

Αγαμέμνων, Αχιλλέα, Αίαντα,

με τιμή, δόξα και καμάρι,

που εμείς παλέψαμε σαν τ’άγριο λιοντάρι.

Διόλου δεν κιοτέψαμε,

με καπετάνιο στο πηδάλιο την αθάνατη Ελλάς,

και πάνω στη σημαία μας τον σταυρό,

χρυσό, καρφωμένο, περήφανο απάνου στ’αψηλό κοντάρι.

Εμπρός κινάτε και σαλπάρετε!

Ζήτω η Ελλάς, και κανείς δεν θα χαρεί τ’ απάτητα νερά μας,

μόνο σε τούτα θα δροσιστεί της λευτεριάς μας το βλαστάρι.

Εμπρός ! Θα γίνουν πραγματικότητα τα όνειρα τα πιο ακριβά μας!


ΤΕΛΟΣ











Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Ενθύμιον- Συγγραφή- Ποίηση Αικατερίνη -Βασιλική Γαλιτσίδου

 Ενθύμιον- Συγγραφή- Ποίηση Αικατερίνη -Βασιλική Γαλιτσίδου

Ενθύμιον

 

«Σήκω Πετράν, έξι πήγε! Σήμερα πρέπει να το ρίξουμε όλο. Το απόγευμα φτάνει ο αγοραστής από Προσοτσάνη», είπε ο Βασίλης και σκούντησε τον εργάτη που για ένα βράδυ μοιραζόντουσαν το υπνοδωμάτιο στο παλιό σπίτι του ξαδέρφου του στο χωριό.

Ο Πετράν δίχως να νιφτεί, βγήκε στην αυλή, και φορτώθηκαν μαζί τα εργαλεία, και κίνησαν για το οικόπεδο που βρισκόταν το ερειπωμένο μαντρί.

Ο Βασίλης φορούσε το ίδιο άσπρο μακό με το οποίο ταξίδεψε από Αθήνα χθές το πρωί. Δεν το άλλαξε ούτε το βράδυ, ούτε σήμερα, παρόλες τις στάμπες ιδρώτα και σκόνης από την εργασία. Με αυτό κοιμήθηκε. Δεν πήρε παραπάνω αλλαξιά. Πριν πλαγιάσει το περασμένο βράδυ θυμήθηκε στρίβοντας την ετικέτα πίσω στη λαιμόκοψη που τον φαγούριζε, πως ήταν το τελευταίο δώρο που του ‘χε κάνει η κόρη του πριν φύγει στην Αμερική. Η κόρη του η Μάρα έλειπε τρία χρόνια για σπουδές με τη συνοδεία της γυναίκας του. Άτυπα οι δυο γυναίκες της ζωής του χώρισαν από αυτόν, ποτέ δεν συμφώνησε σε αυτήν τους την απόφαση, όλα τους τα χρόνια τα πέρασαν καλά στην Αθήνα, γιατί έπρεπε να φύγουν. Είχε να τις δει από τότε.

 

Ο ήχος της βαριοπούλας πάνω στα παλιά, συμπαγή τούβλα ήταν αδιάκοπος. Σαν να σπάγαν χίλιες στάμνες μαζί ξεσήκωνε το χωριό , μα ο Βασίλης είχε ενημερώσει, δυο μέρες υπομονή και το μαντρί του προπάππου του θα είχε ξηλωθεί συθέμελα. Όλη η σαβούρα από τα παλιά αντικείμενα είχε συσσωρευτεί σε έναν κύκλο στην μικρή αυλή. Τεντζέρηδες, χαϊμαλιά και χαλινάρια αλόγων, κουρελούδες, τρία σαμοβάρια, σκουριασμένα δρεπάνια, μια παλιά σιδερένια ξυλόσομπα, κάτι ξεχαρβαλωμένοι σεμιέδες, μια ποντικοφαγωμένη καρέκλα.

 

«Αφεντικό έχει πέτρα στα θεμέλια, θα μας πάρει ώρα.» είπε ο Πετράν.  

«Συνέχισε εσύ και σπάζε!»

Μετά από λίγο ο Πετράν απόθεσε στα πόδια του Βασίλη ένα σακί.

«Αφεντικό το τράβηξα από το τελευταίο αγκωνάρι, ήταν μέσα στο χώμα. Πρόσεξα να μην το σκίσω.» είπε συνωμοτικά.

 

Ο Βασίλης άνοιξε ευλαβικά το σακί και ξεδίπλωσε μια ολομέταξη ριγέ, μπεζ και μωβ πουκαμίσα. Στην μοναδική της τσέπη υπήρχε ένα μαντήλι. Με κόκκινη κλωστή γραφόταν η φράση «Ενθύμιον από την Τραπεζούντα του Πόντου. Β.Γ.»

Αναπάντεχα τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Και ένιωσε τον ξεριζωμό και την πίστη στη νέα πατρίδα. Το δέσιμο με το νέο τόπο και την ελπίδα να μην ξαναγίνει τούτο το κακό, να χάνουν άνθρωποι το χώμα τους. Χάιδεψε τα κεντημένα κόκκινα αρχικά. Είχε και αυτός το ίδιο όνομα.

«’Ει Πετράν φτάνει! Σταμάτα! Δεν το πουλάμε!»

 

ΤΕΛΟΣ






Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Η έξοδος- Ποίηση Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου

Η έξοδος- Ποίηση Συγγραφή Αικατερίνη Βασιλική Γαλιτσίδου

Η έξοδος

 

Ένα πουλί μικρό, σταχτί κελαηδεί, κελαηδεί δίπλα στ’αυτί μου. Και τι μου λέγει;

Όνειρο Ραγιά μου η Ελλάς και άιντε να το πιάσεις!

Μέσα στη χούφτα σου αέρας δροσερός , γαλάζιος, τον κρατάς·

μα χύνεται μέσα από τα ροζιασμένα σου δάχτυλα και γίνεται ένα με την άγρια ανέμη.

Αχ βρε πουλάκι μου μικρό, ‘συ που πετάς στα όρη και τους κάμπους,

πεσ’μου έξω από τα τείχη τί να λαχταρώ, πώς να ξεφύγω απ’τον οχτρό

που την απελπισιά μου παραμονεύει;

Σκύβω και τ’άγιο χορτάρι εγώ βοσκώ, σαν το ζωντανό που το πάνε για σφαχτάρι·

Πλένω το πρόσωπό μου στον ποταμό και μεταλαβαίνω της πατρίδας μου τη χάρη∙

Μα τρύπιο το πανωφόρι ,άδειο το τουφέκι μου, άσπρισαν τα μαλλιά μου, σκόνη και μπαρούτι σκέπασαν το δικό μου φτωχικό, και τα παιδιά μου σε μια γωνιά μοιρολογούν και λιώνουν το σκουριασμένο τ’άροτρο, που χρόνια ο αλλόπιστος δεν μ’άφησε να το χαρώ, να οργώσω τη γη μου και να φάγω τον καρπό μου, και τώρα τα καημένα το κάμουν βόλι.

Ποιά Παναγιά θα κλάψει δίπλα στο ισχνό μου το κουφάρι; Σαν θα γενώ εγώ βορά, και το αίμα μου που ‘μεινε,  και τούτο λιγοστό, θα τρέχει απ’την πληγή που θα μου κάμει το γιαταγάνι;

Ας ήτανε να το ‘δινα να το πιούνε τα νηστικά παιδιά μου. Λιγότερο θα πόναγε το τελευταίο τούτο της ζωής ανδραγάθημά μου.

Σάμπως τι μου ‘μεινε να καρτερώ, δούλος, ταλαίπωρος, φτωχός τελειώνει όπως φαίνεται πάνω στη γη η μοιρασιά μου.


Άκου με , μια θε να το πω, κι άλλοι επόρθεψαν της Ρωμιοσύνης τα Αιώνια Κάστρα, κι ούτε η Παναγιά, ούτε ο Χριστός δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί καθώς η ημισέληνος ετούρκεψε τα άστρα.

 

Μα ήρθε η σειρά σου όμως το λοιπόν∙ Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.

Εσύ ο άγνωστος , ο φτωχός , ο αγνώριστος , μα κατά τ’ άλλα Έλλην και Ρωμιός να δώσεις τη ζωή σου.

Για την απάτητη, ξέξασπρη ‘κκλησιά πάνω στο λόφο της που υψώνει το σταυρί της,

Για την βάρκα του ψαρά που άδεια δίχτυα κι αν τραβά, μπαρούτι ‘ναι γεμάτη ν’ανατινάξει το ξύλινο κορμί της,  σαν είναι να χαραμιστεί στην Τουρκιά,

Για την κόρη που κλαίει και προσεύχεται,

φιλώντας κρυφά ένα ξύλινο σταυρό κρυμμένο στην αμασχάλη της, ντυμένη χανούμισσα σ’ένα άγνωστο σαράϊ,

Για το αμούστακο αγόρι που καρυοφύλλι γερά κρατεί,

το φοβάται μα ούτε στον ύπνο δεν το εγκαταλείπει, ούτε στιγμή δεν το λησμονεί, το αγκαλιάζει για συντροφιά, στη ζωή και στο θάνατο μαζί,

Για τον γέροντα τον μοναχό, που τσίμπλασιαν τα μάτια του να μαθαίνει την αλφάβητο με το κερί κρυφά το απόβραδο στα ελληνόπουλα, 

δίχως ύπνο να παραμιλεί μπροστά στ'αθώα μάτια τους ελληνικά ποιήματα, λεύτερος σαν διδάσκει απ'τα βάρβαρα γηρατειά του

Για όλα αυτά και για την ίδια σου  την ψυχή.

Πάρε κλαδί ελιάς απ’τον τόπο σου και κάν’το το σπαθί σου,

Πάρε βράχο από την λίμνη σου, σπάσ’τον κομμάτια και πετροβολώντας δείξε τη δύναμή σου,

Πάρε κάρβουνο απ’ την παραστιά σου και βάψε την όψη σου, φανού ατρόμητος και κέρδισε τη χαμένη υπόληψή σου,

Χαιρέτα την πατρίδα σου που φόρεσε τ’ανοιξιάτικό της πέπλο της κι ορκίσου· στο Αϊ Πνεύμα, να φωτίσει την τελευταία σου αυτή έξοδο, μη λυγάς, θ’ ανοίξουν οι ουρανοί σαν θα κινήσετε όλοι όμοιοι μεσ’τον αχό για της λευτεριάς το μονοπάτι.

Ανοιχτό το μονοπάτι, ολόφωτο ως τα επάνου, κι η Παναγιά σε προσμονεί να σε καλωσορίσει.

Βγες το λοιπόν , μη διστάζεις, κι ειν΄ο Θεός μαζί σου.

Μην απελπίζεσαι, το λάβαρο που θα ποτίσει απ’ το αίμα σου, θα το πάρουν οι νιοί κι οι νιές, σημαία γαλανόλευκη σκισμένη , αιματοβαμμένη και στον ελεύθερο πια τόπο θα διαλαλούν την τελευταία ηρωϊκή στιγμή σου.

 

«Σκωθήτε νέοι, σκωθήτε παιδιά, σκωθήτε γέροι αφήστε τα κουρέλια τα ζεστά, σήμερα η Ελλάδα βγαίνει, δεν παραδίδεται, μα πολεμά, και ‘μεις όλοι ματωμένοι, θα σπάσουμε τα αιώνια δεσμά, τίποτα πια δεν μας μένει, τα χάσαμε όλα, πέρα από την ΛΕΥΤΕΡΙΑ!»


ΤΕΛΟΣ